Ξεφυλλίζοντας τον κατάλογο που κυκλοφόρησε το ίδρυμα Γουλανδρή με την αφορμή του αφιερώματος στον Χένρι Μουρ (Άνδρος, 2020), στέκομαι στις φωτογραφίες του γλύπτη στον Παρθενώνα. Σε μιαν από τις βόλτες του στην Αθήνα του ’51, πάνω και γύρω από την Ακρόπολη, περπατούσε προσπαθώντας να φανταστεί τι έβλεπε ο Αθηναίος κάνοντας την ίδια βόλτα. Οι μορφές τον συντρόφευαν παντού. Ο Μουρ είδε στη γλυπτική της εποχής τις προσπάθειες του ανθρώπου να αποδώσει τη μορφή.
Ο ίδιος βέβαια, πολύ γρήγορα, έσπασε το «συμπαγές» της μορφής, θέλοντας να δείξει πως και η «τρύπα», το κενό, μπορεί να γίνει μέρος της. Όχι μόνον η αισθητική, αλλ΄ούτε ο κόσμος των ιδεών μπορούσε να είναι ο ίδιος πριν και μετά τον Αρτσιπένκο, τον Πικάσο και τον Μουρ.
Όταν παρουσίασε για πρώτη φορά τη δική του μορφή (το 1931 στη Λέιτσεστερ γκάλερι του Λονδίνου, με εισαγωγή στο έργο του από τον Τζέικομπ Έπσταιν), το κοινό αισθάνθηκε ότι ήταν αντικείμενο περιφρόνησης αν όχι εμπαιγμού. Οι συζητήσεις και οι αντιδράσεις δεν ήταν πάντα ήρεμες, ούτε ευπρεπείς. Το κοινό ήλθε κοντά στον καλλιτέχνη αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είδε τα σχέδια του Μουρ που είχαν θέμα τον βομβαρδισμό του Λονδίνου από τους Γερμανούς. Ο καλλιτέχνης δεν έκανε καμία υποχώρηση, αλλά το κοινό τον ένιωσε, επειδή γι’ αυτά είχε προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Καθώς βλέπαμε τα έργα που έφερε η γκαλερί Γκαγκόζιαν από τη γλυπτοθήκη στο Πέρι Γκριν, ενισχύθηκε η πεποίθηση πως ο Μουρ δεν εκφράζει αποκλειστικά μοντερνιστικές αναγωγές ή μόνο την αφαίρεση. Είναι δεμένος με την παράδοση, τόσο στη σύλληψη και τις πηγές, όσο και στην τεχνική. Είδαμε σχέδια μεγάλης διαύγειας και εσωτερικής πληρότητας, είδαμε επίσης τον σεβασμό του προς το πρωτογλυπτικό ανάγλυφο, όπως και την ανάγκη του να φτιάχνει το έργο του πρώτα σε μικρογλυπτική κι έπειτα να το αναπτύσσει σε υπερμεγέθεις φόρμες.
Ο κόσμος του Μουρ είναι εξαιρετικά παραδοσιακός: είναι το ανθρώπινο σώμα, είναι η μάνα και το παιδί, είναι οι στάσεις και οι κινήσεις ενός αγαπημένου ζευγαριού. Ο κόσμος του είναι σταθερός, τόσο που θά λεγες πως μοιάζει ακίνητος: οι μορφές του είναι πάντοτε σε στάση, ποτέ σε κίνηση. Ακόμη και «η πτώση του πολεμιστή», ένα θέμα από τη φύση του δραματικό που μοιάζει απάντηση του δημιουργού στον στιβαρό πολεμιστή της Αφαίας, δείχνει ανάλαφρος, παρότι καμωμένος από μπρούτζο. Δεν υπάρχει πουθενά οργή, διεκδίκηση, επιθετικότητα: ο κόσμος του έχει τον εσωτερικό ρυθμό του κλασικού κόσμου και τη φαινομένη ακινησία του αρχαϊκού.
Ο Μουρ διδάσκει το γαληνεύειν και το αποδέχεσθαι τα ενάντια: βλέπει στο κυκλαδικό και το προκολομβιανό μια στάση, έναν τρόπο∙ και θέλει το έργο του να είναι μύηση σ’ αυτό το ύφος που δεν είναι ύφος, αλλά η ανάσα της αιωνιότητας.
Αντιλαμβανόταν τη γλυπτική πρωτίστως ως μια τέχνη υπαίθρια γι’ αυτό και τα μνημειακά έργα του καλλιτέχνη ανασαίνουν καλύτερα έξω, σε ανοιχτό χώρο. Στ’ αλήθεια όμως δεν γίνονται συχνά τέτοιες παρουσιάσεις στην Ελλάδα. Το επαναλαμβάνουμε για να το καταλάβουν και οι νεότεροι πως το τελευταίο μεγάλο αφιέρωμα στον γλύπτη έγινε στο ξεκίνημα του αιώνα. Σχεδόν 25 χρόνια μετά, αποχαιρετήσαμε με την ψυχή μας ολόφωτη τον μεγάλο καλλιτέχνη, τον μεγάλο μεταφραστή των αρχαίων μορφών στη δική μας γλώσσα. Είναι μια έκθεση που, για καιρό, θα μείνει στη μνήμη της Αθήνας.
Ευχαριστούμε τον Γιάννη Δρίβα για τις φωτογραφίες από τον χώρο της γκαλερί. Gagosian, Αναπήρων Πολέμου 22 και Δεινοκράτους στο Κολωνάκι. Έως 26/10
Henry Moore μπροστά στο ναό της Αθηνάς Νίκης, στην Ακρόπολη, Αθήνα, 1951. © The Henry Moore Foundation Photo Henry Moore Archive Courtesy The Henry Moore Foundation Archive (λεπτομέρεια στην κεντρική φωτ.)