Πώς συμβολίζεται η δοτικότητα; Μία πιθανή και συνάμα υποκειμενική απάντηση είναι η αγκαλιά, η προσφορά της γεννιέται όποτε η ανθρώπινη οντότητα το επιθυμεί, δίχως απαραίτητα να υπάρξει ειδική περίσταση. Η κίνηση και μόνο του σώματος που ανοίγει τα χέρια του για να εσωκλείσει εντός του κορμού ένα άλλο πλάσμα, υπογραμμίζει το νοιάξιμο αλλά και την τρωτότητα της ύπαρξης.
Απέραντη η αγκαλιά της Τέχνης μπορεί και επουλώνει πληγές και τραύματα όσων απευθύνονται σε κείνη – διότι το στήθος παγώνει σαν δεν έχει ένα άλλο σώμα να σκύψει, να μοιραστεί βηματισμούς και ανησυχίες. Το μοίρασμα είναι μία μορφή –συνυποδηλωτική– οικονομίας: αφουγκραζόμενο το υποκείμενο τις αγωνίες και μοιράζοντας αγάπη με όποιο τρόπο, γλιτώνει από τη φιλαυτία που σαν σαράκι θα «έτρωγε» όποια –εναπομένουσα– ίνα ανθρωπιάς.
Οι καλλιτέχνες προσφεύγουν στην αγκαλιά της Τέχνης και σχεδόν σε ταυτόχρονο χρόνο προσφέρουν μία αγκαλιά στο κοινό – δημιουργούν αφουγκραζόμενοι τα πεπραγμένα και μη της ανθρωπότητας με όποια ευχάριστα και δυσάρεστα εντός της εσωκλείονται. Ο πόνος και η αδικία είναι υπαρκτά, ανά τις εποχές το «εγώ» δεν αφορά μόνο στον άνθρωπο αλλά και καθεστώτα των οποίων οι πρακτικές εγγράφονται στο ανθρώπινο σώμα.
Ο αντίκτυπος του πολιτικού στοιχείου στο σώμα κατέχει σημαίνουσα θέση στο έργο της χαράκτριας Βάσως Κατράκη (Αιτωλικό, 1914 - Αθήνα, 1988), αλλά δεν θα ήθελα στο παρόν σημείωμα να εστιάσω σ’ αυτό. Το πολιτικό σαφώς εμπεριέχει το ατομικό και το αντίστροφο, η ίδια είχε σημειώσει ότι αυτό που την ενδιαφέρει είναι «να έρθω σε όσο γίνεται πληρέστερη επικοινωνία με τους ανθρώπους, να τους μιλήσω με την γλώσσα τους», γι’ αυτό και μέσα από το έργο της επικεντρώθηκε στον άνθρωπο, αναδεικνύοντας θέματα όπως η μοναξιά της ύπαρξης, η επαφή και η αλληλεγγύη, η πτώση και η ανάταση, το σύντομο της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου.
Βάσω Κατράκη, «Απειλή» (1986) Χάραξη σε πέτρα, 75 x 105,5 εκ.
Η συγκίνηση που πηγάζει από το έργο «Μοναξιά» (1979) είναι απόρροια της προσφοράς της Κατράκη στην Τέχνη της. Η μορφή είναι χαραγμένη σε εμβρυακή στάση, με τα χέρια και το κεφάλι να ακουμπούν στα γόνατα, σαν το σώμα να προσπαθεί να αγκαλιάσει το ίδιο του το σώμα προκειμένου να ζεσταθεί. Μόνο που αυτό δεν είναι εφικτό, το υπογραμμίζει το λευκό χρώμα στο σημείο του στήθους, ανάμεσα στις μαύρες καμπυλώσεις του σώματος. Το λευκό αυτό μπορεί να ιδωθεί ως το ψυχικό κενό της φιγούρας – εάν υπήρχε ένα άλλο σώμα, το κενό θα είχε συμπληρωθεί με μία αγκαλιά και τότε δεν θα ήταν κυρίαρχη η μοναξιά. Πιθανές προεκτάσεις της η απόγνωση και ο εσωτερικός εγκλωβισμός.
Το έργο συνομιλεί με το κοινό, σαν η χαράκτρια να του «μιλά» μέσω αυτού: απεικονίζει μία συναισθηματική κατάσταση τονίζοντας ότι δεν είναι μεμονωμένη κι έτσι, τρόπον τινά, η ίδια αγκαλιάζει το κοινό.
Βάσω Κατράκη, «Μοναξιά» (1979) Χάραξη σε πέτρα, 100 x 70 εκ. (Τμήμα του έργου στην κεντρική φωτ.)
Η υποκειμενική και λαβυρινθώδης ματιά μπορεί να ανιχνεύσει ποικίλες τοποθετήσεις μιας και η Τέχνη είναι δεκτική στις ποικίλες απόψεις. Το συναισθάνεσθαι είναι το ζητούμενο καθώς αντικατοπτρίζει κατά πόσο είναι ανοικτές οι κεραίες της ανθρωπότητας απέναντι στα ουσιώδη που μας βαραίνουν. Τα σώματα της Κατράκη –άκαμπτα στην ευλυγισία τους– αντικατροπτίζουν την ψυχή που πάλλεται στα όποια αναχώματα προκύπτουν στο μονοπάτι της, προκειμένου να ανυψωθεί και να επιβιώσει.
* Το κοινό μπορεί να συνδιαλλαγεί με μέρος του έργου της Βάσως Κατράκη, στην έκθεση «Αλγεινά Σώματα» που παρουσιάζεται έως τις 3 Μαΐου στη Roma Gallery (Ρώμα 5), σε επιμέλεια της Άλιας Τσαγκάρη. Για την έκθεση αυτή και το έργο της χαράκτριας έχει αναφερθεί ο ιστορικός Τέχνης, Γιώργος Μυλωνάς, στο σημείωμά του Βάσω Κατράκη, η Ελληνίδα Καίτε Κόλβιτς.
Roma Gallery, Ρώμα 5, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11.00 – 20.00, Τετάρτη, Σάββατο: 11.00 – 16.00, Κυριακή, Δευτέρα: κλειστά