Ο Α. Τσίπρας έχει κάποιους υποστηρικτές οι οποίοι δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ. Το πιθανότερο δεν θα τον ψηφίσουν. Τον βλέπουν περισσότερο θεσμικά, ως αρχηγό του έτερου κόμματος εξουσίας. Στη λογική της εναλλαγής στην εξουσία, το δικομμματικό σύστημα χρειάζεται φυσικά κι ένα δεύτερο κόμμα ως αντίβαρο ή και ως εναλλακτική επιλογή. Έως εδώ σωστά.
Οι υποστηρικτές αυτοί πόνταραν στον Τσίπρα ήδη από το φθινόπωρο του 2019, με την βεβαιότητα ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί στο δρόμο της κανονικότητας ώστε να καταλάβει τη θέση της κεντροαριστεράς και να μεγαλώσει το κόμμα του αγκαλιάζοντας τους ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει στις εκλογές του Ιουλίου Μητσοτάκη. Στοιχημάτιζαν μάλιστα ότι ο Αλέξης σύντομα θα προετοιμαζόταν να διεκδικήσει με σοβαρότητα την πρωθυπουργία στις εκλογές του 2023.
Άρχιζε σιγά -σιγά να σχηματίζεται μια «χρυσή» εφεδρεία στο ευρύτερο περιβάλλον του, εκείνων δηλαδή που έβλεπαν πλέον με θετικό μάτι τον άλλοτε «επικίνδυνο» ριζοσπάστη Αριστερό ηγέτη. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνονταν κι άλλοι του, ας πούμε, «αστικού» χώρου οι οποίοι έμαθαν στη διαδρομή της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής τους να συμπαραστέκονται και σε πολιτικούς από την Αριστερά, για να νιώθουν γενικότερα ασφαλείς…
Το σενάριο της ευνοϊκής για τον Τσίπρα εξέλιξης των πολιτικών πραγμάτων λάμβανε μία και μόνο προϋπόθεση. Ο Α. Τσίπρας να «ασπαστεί» την κανονικότητα. Να παίρνει πρωτοβουλίες, πέραν από τη διατύπωση κάποιων αόριστων διαβεβαιώσεων, ώστε να δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι κινείται προς το κέντρο. Στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ κι όχι ο πρόεδρος του δεν αντιμετώπισαν καμία πίεση από τον Πρωθυπουργό, για τις τυχοδιωκτικές ενέργειες του πρώτου εξαμήνου του 2015. Ο Κ. Μητσοτάκης είχε υιοθετήσει τη γραμμή της πολιτικής κίνησης μπροστά, με την οποία συνέπλεε και η πλειονότητα των ψηφοφόρων εκτός ΝΔ, που τον προτίμησαν στις εκλογές του Ιουλίου ‘19. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εμφανιστεί ρεβανσιστής.
Ο Μητσοτάκης συνεπώς διευκόλυνε τον Τσίπρα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεχόταν κριτική από Νεοδημοκράτες για την λανθασμένη πολιτική αποσιώπησης του παρελθόντος. Δεν θα περνούσε πολύς καιρός και το πρόβλημα θα αποκαλυπτόταν. Στον απολογισμό της τετραετίας του ο Τσίπρας εκδήλωνε την απογοήτευση του για ατυχείς επιλογές του. Η βασικότερη ότι δεν έσφιξε όσο θα έπρεπε τους αρμούς της εξουσίας. Το άλλο μισό της προσωπικότητας του, στην αυτοκριτική του μιλούσε πια ως Π. Πολάκης: Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει βάλει ήδη «πεντέξι» στη φυλακή και υποσχόταν ότι στη δεύτερη επιστροφή στην εξουσία «τα πράγματα θα γίνονταν αλλιώς».
Τσίπρας-Πολάκης πορεύτηκαν μαζί σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας Μητσοτάκη, εκφράζοντας έτσι την κανονικότητα του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Στον καιρό του κορονοϊού ο Τσίπρας ανέχτηκε τον Πολάκη να κάνει ματάκια στους ανεμβολίαστους, ο Τσίπρας ανέχτηκε πορείες υπέρ της αποφυλάκισης του κατά συρροή δολοφόνου Κουφοντίνα και καθόλου δεν έδειξε ότι έχει πρόθεση να κινηθεί προς την κανονικότητα. Οι υποστηρικτές του, ωστόσο, περίμεναν υπομονετικά. Έδειχναν βέβαιοι ότι τελικά ο Αλέξης θα επιχειρήσει τη στροφή. Έχοντας κάνει την κολοτούμπα τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα για εκείνον.
Οι δημοσκοπήσεις στο διάστημα αυτό εξακολουθούσαν να δείχνουν αδιαφιλονίκητα πρώτο τον Πρωθυπουργό Μητσοτάκη να καταρρίπτει ρεκόρ. Δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη πολιτική ιστορία αρχηγός κόμματος να προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις από την ημέρα που εξελέγη όχι μόνο αρχηγός της ΝΔ, αλλά και ως Πρωθυπουργός. Ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν διαρκώς δεύτερος. Η αξ. Αντιπολίτευση αδυνατούσε να πάρει κεφάλι.
Οι πολίτες πάντως ήταν ξεκάθαροι στις δημοσκοπήσεις. Ακόμη κι αυτοί που δεν είχαν ψηφίσει Μητσοτάκη συμφωνούσαν με τις πολιτικές του στην αντιμετώπιση της πανδημίας, στην ελληνο-τουρκική κρίση, στην αντιμετώπιση χρόνιων θεμάτων στα ΑΕΙ, στην καθημερινότητα κλπ. Διαμαρτυρίες και αρνητικές κρίσεις άρχισαν να εκδηλώνονται από την ενεργειακή κρίση ως αποτέλεσμα του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και της έκρηξης του πληθωρισμού που σάρωνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι κυβερνητικές ενισχύσεις στο πορτοφόλι μείωσαν σχετικά την αντικυβερνητική κριτική. Αλλά και πάλι η δημοσκοπική πρωτοκαθεδρία του Μητσοτάκη δεν διακυβεύτηκε. Μέχρι που συνέβη το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Τότε ταρακουνήθηκε συθέμελα η κυβέρνηση. Όμως για βραχύ, όπως φάνηκε, διάστημα.
Φθάσαμε έτσι στην προεκλογική περίοδο. Ο Α. Τσίπρας δεν κουνήθηκε ούτε μέτρο από τις βασικές του επιλογές. Επιμένει ακόμη να απευθύνεται μόνο στο 30% των ψηφοφόρων του οι οποίοι κατά κύριο λόγο κυριαρχούνται από αντιλήψεις στις οποίες ο λαϊκισμός έχει τον πρώτο λόγο. Η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμά τον πολίτη, του προσδίδει λούμπεν χαρακτηριστικά και μια μιζέρια την οποία ταυτίζουν με το modus vivendi του Έλληνα. Στο ίδιο πλάνο, ο εκπαιδευτικός λαϊκισμός, με την υπόσχεση της κατάργησης του βαθμού εισαγωγής στα ΑΕΙ, θέλει τα ελληνόπουλα να σπουδάζουν με χαμηλές προσδοκίες σε μουτζουρωμένα, βανδαλισμένα κτήρια ωσάν να μην αξίζουν κάτι καλύτερο, τη στιγμή που τα «κ…παιδα» κατά Ζουράρι (και της αριστερής ελίτ) σπουδάζουν σε Πανεπιστήμια κόσμημα.
Αρκεί μόνο ένα παράδειγμα. Η εμβληματική δήλωση λαϊκισμού του Ο. Ηλιόπουλου που ηγείται του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθηγητής στο Χάρβαρντ απαντά μονολεκτικά «ΟΧΙ» στο ενδεχόμενο να αποφασιστεί και στην Ελλάδα η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, εκεί που ο ίδιος διαπρέπει ως επιστήμων.
Ο καθηγητής Ιατρικής σόκαρε πολλούς, κυρίως για την απροκάλυπτη υποκρισία του. Προηγουμένως, οι αφανείς υποστηρικτές Τσίπρα, δεν θέλησαν να αξιολογήσουν την ειλικρινή τοποθέτηση της ανερχόμενης Ε. Αχτσιόγλου, που εξακολουθεί να καθορίζει ιδεολογικά τον ΣΥΡΙΖΑ:
«Η κανονικότητα δεν συμφέρει την Αριστερά»!