Τη σκυτάλη της ανόδου από το 2022 εκτιμάται ότι θα πάρουν οι τιμές πώλησης και ενοικίασης των επαγγελματικών ακινήτων (γραφείων και καταστημάτων) τη φετινή χρονιά. Όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα της Υποδιεύθυνσης Έρευνας και Ανάλυσης της Cerved Property Services (CPS), όπου μέρος έλαβαν πάνω από 200 επαγγελματίες του real estate, στην Αττική, σημαντικά νέα έργα στον τομέα των γραφείων βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη για την επόμενη πενταετία, προσελκύοντας νέους παίκτες.
Πέρυσι, όπως και το 2021, σχεδόν αποκλειστικά, οι ΑΕΕΑΠ και οι θεσμικοί επενδυτές πρωταγωνίστησαν στις επενδύσεις του κλάδου των γραφείων όπου κυρίαρχη είναι μία νέα τάση. Αυτή των projects ριζικής ανακαίνισης παλαιών αυτοτελών εμπορικών κτιρίων στα κέντρα των πόλεων, με το μεγάλο στοίχημα να είναι η αναβάθμισή τους και επαναχρησιμοποίησή τους.
Η αγορά γραφείων, όπως αναφέρει η έρευνα, κινείται με διαφορετικές ταχύτητες ανάλογα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ακινήτου. Η τηλεργασία ευνόησε τη νέα γενιά νεόδμητων γραφείων, αύξησε τις ποιοτικές απαιτήσεις των χρηστών και ενέτεινε την ανάγκη για στέγαση σε χώρους ασφαλείς, ευέλικτους, άνετους, βιοκλιματικούς και υψηλών προδιαγραφών. Παράλληλα, οι σύγχρονες εταιρείες και οι επενδυτές αναζητούν κυρίως «πράσινα» κτίρια με αποτέλεσμα οι τιμές για τα συγκεκριμένα ακίνητα να ανεβαίνουν και οι αποδόσεις να συρρικνώνονται. Κατ’ επέκταση, το χάσμα μεταξύ του αποθέματος δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας και των υπερσύγχρονων βιοκλιματικών γραφείων αυξάνεται.
Όσον αφορά τα καταστήματα, η κυριαρχία του ηλεκτρονικού εμπορίου δεν θα μπορούσε να μην μειώσει τις τιμές της συγκεκριμένης κατηγορίας ακινήτων. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση αγοράς και ενοικίασης επικεντρώνεται κυρίως σε προνομιακά σημεία.
Επίσης, βάσει της έρευνας, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων δημιούργησε πιέσεις στο λιανεμπόριο, όπου οι όγκοι πωλήσεων συρρικνώθηκαν με τους τζίρους να διατηρούνται σε αυξημένα επίπεδα λόγω πληθωρισμού. Ωστόσο, ο τουρισμός αύξησε τις πωλήσεις σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς και το κέντρο της Αθήνας, χωρίς να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες από τα ελληνικά νοικοκυριά.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα έχει πλέον εδραιωθεί σταθερά, διατηρώντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι διαδικτυακές πωλήσεις παίζουν ουσιαστικό ρόλο και εντείνουν τις ανοδικές τάσεις που καταγράφονται σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια. Οι νεότερες γενιές αναδεικνύονται σε ολοένα και πιο ισχυρή κινητήρια δύναμη για το ηλεκτρονικό εμπόριο, που δεν φαίνεται να επιβραδύνεται, παρά την παγκόσμια κρίση.
Οι καταναλωτές πλέον θέλουν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα των φυσικών καταστημάτων αλλά και των διαδικτυακών αγορών. Αυτή η στροφή από τα φυσικά καταστήματα στο ηλεκτρονικό εμπόριο έχει επηρεάσει την αγορά καταστημάτων, στρέφοντας το ενδιαφέρον των επενδυτών και των μισθωτών σχεδόν αποκλειστικά σε προνομιακές τοποθεσίες, όπως φαίνεται στα ευρήματα της έρευνας της CPS.
Η ζήτηση για μίσθωση στους πλέον εμπορικούς δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Γλυφάδας, της Κηφισιάς και του Πειραιά, αλλά και στα καθιερωμένα εμπορικά κέντρα, εξακολουθεί να είναι αυξημένη λόγω της έλλειψης κενών καταστημάτων, και λόγω των σχετικά λογικών τιμών μίσθωσης, ειδικά σε σύγκριση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, όταν ξεπέρασαν κάθε ιστορικό προηγούμενο, καθιστώντας την οδό Ερμού έναν από τους δέκα πιο ακριβούς εμπορικούς δρόμους στον κόσμο.
Ωστόσο, θεσμικοί επενδυτές και μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες έχουν ξεκινήσει νέα έργα μεγάλης κλίμακας στον τομέα του λιανεμπορίου, κυρίως εμπορικά κέντρα και εμπορικά πάρκα που αναμένεται να προσθέσουν επιπλέον 170.000 τ.μ. στην αγορά καταστημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, δρομολογούνται αυτή τη στιγμή έξι νέες εμπορικές αναπτύξεις, τρεις εκ των οποίων βρίσκονται στο Ελληνικό. Ταυτόχρονα, επεκτείνουν την παρουσία τους στην ελληνική αγορά διεθνείς αλυσίδες αθλητικών ειδών, ειδών πολυτελείας αλλά και ενδυμάτων με προσιτές τιμές, ενώ η δευτερεύουσα αγορά καταστημάτων εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πίεση.