Συγγραφέας και αναγνώστης του ίδιου του έργου του αλλά και το πεδίο της μάχης, ο δημιουργός και το δημιούργημα, μια αποσπασματική αυτοβιογραφία όπου η φαντασία και τα όνειρα παίρνουν το πάνω χέρι είναι αυτό το περίεργο, γοητευτικό και μαζί αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα: η παγίδα της γραφής και ταυτοχρόνως το συγγραφικό καύκαλο.
Ανδρέας Μήτσου «Η παγίδα: Βίωμα και Γραφή», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 528
«Τα δέματα αυτά τα έστελναν οι ανάδοχες οικογένειες των Αμερικάνων. Δέμα δεν έπαιρναν όλες οι χήρες και τα ορφανά. Για να στείλουν στο θετό παιδί, το ορφανό του “συμμοριτοπόλεμου”, τα δώρα τους, το παιδί έπρεπε να γράφει ανελλιπώς ευχαριστήριες επιστολές, στις οποίες όφειλε να περιγράφει, δίκην εκθέσεως γεγονότα της οικογένειας και της χώρας ευρύτερα. Άμα οι Αμερικάνοι νονοί ευχαριστιόντουσαν, έστελναν πλούσια τα ελέη. Αλλιώς ζήτημα να έρχονταν κάτι μικρές κούτες μία και μοναδική φορά τον χρόνο.
»Κατέφθαναν λοιπόν οι γυναίκες αυτές και μ’ αναζητούσαν απεγνωσμένα. “Που ‘ν ο Αντρίκος; Ετούτος δεν έχει ταίρι του στη σάτρα, και παπά γκαστρωμένο βγάζει!”.
»Έτσι ξεκίνησε η συγγραφική μου δράση.» [Η Αμερικανική βοήθεια].
Μέγας στυλίστας της γραφής ο πολυβραβευμένος Ανδρέας Μήτσου, το έκανε κι αυτή τη φορά το θαύμα του. Τόλμησε να επιστρέψει και να αντιμετωπίσει την ίδια του την γραφή εκ των έσω. Δημιουργός και ταυτοχρόνως ο αποδέκτης αλλά και το δημιούργημα. Ξαναζώντας τις ιστορίες του και ψηλαφώντας τα γενεσιουργά αίτια: ποιο όνειρο, ποια εικόνα, ποιοι ήχοι, ποια αρχαία πληγή και ποια φαντασίωση, τον έριξε αρχικά στην παγίδα της γραφής για να γίνει στη συνέχεια το καύκαλό του.
Το αποτέλεσμα, όχι φυσικά το αναμενόμενο, μια απολογιστική αυτοβιογραφία, αλλά «Μια ακροβασία, ανάμεσα στην βιωμένη πραγματικότητα και την υποκειμενική αλήθεια του. Καμία εμπειρία νέα δεν δημιουργείται εν λευκώ», όπως παραδέχεται.
«Γιατί ο συγγραφέας σε έναν απευθύνεται, που ο ίδιος έχει πλάσει, στο άγνωστο κομμάτι του εαυτού του, για να του ομολογήσει τα δικά του κρίματα. Μια πρόφαση είναι ο κάθε ήρωάς του. Το όχημα που θα τον οδηγήσει σ’ αυτή την οριακή συνάντηση και στη θαμμένη μνήμη». (σ. 68) «Γιατί ο συγγραφέας δεν είναι, όπως πιστεύεται, η πηγή της ιστορίας παρά μόνο το πεδίο της μάχης όπου αυτή λαμβάνει χώρα, στην οποία μάχη ο αναγνώστης γίνεται ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την έκβασή της, ο ύστατος μαχητής και υπερασπιστής της».
Θα μπορούσε να είναι ένα γενναιόδωρο μεγάλο συγγραφικό εργαστήρι, αν δεν ήταν απολαυστικές ιστορίες και μια ζωή που είναι η αλήθεια και ο αντικατοπτρισμός της. Τα γεγονότα και η συνειρμική ακολουθία τους, η όχθη της λίμνης και τα σκοτεινά νερά της. Σα να ξαναδιαβάζουμε εαυτόν σε μια δημόσια εξομολόγηση μεταπλάθοντας το ήδη υπάρχον έργο σε εκείνο που προϋπήρξε και σ’ αυτό που έγινε και πια μας εμπεριέχει.
«Εκατόν εικοσιεπτά δημοσιευμένα διηγήματα, εννιά συλλογές, δυο νουβέλες, έξι μυθιστορήματα αλλά και τούτο, προπαντός το έβδομο μυθιστόρημα, της παρωδιακής αναπαράστασης της ζωής μου, μπορούν να συνοψίζονται και να εξαρτώνται, όλα μαζί, αποκλειστικά και μόνο απ’ αυτή την τελευταία υπόθεση που παραμένει σε εκκρεμότητα, που εξελίσσεται, που κοχλάζει, που είναι έτοιμη να εκραγεί.» Αποκαλύπτει ο συγγραφέας τους. Υπερτονίζοντας «Στον αναγνώστη μου πλέον εναποθέτω τις ελπίδες μου». [Το λεμόνι].
Όσες φορές ρωτήθηκε, τα ίδια παραδέχτηκε: «Διαπίστωσα, περιδεής πως, μετά από τόσα βιβλία, έχω καταστεί κι ο ίδιος ένας μυθιστορηματικός ήρωας, αποπειρώμενος να “ερμηνεύσω” τις ιστορίες μου. Ίσως, ο κάθε δημιουργός σε μία ανάλογη περιπέτεια να εμπλέκεται όταν επιχειρεί να “δει” τον εαυτό του μέσα από τα γραφτά του. Να πέφτει τότε στην “παγίδα” τους. Αυτό προσπαθώ να διευκρινίσω – κατανοήσω, καθώς ανατρέχω σε κάθε ένα βιβλίο μου κι ετούτη την απόπειρα ονομάζω “παγίδα της γραφής”. Όσο για τους “κύκλους” φοβάμαι πως διαρκώς περιδινίζομαι, αφού δεν μπορώ να βρω αρχή και τέλος».
Και ξεκινά ως είθισται στους αληθινά μεγάλους δημιουργούς από τον τόπο του:
«Ναι, για όλα “φταίει” ο τόπος, αφού χαιρέκακα επιμένει όλο να μας θυμίζει. Έναν τόπο ψάχνουμε μια ζωή, για να εγκατασταθούμε. Μια επιστροφή προσδοκούμε, σε μια Αμφιλοχία, που τη σκεπάζει διαρκώς η ομίχλη».
Το αποτέλεσμα: «Είδατε, στην αρχή της “Παγίδας”, απαλλάσσομαι από «την σκουριασμένη πανοπλία», τη γραφή. Στο τέλος, καταλήγω να αποδεχτώ το καύκαλο, σαν τη χελώνα, το κουσούρι μου. Την δική μου πορεία εκθέτω και λοιδορώ και βέβαια το όλο βιβλίο, πιστεύω, πως αυτή την αλλαγή μου αποτυπώνει, την προσπάθεια ανασυγκρότησής μου. Εξάλλου, πρέπει ο αναγνώστης ν’ ακούει τη σιωπή των λέξεων, το ανάμεσά τους, όχι τις προφάσεις και τις δικαιολογίες του συγγραφέα. Τη δική μου ζωή, ίσως η γραφή μου να μην την άλλαξε, μπορεί όμως να επηρέασε κάποιον αναγνώστη μου. Μετά, που κρύβεται η αλήθεια και που το ψέμα, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, θέλω να πιστεύω.»
Και φυσικά οι επί μέρους διαπιστώσεις:
«Ο καθένας μπορεί να πέσει στην παγίδα της γραφής, εάν θελήσει να τακτοποιήσει το παρελθόν του και να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς.»
Τον παρακολουθούμε ν’ ανασύρει παλιές αμαρτίες, να τις μεταπλάθει μία προς μία γράφοντας, να τους δίνει έτσι νέα μορφή και υπόσταση.
»Μια αναπάντεχη περιπέτεια ξεκινά όμως από αυτή τη μεταμόρφωση. Γεννιέται ένα μυθιστόρημα που τον εμπεριέχει, που τον κρατά μέσα του αιχμάλωτο».
Και η διαπίστωση ότι δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα από το έργο του, όπως δεν ξεμπερδεύει εύκολα απ’ το παρελθόν του. Δεν σε καλύπτουν διαπαντός τα ζωτικά ψεύδη και τα άλλοθι, θα επανέλθεις και θα ξαναδείς το ξεχασμένο φιλμάκι της ζωής Αου: εκείνο που έζησες και τ’ άλλο που φαντάστηκες. Θα ξανακούσεις τις σκέψεις που έκανες κι εκείνα που παρέλειψες θες δεν θες θα τ’ αντικρίσεις στην πορεία με τα καινούργια μάτια.
Πολλές φορές θα θυμηθεί τη μάνα του να του λέει «Ποιος θεός σε καταράστηκε». Αλλά για τον συγγραφέα ευχή και κατάρα η συγγραφή κι αλλιώς δεν γίνεται.
Μια υβριδική αυτοβιογραφία ενός σημαντικού έργου που υπήρξε η ζωή του συγγραφέα και η επινόησή της.
Και για την ιστορία, ο Ανδρέας Μήτσου κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής και υπεύθυνος ύλης του εκπαιδευτικού περιοδικού "Νεοελληνική Παιδεία", που εκδιδόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, και μέλος της επιτροπής κρατικών βραβείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει κείμενα δοκιμιακού λόγου καθώς και κριτική λογοτεχνίας στις εφημερίδες "Το Βήμα", "Εξουσία", "Καθημερινή" και στα περιοδικά "Αντί", "Ίνδικτος", "Διαβάζω", "Ελίτροχος". Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει εκδώσει επτά συλλογές διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα και μία νουβέλα. Το μυθιστόρημα του "Τα ανίσχυρα -ψεύδη" του Ορέστη Χαλκιόπουλου τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Η συλλογή διηγημάτων του "Σφήκες" απέσπασε το Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Το 2007 η νουβέλα του "Ο κύριος Επισκοπάκης" τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ - ΕΡΤ), ενώ την επόμενη χρονιά διασκευάστηκε για το θέατρο από τον ίδιο τον συγγραφέα και ανέβηκε στο "104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης" σε σκηνοθεσία του Στέλιου Μάινα. Το 2016 απονεμήθηκε στον Ανδρέα Μήτσου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του "Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια". Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Στο εξώφυλλο: «Ο νεαρός Μανουέλ Οσόριο, του Γκόγια, αντικρίζει με παιδική ματιά τον κόσμο, όπως και ο Γκόγια τον εαυτό του. Υπάρχει, λοιπόν, το κλουβί, η φυλακή για τον δημιουργό, η κίσσα που καταβροχθίζει την καλλιτεχνική του ταυτότητα, η εξουσία που χρησιμοποιεί τον καλλιτέχνη, υπάρχει κι η γάτα που καραδοκεί ως απειλή θανάτου, που υποδηλώνει ένα μέλλον δυσοίωνο.»