Ελκυστικές παραμένουν για τους Ευρωπαίους οι ελληνικές εξοχικές κατοικίες

Ελκυστικές παραμένουν για τους Ευρωπαίους οι ελληνικές εξοχικές κατοικίες

Ελκυστικές, παρά την ανοδική πορεία των τιμών των τελευταίων ετών, παραμένουν οι ελληνικές εξοχικές κατοικίες, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε η Elxis, εταιρεία παροχής κτηματομεσιτικών και νομικών υπηρεσιών.

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γιώργος Γαβριηλίδης, CEO της εταιρείας, εκτός από την ελκυστικότητα των τιμών, υπάρχουν άλλοι δύο παράγοντες που καθιστούν τις ελληνικές εξοχικές κατοικίες ανταγωνιστικότερες στην Ευρώπη. 

Ο ένας είναι το φορολογικό πλεονέκτημα και ο δεύτερος η επενδυτική προοπτική. Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά ο ίδιος,  η Ελλάδα έχει ευνοϊκότερο φορολογικό πλαίσιο, τουλάχιστον για τους Ευρωπαίους, που ενδιαφέρονται να αγοράσουν ένα εξοχικό. «Ενώ για την αγορά πρώτης κατοικίας, στην Ολλανδία, ο φόρος μεταβίβασης είναι 2%, για την αγορά δευτερεύουσας/εξοχικής κατοικίας, εκτοξεύεται στο 10,4%, ενώ στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 3%». 

Η προοπτική μελλοντικών υπεραξιών, εξακολουθεί να υφίσταται στη χώρα μας. «Έχουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα πελατών μας, που αγόρασαν ένα σπίτι στην περιοχή της Πρέβεζας πριν από 4 χρόνια, πληρώνοντας 360.000 ευρώ. Σήμερα, το πουλάνε και βρήκαν αγοραστή έναντι 650.000 ευρώ. Τέτοια παραδείγματα είναι συχνά και λειτουργούν θετικά για την προσέλκυση και νέων αγοραστών», αναφέρει ο κ. Γαβριηλίδης. 

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, θετική παραμένει, ακόμη, η σύγκριση ανάμεσα στην ελληνική αγορά εξοχικής κατοικίας και ορισμένες από τις κυριότερες ευρωπαϊκές αγορές προέλευσης των αγοραστών ακινήτων στην Ελλάδα, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Elxis, η πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη, έχει οδηγήσει σε ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων, μετά την πτώση του 2023. 

Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2023, οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Ευρωζώνη υποχώρησαν κατά 1,2%. Στη Γερμανία η πτώση ήταν 8,5% και στην Ολλανδία 1,9%, ενώ στο Βέλγιο σημειώθηκε αύξηση κατά 2,3%. Ωστόσο, από τις αρχές του 2024 και μετά και ιδίως κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο, οι τιμές στην Ευρωζώνη επέστρεψαν σε τροχιά ανόδου (+1,9% και +1,4% αντίστοιχα). Αυτό συνέβη επειδή τα επιτόκια δανεισμού άρχισαν να υποχωρούν, τα εισοδήματα των πολιτών ενισχύθηκαν και έτσι η ζήτηση για νέα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε κατά 4% με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ, παραμένοντας όμως περίπου 30% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2022.

Ακόμη, σε πρόσφατη ανάλυση της ING για την ευρωπαϊκή αγορά κατοικίας, επισημαίνεται ότι οι παράγοντες αυτοί θα συνεχίσουν να επιδρούν θετικά στις τιμές, όχι μόνο λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής που θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια του 2025, αλλά και επειδή υπάρχουν δομικές ανισορροπίες σε πολλές αγορές ακινήτων χωρών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, σε Ολλανδία και Γερμανία, η προσφορά νέων κατοικιών συνεχίζει να υστερεί δραματικά της ζήτησης, ωθώντας τις τιμές προς τα πάνω. Με βάση τα σχετικά στοιχεία, στη Γερμανία, οι νέες οικοδομικές άδειες για κατοικίες υποχώρησαν το 2023 στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, ενώ οι εκτιμήσεις για το 2024 κάνουν λόγο για πρόσθετη μείωση κατά 45%. 

Σύμφωνα με το διευθύνοντα σύμβουλο της Elxis, κ. Γιώργο Γαβριηλίδη, «η επιστροφή της πορείας των τιμών των κατοικιών στις αγορές της Βορειοδυτικής Ευρώπης σε ανοδική τροχιά, θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική αγορά εξοχικών κατοικιών. 

Παρά τις αυξήσεις τιμών των παραθεριστικών ακινήτων με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 8% - 10% τα τελευταία 4-5 χρόνια, η σύγκριση με το εξωτερικό παραμένει πολύ ευνοϊκή. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, απαιτούνται σήμερα 500.000 ευρώ για να αγοράσει κανείς ένα σύγχρονο σπίτι. Στο Μόναχο της Γερμανίας, μια μονοκατοικία αποτιμάται προς 1,5 εκατ. ευρώ. 

Την ίδια στιγμή, στην Κρήτη, μια νεόδμητη βίλα με πισίνα και δύο υπνοδωμάτια στοιχίζει 280.000 ευρώ, ή 360.000 ευρώ αν έχει  τρία υπνοδωμάτια», σημειώνει ο κ. Γαβριηλίδης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «με τα χρήματα αυτά, στην Ολλανδία αγοράζει κανείς ένα σπίτι από κοντέινερ, ή πλαστικό, σε κάποιο πάρκο, χωρίς καν να έχει στην κατοχή του τη γη, την οποία νοικιάζει από τον οικείο δήμο».