Αν σε ένα στοιχείο πρέπει να σταθεί κανείς διαβάζοντας τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την πορεία του πληθωρισμού τον Φεβρουάριο, αυτό είναι ο ρυθμός μεταβολής των ενοικίων κύριας κατοικίας. Ο προηγούμενος μήνας έκλεισε με ποσοστό +9,9% σε μια υπηρεσία που -συχνά πλέον- φτάνει να αντιστοιχεί ακόμη και στο 30-40% του μηνιαίου εισοδήματος.
Σίγουρα, το νούμερο δεν τους αγγίζει όλους. Οι ενοικιαστές στην Ελλάδα παραμένουν «μειοψηφία», καθώς το μερίδιό τους εκτιμάται σε περίπου 30%. Όταν όμως αυτό το 30% αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο νοικοκυριά, τότε μιλάμε για ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο μάλιστα φαίνεται να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο.
Οι μεγάλες ανατιμήσεις στα ενοίκια άρχισαν να αποτυπώνονται στους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ με καθυστέρηση συγκριτικά με τα υπόλοιπα προϊόντα και υπηρεσίες. Είχαμε στην αρχή την ενέργεια, μετά τα τρόφιμα, πήραν σκυτάλη οι υπηρεσίες (εκεί οι ανατιμήσεις συνεχίζονται) και τώρα τα ενοίκια σε (σχεδόν) διψήφια ποσοστά μεταβολής χωρίς να γνωρίζει κανείς αν ζούμε την κορύφωση του δράματος.
Γιατί παραμένει έκδηλη η ανησυχία για την πορεία των τιμών των ενοικίων; Διότι στην αγορά εξακολουθεί να καταγράφεται παντελής έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση. Αν δει κανείς τα στοιχεία για τις επενδύσεις στην κατοικία κατά τη διάρκεια του 2024 (σ.σ βασικό συστατικό στοιχείο των συνολικών επενδύσεων άρα και της πορείας του ΑΕΠ) θα διαπιστώσει πολύ περιορισμένη αύξηση και κατά την περυσινή χρονιά. Οι ετήσιες επενδύσεις παραμένουν χαμηλότερα κατά τουλάχιστον 70% σε σχέση με το 2007 και το 2008 όταν είχαμε το προηγούμενο «ράλι» στην κτηματαγορά. Κάτι που σημαίνει ότι αυτή τη φορά βιώνουμε ράλι τιμών χωρίς αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων.
Από την άλλη, τα μέτρα που έχουν ληφθεί το τελευταίο διάστημα (περιορισμοί για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, κίνητρα για την μακρόχρονια μίσθωση κλειστών κατοικιών κλπ) δεν φαίνεται να αποδίδουν καθώς οι πολλές προϋποθέσεις που έχουν τεθεί (να είναι τα ακίνητα τρία χρόνια κλειστά κλπ) περιορίζουν τον αριθμό των ενδιαφερομένων. Από την άλλη, και οι ανακαινίσεις «σκοντάφτουν» στο υψηλό κόστος των υλικών το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο του πληθωρισμού.
Αύξηση 9,9% στο μέσο ενοίκιο (καταγεγραμμένο επίσημα από την ΕΛΣΤΑΤ) σημαίνει ότι θα πρέπει να διατεθεί και φέτος ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι του οικογενειακού εισοδήματος για τη στέγαση, καθώς ο ρυθμός μεταβολής των εισοδημάτων δεν είναι αντίστοιχος. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ανησυχία συνίσταται στο κατά πόσο η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα «χτυπήσει» την ιδιωτική κατανάλωση. Μην το ξεχνάμε: απέχουμε πολύ από το να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να είναι το 70% του ΑΕΠ της χώρας.