Η ανθρώπινη ευφυΐα και η επιθυμία για επιστημονική ανακάλυψη μπορούν να δημιουργήσουν το πιο καταστροφικό όπλο ικανό να αφανίσει τον κόσμο κατ’ επέκταση και το ανθρώπινο είδος. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ο καταστροφέας του, η επιθυμία του για επεκτατισμό εν μέσω πολέμου μπορεί να «θολώσει» την κρίση του και προκειμένου να εξουδετερώσει τον «αντίπαλο» ή να κατακτήσει νέα εδάφη, να χρησιμοποιήσει όποια όπλα διαθέτει, ενώ ο αριθμός των νεκρών αμάχων από το κάθε όπλο ενίοτε περνά σε δεύτερη μοίρα.
Είναι όμως αρμόδιες και κατάλληλες οι κυβερνήσεις να αποφασίσουν τη χρήση ενός τέτοιου επικίνδυνου όπλου, όπως η ατομική βόμβα; Δεν έχουν λόγο οι δημιουργοί αυτού του όπλου, οι επιστήμονες, μιας και είναι οι μόνοι γνώστες του τι μπορεί να προκαλέσει; Ερωτήματα σαν αυτά τίθενται στην ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, «Οπενχάιμερ», η οποία καταγράφει την πορεία του θεωρητικού φυσικού, «πατέρα της ατομικής βόμβας», του «Προμηθέα της Αμερικής» –όπως τον χαρακτήρισαν– Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1904-1967), με έμφαση στη διευθυντική ανάμειξή του στο Σχέδιο Μανχάταν για την παραγωγή του φονικού υπερόπλου, της ατομικής βόμβας υδρογόνου, όπως και στην πολιτική δίωξή του τη δεκαετία του ’50 για δήθεν κομμουνιστική δράση και για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Η σχετικά μεγάλης διάρκειας ταινία –180’– του Νόλαν δεν είναι κουραστική στον θεατή και σε αυτό συμβάλει η μη γραμμική αφήγηση στην οποία είναι επιρρεπής στις ταινίες του ο σκηνοθέτης· η εν λόγω αφήγηση κορυφώνεται στα τελευταία λεπτά της ταινίας, ορισμένες σκηνές παραπέμπουν λόγω του ασπρόμαυρου φιλμ σε αποσπάσματα ντοκιμαντέρ.
Η ένταση, η αγωνία και το δέος καταγράφονται κινηματογραφικά με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, όπως στη σκηνή στην οποία γίνεται η δοκιμή της ατομικής βόμβας. Από τη μια κοντινά πλάνα από την άλλη τα πολύ γενικά ώστε να καταγράφουν το μέγεθος της καταστροφής που μπορεί να προκαλέσει η εν λόγω βόμβα –ένα όπλο μαζικής εξολόθρευσης.
Πηγή φωτ.: Facebook/ Oppenheimer
Στα αξιοσημείωτα η εναλλαγή στα εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα: από τον θρίαμβο για την κατασκευή ενός όπλου που μπορεί να αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας ακόμη και να την καταστρέψει, στους ενδοιασμούς και τις ενοχές για τους νεκρούς μετά τη ρίψη δύο ατομικών βομβών σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, τον Αύγουστο του 1945.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η αμηχανία του Οπενχάιμερ και ο διθυραμβικός του λόγος, τα χειροκροτήματα των μελών της ομάδας του που εναλλάσσονται με κραυγές, τα χαμόγελα που ενίοτε γίνονται τα πρόσωπα που αντικρίζουν τη φρίκη. Διότι οι επιπτώσεις της φρικτής στρατιωτικής δύναμης μπορούν να επέλθουν σε οποιονδήποτε άνθρωπο, εν προκειμένω ο Νόλαν τονίζει ότι τα συναισθήματα δεν είναι ποτέ ίδια σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα όπως και ότι παρά την (φρικτή) εφεύρεσή του, ο επιστήμονας δεν παύει να είναι άνθρωπος και να συναισθάνεται.
«Και τώρα έγινα ο Θάνατος, ο καταστροφέας του κόσμου» ακούμε τον Κίλιαν Μέρφι να λέει υποδυόμενος τον Οπενχάιμερ μετά τη συνειδητοποίηση της καταστροφικής δύναμης της ατομικής βόμβας. Ενός ανθρώπου που ήταν «βασανισμένος από οράματα ενός κρυφού σύμπαντος», όπως διηγείται, και τέτοιες εικόνες αντίκριζε κάθε που έκλεινε τα μάτια του ή μιλούσε με πάθος για την επιστήμη του. Κρατώντας όμως παθητική στάση όταν του επέρριψαν κατηγορίες για κατασκοπεία, ίσως διότι σαν η απόφαση έχει προ-παρθεί δεν έχει νόημα να προσπαθεί κανείς να την αλλάξει παρά μόνο να παλέψει για τη δική του αλήθεια.
Ο χαρακτηρισμός του ως «ο πατέρας της ατομικής βόμβας» σαφώς δεν είναι κολακευτικός και συνοδεύεται από αριθμό νεκρών, σαν με την ανακάλυψή του να αυτοφυλακίστηκε σε μια τιμωρία εις το διηνεκές.