Το καλοκαίρι του ’22 επισκεφθήκαμε με τον Γιώργο Ρόρρη το μουσείο του Γιάννη Τσαρούχη. Ο ζωγράφος έπειτα από 40 χρόνια επέστρεψε στο θρυλικό σπίτι – εργαστήριο στο Μαρούσι και μοιράστηκε μία «διαδρομή» στο δικό του ξεκίνημα, αλλά και στην κληρονομιά του σημαντικού δασκάλου. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι βεβαίως διάλεξη, αλλ’ αποτυπώνει με πηγαίο τρόπο το κοίταγμα του Ρόρρη στο τσαρουχικό έργο. Γι’ αυτό κι αφήσαμε τους χυμούς της προφορικής γλώσσας κατά το δυνατόν απείραχτους.
Πρωτοήρθα εδώ τον Μάρτιο του ’82. Αφορμή ήταν μια ομιλία για τον Θεόφιλο που είχε δώσει ο Τσαρούχης με τον Κίτσο Μακρή. Τότε θα πρέπει να ήμουν 19 χρόνων και δεν είχα μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πού βρήκα το θάρρος να του μιλήσω ακόμη σήμερα αναρωτιέμαι!
- Κύριε Τσαρούχη είμαι θαυμαστής σας.
- Και τι κάνεις στη ζωή;
- Σπουδάζω σχέδιο για να μπω στη Σχολή. Θα ήθελα πάρα πολύ να σας δείξω σχέδια μου.
Την άλλη μέρα κιόλας πήγα. Έφτυσα αίμα βεβαίως ώσπου να βρω την Πλουτάρχου, δεν ήξερα τίποτε από το Μαρούσι. Πήρα τον Ηλεκτρικό και ρώταγα, ρώταγα, ρώταγα… είχα χαθεί, ώσπου κατάλαβα το σπίτι από το παράθυρο (σημ. με τη φιγούρα του τσαρουχικού νέου που δεσπόζει ακόμη και σήμερα).
Θυμάμαι ακόμη την εγκατάλειψη στον κήπο. Κι ενώ έκανα τόσο κόπο - θα είχε πια βραδιάσει -, δεν τόλμησα να χτυπήσω το κουδούνι. Ντρεπόμουν. Ο Τσαρούχης, για μένα, ήταν κάτι το μαγικό, σαν τον Λεονάρντο. Είχε κάνει έκθεση στου Πιερίδη η οποία αποτέλεσε τον δείχτη για τον τρόπο που ζωγράφισα τα δύο πρώτα χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο τρίτο έτος έγινε η γκάμα μου «τετσική».
Η λέξη «τολμηρός» είναι λίγη. Χρειάζεται υψηλή ένταση κι ο Τσαρούχης, φανερά, βρισκόταν σε πνευματικό οργασμό. Υπάρχει η επιρροή του Ματίς, αλλά ταυτόχρονα τα έργα της περιόδου είναι γεννήματα της ελληνικής ευαισθησίας. Γιατί ήταν Έλληνας και το γνώριζε πολύ καλά. Τι εννοώ με αυτό: η ελληνική ζωγραφική δεν είχε ποτέ ενδιαφέρον για το «τρύπημα» της εικόνας που κάνει η ιταλική προοπτική της αναγέννησης. Το φόντο είναι πάντα ρηχό. Ο «Σκεπτόμενος» προβάλλει ως να περιορίζεται από την κορνίζα, είναι σα να θέλει να βγει. Αλλά και η ένταση που έχει το χρώμα του, είναι σα να θέλει να διαλύσει την κορνίζα.
Ο σκεπτόμενος, 1936. Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε χαρτί, 139,2x87,4 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Η «Δέσποινα» και ο «Ψυχασθενής» είναι δύο από τα καλύτερα πορτραίτα του Τσαρούχη. Διακρίνεις σε αυτά τη βουτιά που κάνει μέσα στην παράδοση. Τα χρώματά του έρχονται από την πολυγνώτεια γκάμα. Είναι φανερό πως το ’36 με τον «Σκεπτόμενο», ο Τσαρούχης είναι μοντέρνος. Ύστερα από 35 χρόνια, όμως, ο Τσαρούχης δεν ταυτίζεται με την πρωτοπορία της εποχής του, δεν θέλει να κάνει performance ή happening. Ήθελε να συνεχίσει να ζωγραφίζει τη μυθολογία του. Εδώ, λοιπόν, αναζήτησε «βοήθεια» από το μουσείο. Γενικότερα μπορεί να πει κανείς ότι διάφορες μορφές στη ζωγραφική παρείχανε βοήθεια και στήριξη στην ευαισθησία του Τσαρούχη, όπως ο Ματίς και ο Καραγκιόζης.
Κοιτάζει το Λούβρο, κοιτάζει τον Καραβάτζιο, αλλά με το βλέμμα ενός Έλληνα. Ορισμένοι – επιπόλαια θα έλεγα - απορρίπτουν μια περίοδο του Τσαρούχη χάριν μιας άλλης, σαν να μην καταλαβαίνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μία και μόνη ευαισθησία, πρώτα και κυριότατα, ερωτική. Όλα, όμως, έχουν μια αδιάσπαστη συνέχεια, όλα είναι ένα. Ο Τσαρούχης ήξερε να αποδώσει στη μορφή ενός νέου, ένα μνημειακό και παλλόμενο ρίγος. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα έργα, όλοι οι νέοι της εποχής του ’70 με τα μακριά μαλλιά, θα είχαν μείνει αζωγράφιστοι.
Σπουδή για την άνοιξη - Ντομινίκ, 1971. Λάδι σε πανί, 100,0 Χ 73,0 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Όταν ο Τσαρούχης ζωγραφίζει αυτό το παιδί, ζωγραφίζει τους πάντες κι όλοι ταυτίζονται με αυτό. Τους μνημειώνει, όμως, και με έναν άλλο τρόπο: τοποθετεί το βλέμμα του θεατή περίπου στο μέσο της φιγούρας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο ψηλά από εμάς. Δεν βγήκαν τυχαία, αλλά είναι στημένοι έτσι ώστε το σημείο φυγής της προοπτικής να βρίσκεται περίπου στα χέρια. Αυτός είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν παλιά στη θρησκευτική ζωγραφική για να ζωγραφίσουν μορφές αγίων. Να το καταλάβουμε: η μορφή αυτή δεν είναι μια πεζή μορφή της πραγματικότητας που περνάει και χάνεται. Αυτό που βλέπεις είναι αποκρυστάλλωση μιας ευαισθησίας∙ είναι η «μνημείωση μιας στιγμής».
Στα τελευταία έργα, ειδικά στα τοπία, βοήθησε πάρα πολύ η σκηνογραφία και το θέατρο. Ο Τσαρούχης δεν έκανε ρεαλισμό. Έδωσε στη ζωή του μία ποιητική διάσταση ή, καλύτερα, έβλεπε μέσα στη ζωή την ποιητική της διάσταση. Ας πούμε, όταν στη γυναίκα της Αταλάντης, είχε τη λαϊκή φορεσιά κι από κάτω γόβες με τσαντούλα κυρίας κοσμικής, χωρίς αυτά, πιστεύω, δεν θα τον ενδιέφερε η στολή. Αυτή η παράδοξη αντίθεση έδινε στην εικόνα την ποιητικότητά της. Για να το πετύχει, είχε μια ευαισθησία γερά θεμελιωμένη. Οι αναφορές της ήταν πολλές, μα ταυτόχρονα είχε ένα υπόγειο ρεύμα που τις συνένωνε: και τον Ματίς και τον Καραγκιόζη και την Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου. Πόσοι κατάφεραν να έχουν αυτό το πολυδιάστατο ένα;
Σκηνικό με σύγχρονα σπίτια και κοστούμια αρχαία για τη Μήδεια, 1968. Gouache σε χαρτί, 39,5 x 48,5 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Στο μουσείο βλέπεις όλες τις βασικές, ουσιαστικές «εμμονές» του Τσαρούχη που υπηρέτησε. Για μένα, αυτό είναι η σπουδαία τέχνη. Είναι ευτύχημα και τύχη αγαθή για ένα λαό να έχει και να μπορεί να κάνει αναφορά σε έργα τέχνης τέτοιου επιπέδου, τα οποία δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αντανακλούν ιδεώδεις στιγμές του λαού. Εδώ μέσα υπάρχει μια εικονοποιία σύγχρονη, η οποία αγγίζει σε στερεότητα – θα τολμήσω να πω – την ελληνιστική εικονοποιία. Δεν θα ήμασταν αυτοί που είμαστε αν δεν είχαμε στον ταμιευτήρα της μνήμης μας αυτά τα έργα.
O Γιώργος Ρόρρης μπροστά στη Μέδουσα. Το έργο υπήρξε σημείο καμπής στη διαδρομή του Τσαρούχη και σήμερα είναι έμβλημα του Ιδρύματος στο Μαρούσι@Γιώργος Μυλωνάς
Ο Γιώργος Ρόρρης επιστρέφει στο μουσείο για μία ξενάγηση, στο πλαίσιο της έκθεσης «Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής», το Σάββατο 30 Μαρτίου, στις 12.00. Απαραίτητη η κράτησή σας στο 210 8062636. Πλουτάρχου 28, Μαρούσι.