«Οι πανομοιότυπες δηλώσεις υπουργών κατά οικονομικών συμφερόντων που υποτίθεται θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση προκαλούν τους πάντες. Αχάριστοι και αμετροεπείς, χωρίς αίσθηση του μέτρου. Επί 5 χρόνια απόλαυσαν πρωτοφανή υποστήριξη και προβολή και στην πρώτη κριτική εξεγέρθηκαν». Αυτό είναι το ακριβές σχόλιό του στο twitter (νυν x).
Ο κ. Αντώνης Καρακούσης, εκτός από διακεκριμένος πολιτικός και οικονομικός σχολιαστής επί σειρά ετών σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Το Βήμα» και σήμερα είναι σύμβουλος έκδοσης. Συνεπώς, γνωρίζει τόσο το προσκήνιο της πολιτικής όσο και το παρασκήνιο. Άρα θα γνωρίζει πως στην πολιτική δεν υπάρχει ούτε ευγνωμοσύνη ούτε αχαριστία. Τα πάντα είναι μια σύμπτωση συμφερόντων, αν βλέπουμε με ρεαλιστική - κυνική οπτική την πολιτική ή σύμπτωση αρχών και αξιών, αν η ματιά μας είναι πιο ρομαντική.
Όσον αφορά τη σχέση της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική, αυτή είναι ένα διαρκές παιχνίδι συσχετισμού δυνάμεων. Οι πανίσχυροι επιχειρηματίες θέλουν να διεκδικήσουν μέρος της πολιτικής εξουσίας για να διαμορφώσουν ευνοϊκότερους όρους για τις δραστηριότητές τους. Και αυτό δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο. Τα παραδείγματα πάρα πολλά. Το αν θα το πετύχουν ή όχι εξαρτάται από την ισχύ και τις αντοχές αυτών που ασκούν την πολιτική εξουσία, οι οποίοι λογοδοτούν στους πολίτες. Εκεί κρίνονται.
Θεωρητικά οι ρόλοι θα πρέπει να είναι διακριτοί, όμως στη ζωή δεν είναι. Η διαπλοκή, ως γνωστόν, χρειάζεται δύο και έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την παροχή και την αντιπαροχή. Αν αυτή η σχέση διαταραχθεί οι πρώην σύμμαχοι γίνονται αντίπαλοι, λησμονώντας το παρελθόν τους. Με απλά λόγια, ευγνωμοσύνη ή αγνωμοσύνη είναι έννοιες ξένες στην πολιτική.
Κλασσικό παράδειγμα το πώς αντιμετώπισαν την περίοδο 1987-1989 οι εκδότες Χρήστος Λαμπράκης, Κίτσος Τεγόπουλος, Γιώργος Μπόμπολας και Γιώργος Κουρής τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και οι τέσσερις στήριξαν αναφανδόν το ΠΑΣΟΚ επί μακρόν, όμως όταν έκριναν πως οι επιλογές του Παπανδρέου στον χώρο του Τύπου αντιστρατεύονταν τα συμφέροντά τους στράφηκαν εναντίον του. Δεν εξετάζω αν δικαιολογημένα το έπραξαν, καταγράφω το γεγονός. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν επέλεξε να στηρίξει τον Κοσκωτά δεν υπολόγισε τη μακροχρόνια και ολόπλευρη στήριξη που του παρείχαν οι εν λόγω εκδότες. Θέλησε κάτι πέρα από αυτούς και σε βάρος τους. Η εκτίμησή του ήταν ψυχρά πολιτική, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού.
Σίγουρα θα γνωρίζει ο κ. Α. Καρακούσης πως η πολιτική είναι ένα σκληρό άθλημα, με τζαρτζαρίσματα και τάκλιν και μερικές φορές και με αντιαθλητικά κτυπήματα. Σε αυτό δε το παιχνίδι συμμετέχει και ο Τύπος. Αν η μια πλευρά εκλάβει πως το κτύπημα που δέχεται είναι κάτω από τη ζώνη, οφείλει να απαντήσει αναλόγως, αν μπορεί. Είναι θέμα ισχύος και γοήτρου. Έτσι, ένα πρωτοσέλιδο αμφίσημα ερμηνεύσιμο, ενδέχεται να αποτελέσει ένα casus belli. Σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει μπαρούτι -και λόγω αυτού του πρωτοσέλιδου- είναι εκτός τόπου να αναφερόμαστε σε ευγνωμοσύνες και αχαριστίες. Η πολιτική και η οικονομική εξουσία έχουν έναν κυνισμό ή ρεαλισμό -όπως το βλέπει ο καθένας- που ουδείς σοβαρός παίκτης μπορεί να τον αγνοήσει.