Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων: 80 χρόνια μετά το έγκλημα πολέμου

Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων: 80 χρόνια μετά το έγκλημα πολέμου

Αρκεί η ημερομηνία, ενίοτε σε συνδυασμό με το μέρος, για να ανασυρθούν γεγονότα αποτυπωμένα στη συλλογική μνήμη και την παγκόσμια Ιστορία ντροπιάζοντας την ανθρωπότητα λόγω των ειδεχθών πράξεών της και φέρνοντάς την αντιμέτωπη με το παρελθόν της –καθότι αυτό δεν αλλάζει.

Στην περίπτωση μαζικών σφαγών δεν επουλώνεται το τραύμα, μήτε απαλύνεται –το τραύμα είναι συλλογικό καθότι αποτελεί κομμάτι της Ιστορίας του εκάστοτε έθνους-κράτους. Είναι επίσης μελανό διότι έχει αμαυρώσει με την ασέβειά του την ανθρώπινη υπόσταση. Πόσω μάλλον όταν το ανθρώπινο χέρι υψώνεται εναντίον ενός άλλου ανθρώπου.

Φρικαλεότητες στο πλαίσιο πολέμων και κάθε είδους συγκρούσεων είναι μία απόδειξη της αγριότητας της ανθρώπινης φύσης και της πραγματικότητας ότι τα όρια είναι ανύπαρκτα όσον αφορά στη βαρβαρότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, σαφώς, η ανθρώπινη φύση είναι άπονη ακόμη και εάν αντικρίζει τον πόνο, το έγκλημα που διέπραξε, όπως ο Γερμανός στρατιώτης κάτω αριστερά στον (παραπάνω) πίνακα του Τάσσου (Αναστάσιου Αλεβίζου, 1914-1985) με τίτλο «13 Δεκέμβρη 1943. Η σφαγή των Καλαβρύτων» (1985). Ο στρατιώτης σημαδεύει για να πυρπολήσει ένα κεφάλι ανθρώπου επάνω σε μία λίμνη αίματος στην οποία επιπλέουν σοροί.

Προς τι τέτοια αγριότητα; Εφόσον το σώμα είναι νεκρό σε τι αποσκοπεί ξανά, το χτύπημα της σφαίρας; Ισοδυναμεί ο ήχος της με τον τελευταίο λόγο και την κυριαρχία στη σιωπή; Η μελέτη της φύσης του πολέμου δεν θα φέρει κάποια λογική εξήγηση, ακριβώς γιατί ο πόλεμος είναι παράλογος ομοίως με τους εκκινούντες την επίθεση.

Εγγράφοντας ο Τάσοος, στο δημιούργημά του, την Ιστορία, το καταθέτει ως ένα καλλιτεχνικό ντοκουμέντο ενός γεγονότος που έχει παρέλθει αλλά δεν έχει σταματήσει να αποτελεί αντικείμενο σκέψης. Παρότι το κόκκινο υπάρχει ως χρώμα σε ελάχιστα σημεία, είναι διακριτό με υπόνοια του αίματος που πότισε τη γη στη σφαγή των Καλαβρύτων. Άμαχοι (άνδρες) από 13-14 ετών και πάνω, τοποθετημένοι σε σημείο με αμφιθεατρική διαμόρφωση ώστε να μην επιτραπεί σε κανέναν να γλιτώσει ενώ από το σημείο στο οποίο τους στοίβαξαν τους παρείχε θέα στις περιουσίες τους που παραδίνονταν στις φλόγες. Στις φλόγες ζωνόταν και το σχολείο στο οποίο οι Ναζί κλείδωσαν γυναίκες και παιδιά όταν κατάφεραν να διαφύγουν από αυτό. 

Ιστορικοί και μελετητές κατατάσσουν τη σφαγή των Καλαβρύτων, το Ολοκαύτωμα εκεί, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στην πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα κατά την κατοχική περίοδο. Οι νεότεροι ιστορικοί κάνουν λόγο για εκτέλεση, στο λόφο Καπή, 677 αμάχων εκ των οποίων οι περίπου 500 από τα Καλάβρυτα, πυρπολισμό περίπου 1.000 σπιτιών σε περισσότερα από 50 χωριά, λεηλάτηση από τα γερμανικά στρατεύματα υλικών αγαθών, τροφίμων αλλά και ζώων ώστε να στερηθεί από τους επιζώντες κάθε προϋπόθεση διαβίωσης. Ας μη λησμονούμε ότι ο κατακτητής –ο δράστης– κινείται βάσει σχεδίου, και η ψυχολογική εξόντωση υπόκειται σε αυτό.  

Το γεγονός αναβιώνει νοητά κατά την επίσκεψη στα Καλάβρυτα, στον τόπο της εκτέλεσης, με το μνημείο των πεσόντων, τον Λευκό Σταυρό και την Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα – κάθε γυναίκα που αφότου διέφυγε από το σχολείο έσκαψε τάφο να θάψει συγγενή της. Στο πρόσωπο αυτής της Καλαβρυτινής Μάνας, συμβολίζεται το μαρτύριο και η ανάγκη ο πόνος να γίνει πέτρα για να μπορέσει να συνεχίσει χάριν των παιδιών.

Πηγή φωτ.: Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος/ dmko.gr

Μνήμη και τραύμα της σφαγής των Καλαβρύτων έχουν «ντύσει» σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας. Ενδεικτικά αναφέρω, με αφρμή τα 80 χρόνια από το γεγονός, το παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «13-12-43» (στη συλλογή: «Για ένα φιλότιμο», 1964) του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985):

«Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άνδρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ’ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ’ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ’ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι’ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν’ ανοίγει η γη και να τον κρύβει. […]

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να ‘γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;».

Όπως και τι γινόταν, σε άλλες κοινωνίες, άλλες χώρες, τις ημερομηνίες που διαπράττονταν εγκλήματα που σπίλωναν την ανθρώπινη υπόσταση. Ακόμη και σήμερα, με τους πολέμους που βρίσκονται σε εξέλιξη. Έχουν γίνει οι χειρότερες πράξεις ή αναμένονται; Οι μαρτυρίες καταγράφονται, αξίζει να σταθούμε και σε εκείνες των θυμάτων ή ομήρων που διέφυγαν από τους εκκινούντες κάθε σύγκρουσης. 

Σήμερα, 13 Δεκεμβρίου 2023, οι μαρτυρίες των διασόντων του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, τα τεκμήρια, τα μνημεία, καταδεικνύουν τη δύναμη της βαρβαρότητας και την ανάγκη να διασωθεί η μνήμη ώστε η ανθρωπότητα που δεν έχει διαφθαρεί, να καταγγείλει τα εγκλήματα της ανθρωπότητας που έχει βυθιστεί με τις πράξεις της στο βούρκο.

Κεντρική φωτ.: Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος), «13 Δεκέμβρη 1943. Η σφαγή των Καλαβρύτων» (1985). Πηγή φωτ.: Facebook/ Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / National Gallery

 

Διαβάστε Περισσότερα