Τη γνωρίσαμε με τη «Τριλογία της Αθήνας» [Στο πίσω κάθισμα, Αλκυονίδες μέρες, Πόλη στο Φως] κι αμέσως την ξεχωρίσαμε: για την καθαρή λογοτεχνία μέσα στο αστυνομικό μυθιστόρημα, για τον τρόπο που ζωντάνευε την αθηναϊκή πραγματικότητα, για τον επιθεωρητή Χάρη Κόκκινο που αποκτούσε σάρκα και αίμα και βιωμένη ιστορία και βάσανα και τραύματα μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες από βιβλίο σε βιβλίο, για την οξυδέρκεια, τις κριτικές παρατηρήσεις, για το χιούμορ και για τον αυτοσαρκασμό.
Η Ευτυχία Γιαννάκη, καθιστώντας το δικό της αστυνομικό μυθιστόρημα ταυτοχρόνως και οντολογικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό σχόλιο συνέχισε με τις «Ιστορίες του Βυθού». «Η νόσος του μικρού θεού», όπου ο μικρός θεός είναι το άγαλμα ενός έρωτα, το πρώτο μυθιστόρημα του Βυθού, διαδραματιζόταν στην Πάρο όπου εκεί ήταν και το καταφύγιο του επιθεωρητή Χάρη Κόκκινου, μετά τα προσωπικά του βάσανα, και στην προσπάθειά του να ξαναβρεί τον εαυτό του και το κουράγιο του να ανασυνταχθεί.
Ευτυχία Γιαννάκη «Στη φωλιά του ιππόκαμπου», εκδ. Ίκαρος, σελ. 512
«Στη φωλιά του ιππόκαμπου» της Ευτυχίας Γιαννάκη που αποτελεί και το δεύτερο «Μυθιστόρημα του Βυθού» η ιστορία διαδραματίζεται το περσινό καλοκαίρι της πανδημίας στην Αθήνα και στην Ύδρα, με χρονικές ρίζες σε μια δολοφονία που έλαβε χώρα στο νησί, 38 χρόνια πριν.
«Ήξερε πως ο ιππόκαμπος αλλάζει χρώμα όταν φλερτάρει και όταν κινδυνεύει. Μαζί με το σώμα αλλάζουν χρώμα και τα μάτια του. Τον φλέρταρε ή τον φοβόταν;»
Με βασικό μότο τον ιππόκαμπο, εκείνο το θαλάσσιο αλογάκι που μοιάζει σαν δράκος του παραμυθιού, η συγγραφέας στήνει ένα σκηνικό πραγματικού βυθού: στο σπίτι του ζωγράφου Γιώργου Δελλή με τα ενυδρεία και τις σταυρωμένες, αλυσοδεμένες γυναίκες. Στο στήθος της πρώην γυναίκας του, δημοσιογράφου Ζωής Μαυρίδη που θα βρεθεί πνιγμένη στην πισίνα του ρετιρέ, σε τατού. Στην παλάμη της φίλης της, επίσης, σε τατού. Ως μοτίβο ζωής όλων, ένας ιππόκαμπος στη φωλιά του ο άνθρωπος κι αλίμονο έτσι και αποφασίσει να βγει.
«Δεν είχαν όμως το θάρρος να μιλήσουν ανοιχτά γι’ αυτό, ούτε να περάσουν τη γραμμή που θα έλυνε τον γόρδιο δεσμό, οπότε φώναζαν για όλα τ’ άλλα, όσα φωνάζουν οι άλλοι που δεν θέλουν να λύσουν τίποτα»
Και με την οικογένεια στο μικροσκόπιο ως βασικό μικρόκοσμο, χώρο εχθροπραξιών, όλα στο σκοτεινό σαλονάκι της εκκολάπτονται, βία και κακοποίηση παιδιών και γυναικών, απιστίες, βίτσια και συζυγοκτονίες, στην ιστορία της, σε ένα βιβλίο που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει και προφητικό.
«Ίσως να έμοιαζαν κατά βάθος. Να ήταν δυο άνθρωποι που πάλευαν να μιλήσουν με άγνωστες λέξεις».
Και με τον απομόνωση και τη μοναξιά στους θεσμούς, στους δεσμούς και στις σχέσεις των ανθρώπων να επαναλαμβάνουν το μοτίβο της σημερινής ζώσας ζωής.
Η ιστορία μας ξεκινά στις 21 Ιουνίου 2020 στην Αθήνα, λαβωμένη ήδη από το πρώτο κύμα του κορονοϊού. Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της και διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Και ξεδιπλώνεται στην Ύδρα της ίδιας χρονιάς.
Την υπόθεση αναλαμβάνει ο επιθεωρητής Χάρης Κόκκινος με τη συνεργάτιδα και σύντροφό του Λίνα Λιάρου αλλά σ’ αυτό το βιβλίο η συγγραφέας πρωτοτυπεί, διότι μετά από μήνυμα της Ζωής Μαυρίδη, η συγγραφέας και αφηγήτρια του βιβλίου, μπαίνει στο κυνήγι του δολοφόνου αναζητώντας το νήμα της υπόθεσης στην Ύδρα ως ηρωίδα κι αυτή. Εξάλλου ο Χάρης Κόκκινος είναι που της διηγείται τις αστυνομικές ιστορίες της, μας πληροφορεί.
«Ο Χάρης Κόκκινος είναι ο καθρέφτης της πόλης και ταυτόχρονα ο δικός μου καθρέφτης» η ίδια η συγγραφέας σε συνέντευξή της έχει πει. «Μέσα από το μάτια του ταξιδεύουμε στις ιστορίες της πόλης, της εποχής, των ανθρώπων μέσα μας και γύρω μας. Είναι το όχημα και το αποτύπωμα της ιστορίας μας εδώ και τώρα. Θα έλεγα ότι ο Χάρης Κόκκινος με το βάθος και την πολυπρισματική οπτική του είναι ο φορέας μιας μυστικής ζωής που μας συναρπάζει και με έναν τρόπο είναι η μυστική ζωή όλων μας. Ο Κόκκινος είναι το σκοτάδι και το φως μέσα μου και μέσα μας.»
Και κάθε τριλογία της σαν τον κύβο του Ρούμπικ. Η Ευγενία Γιαννάκη έχει ένα σχέδιο και από βιβλίο σε βιβλίο πιστά το υπηρετεί:
«Κάθε τριλογία είναι μια ενότητα έργων με συγκεκριμένη στόχευση παρόλο που κάθε βιβλίο διαβάζεται και απολύτως αυτόνομα. Στη “Τριλογία της Αθήνας” ήθελα να μιλήσω για την πόλη σε κρίση και τον άνθρωπο ή την κοινωνία που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Στη νέα “Τριλογία του βυθού” με ενδιαφέρουν βαθύτερα ζητήματα και κυρίως να φωτίσω το πιο μύχιο, το σκοτεινό, το ξένο μέσα μας και γύρω μας. Τον δικό μας βυθό. Όλα όμως είναι ένα κομμάτι παζλ σαν τον κύβο του Ρούμπικ. Μόλις ολοκληρώσεις την κόκκινη πλευρά, έχεις να φτιάξεις την κίτρινη και μετά μια ακόμη για να αντιληφθείς περισσότερα. Η οπτική που αποκτά κανείς με το όλον δεν περιορίζεται στην οπτική των μερών κι αυτό καθιστά τη διαχείριση του παζλ ένα μεγάλο στοίχημα για μένα κάθε φορά, πέρα από τον γρίφο που υπάρχει σε κάθε βιβλίο», έχει πει.
Οι τόποι που εκτυλίσσονται οι ιστορίες της είναι αυτοί που αγαπά, πρωταγωνιστούν κυριολεκτικά στην υπόθεση και με τους θύτες και τα θύματα βρίσκονται συνεχώς σε μια παράδοξη διαλεκτική.
Τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της εποχής, ντόπινγκ, αρχαιοκαπηλία, κακοποίηση γυναικών, είναι πάντοτε η βασική της πηγή και πληγή.
«Γράφω πάντοτε αυτό που είναι φλέγον μέσα μου, που γυρεύει απαντήσεις και με απασχολεί. Υπάρχει βέβαια μια θεματολογία που επανέρχεται και αυτή έχει να κάνει με το ανοιχτό τραύμα από το παρελθόν που πάντοτε επανέρχεται, ο ρόλος της οικογένειας ως τέλειο εγκληματολογικό εργαστήριο, η αδυναμία του συστήματος να προστατεύσει τον αδύναμο, η αδιαφορία που ξεκινάει από το μικρό και καταλήγει στο μεγάλο, η έλλειψη της ενσυναίσθησης και του γνήσιου ενδιαφέροντος για τον άλλον, για αυτό που δεν μας είναι οικείο ή μας είναι οικείο ενώ δεν θα έπρεπε να το ανεχόμαστε», η συγγραφέας έχει ισχυριστεί.
Αποκαλύπτοντας ότι «Το κύριο ζήτημα που με απασχολεί στο νέο μου αστυνομικό είναι η κακοποίηση των γυναικών και η θέση της στην ελληνική κοινωνία, τώρα και στο παρελθόν. Το παρελθόν, η ανοχή στη βία κάθε μορφής, τα κλειστά στόματα πίσω από τους τοίχους, στην οικογένεια, στη γειτονιά, στη μικρή και τη μεγάλη κλίμακα, το μικρό που γεννάει το μεγάλο και το έγκλημα είναι στον πυρήνα του προβληματισμού μου. Πέρα από αυτό είναι το ζήτημα των ορίων στον έρωτα, στη δημιουργία, στην τέχνη και το ίδιο το όριο μυθοπλασίας και πραγματικότητας που θα συναντήσει κανείς σε αυτή την ιστορία.»
Ωστόσο, «στη φωλιά του ιππόκαμπου» η Ευτυχία Γιαννάκη θα φτάσει συγγραφικά όσο πιο μακριά γίνεται, παραδίδοντας στους αναγνώστες της εκτός από τα πάθη και την παθογένεια της εποχής, τη σχέση της τέχνης με το τραύμα και το βίωμα, το αστυνομικό σασπένς και ένα εγχειρίδιο συγγραφής. Συμμετέχοντας αποκαλύπτει το πώς γεννιέται, στήνεται και ανθίζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τον τρόπο έρευνας, το βάθος των γεγονότων, τα χίλια κομματάκια της ανθρώπινης προσωπικότητας και ζωής. Αποτίοντας ταυτοχρόνως σε όσους συγγραφείς και καλλιτέχνες πέρασαν από το νησί, φόρο τιμής: Η Μαργαρίτα Καραπάνου με τον «Υπνοβάτη» της είναι εκεί και σχεδόν πρωταγωνιστεί. Δανειζόμενη μότο και φινάλε η συγγραφέας της κλείνει και μας κλείνει το μάτι, καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, εξάλλου, μας παίρνει μαζί της, μας ξεναγεί. Στο σπίτι του Λέοναρντ Κοέν, στους ζωγράφους που αγάπησαν και ζωγράφισαν το νησί.
Ένα αστυνομικό βιβλίο απολαυστικό και πολυεπίπεδο που κάνει νύξη και ακτινογραφεί πάθη, παθήματα, παθολογία τέχνης και εποχής. Με έναν βαθύτατα πυκνό και φιλοσοφημένο λόγο, αναδεικνύοντας κάθε ανθρώπινη πληγή, πτυχή, ενοχή.
Εξαιρετικές οι σελίδες της που αναφέρονται στην άνοια του ζωγράφου, η Ευτυχία Γιαννάκη εγκιβωτίζει μια προσωπική πληγή σε μια κοινωνική πληγή και πτυχή. Αναδεικνύοντας το παράδοξο της προσωπικής λήθης με την κοινωνική συνενοχή. Αποδεικνύοντας πως όλοι κι όλα είμαστε κρίκοι της αυτής αλυσίδας, το μέλλον από το παρελθόν μας θα γεννηθεί.
«Ο ιππόκαμπος είμαστε όλοι μας». Έχοντας με καταπιεί όλους τους προγόνους μας και όλες τις προηγηθείσες μορφές ζωής.