Στο νησί της σιωπής, στη Σπιναλόγκα, οι διαμένοντες υποχρεώνονταν λόγω των συνθηκών ζωής τους να ελπίζουν και να εφοπλίζονται με υπομονή. Υποχρεώνονταν να αφήσουν πίσω τους τα συναισθήματα που έτρεφαν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να λησμονούν τη ζωή που είχαν και να ξεκινήσουν μία νέα, σε μια μικρή κοινωνία αποτελούμενη από πρόσωπα που υπέφεραν και όχι μόνο λόγω της ασθένειάς τους· αποκομμένοι από την κοινωνία βίωναν την εγκατάλειψη από την πολιτεία μην έχοντας ακόμη και τις στοιχειώδεις υποδομές για έναν πιο ομαλό βίο (λ.χ. ηλεκτρισμός), ενώ το μηνιαίο επίδομα συχνά δεν κάλυπτε την τροφή και την όποια φαρμακευτική αγωγή τους –σαν να μην είχαν πλέον δικαίωμα στη ζωή.
Γνώριζαν ότι με κάθε δύση του ηλίου η ζωή τους κυλούσε αντίστροφα, γνώριζαν επίσης ότι προτού «φύγουν» από τη ζωή δεν θα έχουν δίπλα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα, γνώριζαν ότι δεν θα τους ξαναδούν αφ ης διαγιγνώσκονταν με τη νόσο του Χάνσεν.
Γι’ αυτό και η δημιουργία μιας δικής τους κοινωνίας στην εξορία που τους επέβαλαν, ήταν μία προσπάθεια να εξομαλυνθεί η όποια εγκατάλειψη ένιωθαν. Έχοντας – σε αρκετές περιπτώσεις – υποστεί αντιμετώπιση τέτοια σαν να είναι εκείνοι που θα «μολύνουν» την υγιή κοινωνία, δεδομένου ότι –έως τα τέλη της δεκαετίας του ’50 – δεν είχε βρεθεί και αντίστοιχη φαρμακευτική αγωγή.
Οι στιγματισμένοι, εκείνοι που είχαν λέπρα, όπως γνωρίζουμε, εκτοπίζονταν με βάρκες στο νησί Σπιναλόγκα, βορειοανατολικά της Κρήτης. Φθάνοντας στο νησί διάβαζαν τη φράση «ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα». Αναζητώντας, στη συνέχεια, καθείς μοναχός του και μαζί με τους υπολοίπους, την ελπίδα εκείνη που είχε βυθιστεί.
Λόγω της ορατής τους ασθένειας που τρόμαζε την κοινωνία, οι διαγιγνώσκοντες με λέπρα εκτοπίζονταν στο νησί από τον Οκτώβριο του 1904, τον προηγούμενο χρόνο είχε υπογραφεί σχετική σύμβαση ώστε η Σπιναλόγκα να μετατραπεί σε Λεπροκομείο.
Ο αριθμός των πρώτων ασθενών-κατοίκων ανερχόταν στους 251, μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα οι ασθενείς προέρχονταν και από άλλες χώρες. Έως το 1957, οπότε και η Σπιναλόγκα έπαψε να λειτουργεί ως Λεπροκομείο καθότι οι περισσότεροι βρήκαν ίαση με τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων, και οι εναπομείναντες – περίπου 20 ασθενείς – μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα. Πηγή: ΥΠΠΟΑ
Τη ζωή των κατοίκων του νησιού κατέγραψε μέσα από την κάμερά της η Λίλα Κουρκουλάκου, δίδοντας έτσι φωνή σε εκείνους που η πολιτεία είχε επιβάλει τη σιωπή. Η ταινία της, «Το νησί της σιωπής», περιλαμβάνει γυρίσματα που είχαν γίνει στο νησί, καθότι η σκηνοθέτης έμεινε επί ένα περίπου τετραήμερο εκεί, όπου «με φίλεψαν, κοιμήθηκα στα σπίτια τους» όπως είχε δηλώσει.
Σε σημείωμά της, η άλλοτε γενική γραμματέας της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, Αγλαΐα Μητροπούλου (1929-1991) είχε αναφέρει ότι «η ταινία αποτέλεσε αφορμή να κλείσει το λεπροκομείο». Ο κινηματογραφικός φακός της εστίασε στον επιβεβλημένο απομονωτισμό των κατοίκων της Σπιναλόγκα που δημιουργούσε καθημερινά επεισόδια τα οποία απασχολούσαν τις Αρχές και τους ίδιους τους ασθενείς, την προσπάθεια ενός ζευγαριού γιατρών (Γ. Καμπανέλλης-Ν. Σγουρίδου) για την ίαση της λέπρας στο νησί, όπως και στο ότι, παρότι οι άνθρωποι είχαν εκτοπιστεί, υπήρχαν περιπτώσεις που ανέπτυσσαν μεταξύ τους ισχυρούς φιλικούς και ερωτικούς δεσμούς, με τη γέννηση ακόμη και υγιών βρεφών.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 1954, ολοκληρώθηκαν το 1957 λόγω οικονομικών προβλημάτων, και ένα χρόνο μετά η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, με την Κουρκουλάκου να γίνεται η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης διεθνώς- που κάνει fiction film, με συμμετοχή σε διεθνή Φεστιβάλ. Εκτός των κατοίκων του νησιού, στην ταινία βλέπουμε τους Ορέστη Μακρή, Νίνα Σγουρίδου και Γιώργο Καμπανέλλη να υποδύονται τους νοσούντες με Χάνσεν.
«Η σκηνοθέτης κατορθώνει να απομυθοποιήσει την ασθένεια της λέπρας χωρίς ακρότητες και ωραιολογίες» είχε σημειώσει η Αγλαΐα Μητροπούλου. Η πολιτεία – τότε – δεν είχε φροντίσει για τη σωστή ενημέρωση σχετικά με την ασθένεια, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια αιωρούμενη απειλή, ενώ το νησί για αρκετές δεκαετίες από την κατοίκησή του έμεινε αναξιοποίητο, ώσπου – πλέον – την επισκέπτονται όποιοι επιθυμούν με καραβάκια που ξεκινούν από περιοχές απέναντι από το νησί (Άγιος Νικόλαος, Ελούντα, Πλάκα).
Γενική άποψη του Φρουρίου στη Σπιναλόγκα. Πηγή: ΥΠΠΟΑ
Αναφερθήκαμε στη Σπιναλόγκα με αφορμή την ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού ότι ο πλούσιος σε ιστορία και πλημμυρισμένος από μνήμες, τόπος του νησιού, θα μετατραπεί σε μουσειακό χώρο. Κρατώντας ζωντανή τη μνήμη εκείνων που μένοντας στο νησί και προσπαθώντας να μην εγκαταλείψουν την προσπάθεια για ζωή, αποτέλεσαν σύμβολο της ανθρώπινης θέλησης για ζωή.
Βάσει σχεδίου του ΥΠΠΟΑ, αναμένεται κτιριακή αποκατάσταση και μεταμόρφωση των κτιρίων σε εκθεσιακούς χώρους και χώρους εκδηλώσεων. Στους κοιτώνες του Λεπροκομείου και στο κτίριο του Νοσοκομείου θα φιλοξενηθεί η μόνιμη έκθεση η οποία θα «διηγείται» την ιστορία του νησιού από τον 16ο αιώνα που ήταν Ενετικό φρουριακό συγκρότημα μέχρι την παύση λειτουργίας του ως λεπροκομείο, στον 20ο αιώνα.
Στις δε, θεματικές ενότητες, θα αναδεικνύονται οι ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν στη Σπιναλόγκα, μέσα από εικόνες, αντικείμενα και αληθινές μαρτυρίες. Στους χώρους του Νοσοκομείου θα δημιουργηθεί, επίσης, αίθουσα πολλαπλών πολιτιστικών χρήσεων όπου θα φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις, εκδηλώσεις, συνέδρια και διαλέξεις.
Κτίριο Νοσοκομείου. Πηγή: ΥΠΠΟΑ
Οι εργασίες συντήρησης, αποκατάστασης και προσβασιμότητας έχουν ξεκινήσει, όπως σημειώνει το ΥΠΠΟΑ. Όλοι οι χώροι θα είναι προσβάσιμοι σε ΑμεΑ, με ράμπες και ανελκυστήρες, και θα αναβαθμιστεί το υφιστάμενο εκδοτήριο - πωλητήριο.
Περιηγούμενοι, στο εγγύς μέλλον, οι επισκέπτες στα κτίρια, θα έχουν μια ολοκληρωμένη εμπειρία για τη ζωή άλλοτε εκεί. Μια ζωή που κατέγραψε η Βικτώρια Χίσλοπ στο μυθιστόρημά της «Το νησί», στην υπόθεση του οποίου βασίστηκε και η ομώνυμη σειρά (2010) από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega.
Νότιο κτίριο Λεπροκομείου. Πηγή: ΥΠΠΟΑ
Ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, έδωσαν φωνή σε εκείνους που υπέμειναν σιωπηλά τον πόνο τους αναμένοντας την οριστική «φυγή» τους από τη ζωή. Η ζωή τους είναι άξια μνημόνευσης, καθότι, αναμένοντας τον θάνατο, έκαστος τραβούσε το δικό του κουπί για έναν όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο βίο.
Η μνήμη δεν έχει φθαρεί στο νησί της Σπιναλόγκας, αναμένουμε, όμως, να είναι πιο ισχυρή η «παρουσία» της με την αποκατάσταση των κτιρίων. Μία μορφή σεβασμού για εκείνους που βασανίστηκαν. Μία υπενθύμιση για όσα προηγήθηκαν, και ένα παράδειγμα για όσους τραβούν το δικό τους κουπί για την υγεία τους: να μη χάσουν την ελπίδα τους.