«Ο μόνος τρόπος να σωθεί η Ελευθερία και η Δημοκρατία σ’ αυτόν τον τόπο, είναι να πέσουν κεφάλια. Εδώ που φθάσαμε δεν είναι ώρα για συζητήσεις και επιχειρήματα. Πρέπει να κόψετε αμέσως 263.000 κεφάλια: τόσοι υπολογίζω πως είναι όσοι δεν θέλουν τη Δημοκρατία, ή δεν τη θέλουν έτσι όπως την εννοεί η πλειοψηφία όσων βρίσκονται σ’ αυτήν την τιμημένη αίθουσα. Αλλ’ όχι μόνον αυτό: αν στ’ αλήθεια ενδιαφέρεστε για το λαό, πρέπει πριν αποκεφαλίσετε τους εχθρούς μας να τους σημαδέψετε με πυρωμένο σίδερο για νάχουν το στίγμα του προδότη, να τους κόψετε τα δάχτυλα για να τιμωρήσετε τα όσα γράφουν, κι ακόμα, να τους σχίσετε τη γλώσσα για να τιμωρήσετε τα όσα λένε!».
Μεταφέρω ένα απόσπασμα από ομιλία του πολίτη Ζαν Πωλ Μαρά στην Εθνοσυνέλευση τον Νοέμβριο του 1792, όπως την αναδημοσίευσε στην περίφημη εφημερίδα του L‘ ami du Peuple (Ο φίλος του Λαού). Η ιστορία μας βεβαιώνει πώς ήταν μεγάλος δημοκράτης κι αγωνιστής, ένας άγιος. Έτσι τον αποδίδει ο επιστήθιος φίλος του Νταβίντ τον Οκτώβριο του 1793, μόλις τρεις μήνες μετά τη δολοφονία του. Υπάρχουν πολλές εκδοχές του έργου, μία από τις οποίες ταξίδεψε από το Λούβρο στην Εθνική μας Πινακοθήκη για την έκθεση «Αναζητώντας την αθανασία» (σημ. πριν από δύο χρόνια).
Στις φωτογραφίες που κυκλοφορούν στον ηλεκτρονικό Τύπο, δίνεται έμφαση στο πρόσωπο του Μαρά, κόβοντας το νεκρικό πορτρέτο στη μέση. Αλλά κι όταν ο πίνακας δεν παραποιείται, το σκοτεινό φως που έρχεται από τα δεξιά και λάμπει στον τοίχο σαν προβολέας θεάτρου, δεν αποδίδεται στην εικόνα ούτε στο ελάχιστο. Κι όμως, το τίποτα επάνω από τον δολοφονημένο άνδρα, ο φωτοστέφανος που τον τυλίγει, χαρίζει στο έργο όλη τη σκηνική του δύναμη. Ρίχνει στο δέρμα αξιοθαύμαστες σκιές, αναδεικνύοντας το γράμμα που κρατά ακόμα ο Μαρά στο χέρι, καθώς και το ξύλινο κουτί που χρησιμοποιείται ως τραπέζι για το μελανοδοχείο και στο πλάι του γράφει: «N’ayant pu me corrompre ils m’ont assassiné» (Καθώς δεν μπόρεσαν να με διαφθείρουν, με δολοφόνησαν).
Αν δεν υπήρχε αυτό το τμήμα του έργου, θα μιλούσαμε για ιστορική προσωπογραφία, σίγουρα πολύτιμη για τη «φωτοειδησεογραφία» της εποχής, αλλά όχι για έργο που παραδίδει στην τέχνη τον μαχητικό Ιακωβίνο. Ο Νταβίντ φαίνεται μεγάλος, όχι σε αυτά που φανερώνει, αλλά σε αυτό που μας καλεί να δούμε επέκεινα του Μαρά. Το μεγάλο ταλέντο του βρίσκεται στην απαράμιλλη λεπτότητα του φωτός – ιδιότητα που είναι λιγότερο εμφανής στις μεγάλης κλίμακας ιστορικές σκηνές του –, βεβαιώνοντάς μας γι’ αυτό που έγραψε ο Ντανιέλ Αράς: η ζωγραφική δουλεύει με την αναπαράσταση, αλλά στοχεύει στη σφαίρα του ανείπωτου.
Ζακ-Λουί Νταβίντ, «Ο θάνατος του Μαρά» (τμήμα του πίνακα στην κεντρική φωτ.) @Γιώργος Μυλωνάς
Η δολοφόνος του Μαρά, η Γιρονδίνη Σαρλότ Κορντέ, σώθηκε κι αυτή στην τέχνη και στην ποίηση, αλλά τα έργα που της αφιέρωσαν, δεν έγιναν εξίσου γνωστά στο πλατύ κοινό. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, αμετανόητη, δήλωσε προτού σταλεί στη γκιλοτίνα πως είχε ενεργήσει για να βάλει τέλος στη βασιλεία του τρόμου: «Σκότωσα έναν άνθρωπο για να σώσω εκατό χιλιάδες».
Ανάμεσα στο έργο του Νταβίντ και σε μας μεσολαβεί χρόνος. Ως πρόεδρος της Λέσχης των Ιακωβίνων ο Μαρά πρέσβευε ότι η επίλεκτη ηγεσία είναι όχι ο εντολοδόχος, αλλά ο εντολεύς της κοινής βουλήσεως. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όταν οι μοναρχικοί ζήτησαν την επικύρωση της καταδίκης του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ από το λαό, ο Σαιν Ζιστ αντέδρασε: ο λαός δεν έχει το δικαίωμα να παραγράψει τα εις βάρος του εγκλήματα∙ ακόμη κι ο λαός, έχει την υποχρέωση να υπακούσει σε όσα ορίζουν οι εκφραστές της γενικής βούλησης. Έκτοτε, οι εκφραστές του λαού δημιούργησαν ιδεολογίες που υπερβαίνουν τον Άνθρωπο, με αποκορύφωμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το σιδηρούν παραπέτασμα.
Σήμερα το ξέρουμε πια καλά ότι δεν υπάρχει ιδεολογία που να μη βιάζει κάθε ερμηνεία, κάθε κατανόηση και κάθε πραγματικότητα. Το ξέρουμε ότι καμία ιδεολογία δεν πρόκειται να δεχθεί μια ανατρεπτική της πραγματικότητα. Κι ενώ τα γνωρίζουμε όλα αυτά, όχι πίσω στη μακρινή ιστορία, αλλά μόλις τρεις γενιές πίσω μας, ζούμε στιγμές που η θλίψη περισσεύει κι αναρωτιόμαστε πώς φτάσαμε εδώ.
Σαρλότ Κορντέ
Έξω από την Πινακοθήκη την προσοχή αποσπά ένας γνώριμος ήχος. Διαπερνά το υπόγειο του κτιρίου η ιαχή ενός πλήθους που οδεύει προς την πρεσβεία των ΗΠΑ. Ακούγεται ρυθμικά το «φονιάδες των λαών ΑΜΕΕΕ-ΡΙ-ΚΑΝΟΙ» και πιάνω τον εαυτό μου να χτυπά το ρυθμό με τα δάχτυλα. Έτσι λοιπόν ήταν η μεγάλη εκείνη πρωτόγονη ρυθμική κραυγή για την οποία γράφουν οι ανθρωπολόγοι (κι αποτύπωσε μοναδικά «ο άρχοντας των μυγών» του Γκόλντινγκ). Έτσι γοητευτική είναι η «πανοπλία» της ιδεολογίας. Ακόμη και νεκρή, όπως το πρόσωπο του Μαρά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στα Νέα της Τέχνης (03/03/2022), με την αφορμή της έκθεσης «Αναζητώντας την αθανασία» στην Εθνική Πινακοθήκη (επιμ. Έφη Αγαθονίκου, Κατερίνα Ταβαντζή, Νοέμβριος 2021-Μάρτιος 2022)