Ένα από τα βιβλία που μαρτυρά τις εκκαθαρίσεις των Εβραίων στον τόπο μας, τιτλοφορείται «The Illusion of Safety» (H ψευδαίσθηση της ασφάλειας). Γραμμένο στην Αμερική από τον Μάικλ Μάτσας (Michael Matsas), είναι μάλλον άγνωστο στο ελληνικό κοινό, παρόλο που αναφέρεται στην τύχη της εβραϊκής κοινότητας την περίοδο της γερμανικής κατοχής (πρωτοεκδόθηκε το 1997 και τελευταία, το 2021).
Στις σελίδες του, ανάμεσα στους «αφανείς ήρωες», πρωταγωνιστεί και η οικογένεια Μποκόρου από το Αγρίνιο. Δύο αδέλφια, ο Θωμάς και ο Χρήστος ανέλαβαν με κίνδυνο της ζωής τους να σώσουν συμπατριώτες τους, Εβραίους στο θρήσκευμα, μεταξύ αυτών και την οικογένεια του αφηγητή. Πρόκειται για τον πατέρα και τον θείο του καλλιτέχνη Χρήστου Μποκόρου που, χρόνια τώρα, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού για την «ψευδαίσθηση της ζωγραφικής».
Ο γεννημένος στην Ελλάδα, συγγραφέας του βιβλίου, Μάικλ Μάτσας
Ο πατέρας του συγγραφέα, Λέων Μάτσας, τραπεζικός υπάλληλος στην Εθνική του Αγρινίου, ήταν φίλος και συνάδελφος του γαμπρού των Μποκοραίων, Νίκου Ζαφειρόπουλου που εργαζόταν τότε στο υποκατάστημα της τράπεζας στην Πρέβεζα. Να πώς περιγράφει ο αφηγητής τη σύνδεσή του με την οικογένεια την περίοδο της κατοχής (μεταφράζουμε από τα αγγλικά): «Η οικογένεια Μποκόρου ήταν οι πιο στενοί μας φίλοι στο Αγρίνιο. Μας είχαν παραχωρήσει για να επιβιώσουμε ένα μικρό κομμάτι γης στο κτήμα τους έξω από την πόλη, όπου φύτευα πατάτες. Το πρόβλημα ήταν ότι οι πατάτες χρειάζονται πολύ πότισμα, και το μόνο που είχα ήταν ένας κουβάς από το πηγάδι. Επιπλέον, το χωράφι βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο, στο χωριό Ζαπάντι (σ.σ. βορειοδυτικά της πόλης όπου δεσπόζει της Αιτωλικής πεδιάδας). Οι πατάτες μου ήταν οι πιο μικρές στον κόσμο. Τότε βεβαίως δεν το εκτιμούσα, αλλά αργότερα συνειδητοποίησα πως κάθε φορά που έφευγα για να τις φροντίσω, έβγαινα από το κατεχόμενο Αγρίνιο σε μια περιοχή που ελεγχόταν από τους αντάρτες. Δεν χρειαζόταν να δείξω ταυτότητα. Στην πραγματικότητα, δεν είχα καν ταυτότητα».
Όταν οι Γερμανοί ξεκίνησαν τις διώξεις κατά των Εβραίων, η οικογένεια Μποκόρου δεν δίστασε να ανοίξει το σπίτι της για να τους προσφέρει καταφύγιο. Η απόφαση αυτή δεν ήταν απλή πράξη φιλοξενίας, αλλά επιλογή ζωής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε φρικτές συνέπειες αν γινόταν αντιληπτή από τους ναζί. Όταν μάλιστα οι έλεγχοι στους πολίτες εντάθηκαν, τα μέλη της οικογένειας ανέλαβαν να οργανώσουν την «έξοδο» των φίλων τους σε ασφαλές μέρος. Η διαδικασία ήταν κάθε άλλο παρά απλή. Με τη βοήθεια της Αντίστασης, εξασφάλισαν αυτοκίνητο για τη μεταφορά της οικογένειας του συγγραφέα και σχεδίασαν προσεκτικά τη διαδρομή, αποφεύγοντας τα μπλόκα και τις περιπολίες των Γερμανών.
Η πιο κρίσιμη στιγμή της επιχείρησης συνέβη όταν ο πατέρας της οικογένειας καθυστερούσε στην τράπεζα όπου εργαζόταν. Εκεί, ο Θωμάς Μποκόρος χρειάστηκε να παρέμβει προσωπικά στον διευθυντή για να επισπεύσει τις διαδικασίες. Μεταφέρουμε από το βιβλίο: «Ο Μποκόρος είδε πόσο απασχολημένος ήταν ο πατέρας μου με ζητήματα γραφειοκρατικά και κατευθύνθηκε αμέσως στον διευθυντή. Του είπε να ξεχάσει τις τυπικότητες (που δεν ήταν διόλου αθώες) και να τον αφήσει να φύγει αμέσως. Εκείνος γνώριζε ότι ο Μποκόρος ήταν στο ΕΑΜ κι όταν άκουσε πως θα θεωρηθεί υπεύθυνος για οτιδήποτε συμβεί στον πατέρα μου, τον άφησε να φύγει χωρίς καν να ελέγξει το χρηματικό ποσό που έλαβε μαζί με μια άδεια είκοσι ημερών». Αυτή η αποφασιστική κίνηση, που φαινομενικά μοιάζει ασήμαντη, αποδείχθηκε σωτήρια. Αν καθυστερούσε, η οικογένεια ίσως να μην κατάφερνε να σωθεί. Γράφει ο συγγραφέας:
«Στις 5 Οκτωβρίου 1943, δύο ημέρες μετά την αναχώρησή μας από το Αγρίνιο, δύο Γερμανοί επισκέφθηκαν την τράπεζα, αναζητώντας τον πατέρα μου. Δεν επρόκειτο βεβαίως για τυπική επίσκεψη. Τους είπαν ότι ήταν σε άδεια. Κρίνοντας από άλλες πόλεις, η ενέργεια των Γερμανών αποσκοπούσε στο να τον κρατήσουν όμηρο και να συγκεντρώσουν και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας (σ.σ. που επίσης κρύβονταν). Αν η υπόθεση είναι σωστή, φύγαμε την κατάλληλη στιγμή. Είμαι σίγουρος ότι αν τον συλλάμβαναν, η μητέρα μου δεν θα έφευγε ποτέ χωρίς αυτόν».
Η προσφορά των Μποκόρων δεν σταμάτησε εκεί. Με τις επαφές που είχαν ως μέλη του ΕΑΜ, φρόντισαν ώστε ο συγγραφέας και η οικογένεια του να μείνουν σε ασφαλή σπίτια στα βουνά, μακριά από τη ναζιστική απειλή. Ως επίλογο, αλιεύω τον λόγο του Χρήστου Μποκόρου, όπως μεταφέρει την περιπέτεια με το αίσιο τέλος στις e-μερολογιακές του σημειώσεις στο Facebook.
«… Μετά από μιαν έκθεση στο Tel Aviv Museum of Art το 1998, μια φίλη δημοσιογράφος, η Esther Hecht, μου έστειλε ένα απόσπασμα απ' αυτό το βιβλίο που αγνοούσα και με ρωτούσε τι σχέση είχα με τα ονόματα των δικών μου που αναφέρονταν εκεί. Θυμήθηκα τότε ένα γράμμα στα αγγλικά που είχε λάβει η μάνα μου στ’ Αγρίνιο απ' την Αμερική, αρχές του '90 θάταν, ίσως και πιο πριν, ρωτούσε κάποιος Μάτσας για τον πατέρα μου που ήταν ήδη πάνω από δέκα χρόνια πεθαμένος. Δεν θυμάμαι ν' απαντήσαμε. Εκείνος ήταν λοιπόν, ο συγγραφέας του βιβλίου που αναζητούσε τους δικούς μου πεθαμένους. Δεν μου 'λεγε ο πατέρας μου πολλά γι' αυτήν την εποχή κι ας τον ρωτούσα, δύσκολοι καιροί κι απάνθρωποι, ζόρια μετά κι υποχρεώσεις, δεν πρόλαβε κιόλας, έφυγε νωρίς, τί να μου πρωτοπεί κι αυτός, πόσα να συγκρατούσα κι εγώ στην αλλοπρόσαλλη εφηβεία μου! Περνάει η ζωή και φεύγει, τα παίρνει όλα, όσα μπορεί, μα όλο και κάτι μένει, ας είναι και ψευδαίσθηση, ζωή γραμμένη, an illusion ... έρχεται μια απρόσμενη στιγμή που κάτι θα μας δείξει, κάτι θα φανεί, να θυμηθούμε ότι κάπου εδώ είν’ όλα, ακόμη».
Στην αρχική φωτογραφία (παραπάνω και κεντρική του παρόντος σημειώματος) που συνοδεύει το κείμενο του ζωγράφου, εμφανίζεται δεξιά η μεγάλη εξαδέλφη του Λέλα, στο κέντρο η Εσθήρ Μάτσα – σύζυγος του Λέοντος Μάτσα - κι αριστερά η κόρη τους Νινέτα, φωτογραφημένες στις κατασκηνώσεις για τα παιδιά των υπαλλήλων της Εθνικής τράπεζας στην Πεντέλη.