Αν ρωτήσεις έναν Έλληνα φιλελεύθερο γιατί η Ελλάδα δεν τα πάει καλύτερα, η απάντηση θα είναι συνήθως γεμάτη με επαναλαμβανόμενα κλισέ: Οι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν ποτέ την οικονομία της αγοράς, είμαστε διεφθαρμένοι, το πολιτικό μας σύστημα είναι πελατειακό. Αυτή η στάση είναι χαρακτηριστική του ελιτίστικου φιλελευθερισμού, που διεκδικεί ηθική υπεροχή, υπονοώντας πως εκείνοι κατάφεραν να δουν πέρα από τις αδυναμίες, ενώ οι υπόλοιποι όχι.
Όλα τα αφηγήματα που χτίσαμε ως φιλελεύθεροι έχουν αποτύχει να περάσουν στην κοινωνία και πιθανολογώ ότι ο κυριότερος λόγος είναι ότι ο κόσμος, σε αντίθεση με αυτά που πιστεύουν αρκετοί του χώρου, δεν είναι ηλίθιος αλλά και ότι οι φωστήρες του χώρου δεν είναι όσο έξυπνοι νομίζουν.
Ας πάρουμε τη σχέση που έχουμε με το επιχειρείν. Η Ελλάδα είναι η χώρα των ατομικών και μικρών επιχειρήσεων. Αυτή η τάση αδιαμφισβήτητα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην οικονομία μας. Δεν πετυχαίνουμε οικονομίες κλίμακας, η καινοτομία διαχέεται με μεγάλες καθυστερήσεις, δεν αναπτύσσεται μεγάλη εξειδίκευση κλπ. Ένας από τους λόγους που είμαστε όπως είμαστε έχει να κάνει με το γεγονός ότι πέρα από τον στενό κύκλο του καθενός, μας είναι πολύ δύσκολο να εμπιστευτούμε κάποιον ώστε να συνεταιριστούμε ή να συνεργαστούμε. Έτσι, καταλήγει ο καθένας μας με ένα μικρό τσιφλίκι στο οποίο κάνει απόλυτο κουμάντο - μέχρι να χρεοκοπήσει. Το παρατηρούν αυτό οι φιλελεύθεροι ελιτιστές και καταδικάζουν τους μικρόνοες Έλληνες για την αυτοκαταστροφικότητά τους. Στην πραγματικότητα όμως, η κακή αυτή κατάσταση είναι απολύτως ορθολογική. Πώς να εμπιστευτείς κάποιον όταν γνωρίζεις πως αν μπλέξεις σε αντιπαράθεση μπορεί να συρθείς στα δικαστήρια για 5-10 χρόνια; Γιατί να μαζέψεις χρήματα και να επενδύσεις όταν ανά πάσα στιγμή μπορεί να έρθει και να σου πάρει την οποιαδήποτε δουλειά ένας ανταγωνιστής που έχει καλές άκρες, πρόσβαση και επιρροή στα κέντρα αποφάσεων;
Ενώ λοιπόν δεν είμαστε όλοι ίδιοι και δεν παίζουμε όλοι βρώμικα, γνωρίζουμε καλά ότι τις περισσότερες φορές αυτοί που παίζουν βρώμικα τη βγάζουν καθαρή. Αυτομάτως, λοιπόν, αναγνωρίζουμε ότι εδώ και δεκαετίες (ίσως και παραπάνω) το οικονομικό παιχνίδι στην Ελλάδα δεν ανταμείβει εκείνους που προσφέρουν τα καλύτερα προϊόντα ή τις καλύτερες υπηρεσίες στην καλύτερη τιμή – όπως συμβαίνει σε μία κανονική αγορά – αλλά εκείνοι που έχουν καλύτερα κονέ, καλύτερες άκρες, και τους λείπουν οι ηθικοί φραγμοί που θα τους απέτρεπαν από το να τα χρησιμοποιήσουν.
Αν λοιπόν δεχθούμε ότι η χώρα μας έχει πρόβλημα στη διαφάνεια και την ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, απαρτίζεται από ένα τεράστιο κράτος που μπορεί να παρέμβει παντού χωρίς ουσιαστικές δικλείδες ασφαλείας – θεσμικούς ελέγχους και μηχανισμούς εξισορρόπησης – τότε, για παράδειγμα, το όνειρο των γονέων της γενιάς μου, «μια θέση στο δημόσιο» καταλήγει να είναι πλήρως ορθολογική και αναγκαία.
Ποιος θα παρότρυνε τα παιδιά του να ασχοληθούν με το επιχειρείν τη στιγμή που πιστεύουν ότι το οικονομικό παιχνίδι στη χώρα του είναι στημένο; Φυσικά, μόνο οι γονείς που αποτελούν μέρος του στησίματος!
Ο φόβος για ρίσκο και η προτίμηση για μια θέση στο δημόσιο τομέα είναι απολύτως λογικές αποφάσεις όταν η οικονομία δεν είναι αξιοκρατική. Γιατί να επιλέξει κάποιος τις ανασφάλειες του ιδιωτικού τομέα, την επιπλέον εργασία και τις χαμηλότερες απολαβές, όταν μπορεί να βρει σταθερότητα στο δημόσιο, μακριά από την αβεβαιότητα της αγοράς;
Τα κίνητρα που έθεσε η ελληνική πολιτεία κατά τη διάρκεια των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης δημιούργησαν αυτό που βιώνουμε σήμερα. Το παιχνίδι ήταν προδιαγεγραμμένο και οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν ορθολογικά στις επιταγές του. Η συμπεριφορά μας ατομικά είναι ορθολογική, συλλογικά αποτελεί χαρακίρι.
Η αλλαγή πορείας δεν είναι απλώς ζήτημα δημόσιας πολιτικής. Χρειαζόμαστε κάτι βαθύτερο: έναν πολιτισμικό μετασχηματισμό - αλλαγή κουλτούρας. Τέτοιες αλλαγές συχνά συμβαίνουν μετά από μεγάλες κρίσεις ή καταστροφές. Δυστυχώς, η δεκαετής κρίση που μόλις ξεπερνάμε δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει την αναγκαία πολιτισμική στροφή που χρειαζόμαστε ως χώρα.