Τον περασμένο Δεκέμβριο, οι υπουργοί Υγείας των κρατών-μελών της ΕΕ συγκεντρώθηκαν προκειμένου να αποφασίσουν για μια νέα, ιδιαίτερα αυστηρή δέσμη μέτρων κατά του καπνίσματος. Σε αυτά περιλαμβάνονταν προτάσεις που έφταναν μέχρι την απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους εξωτερικούς χώρους και την αυστηροποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν όλα τα προϊόντα νικοτίνης, από τα συμβατικά τσιγάρα έως τα εναλλακτικά ή νεότερα προϊόντα καπνού, όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα θερμαινόμενα προϊόντα. Η πρόθεση να προστατευτεί η δημόσια υγεία μπορεί να θεωρηθεί καλοδεχούμενη, όμως η ένταση και η γενίκευση των περιορισμών προκάλεσαν έντονη κριτική. Σε μια ψηφοφορία που κατέληξε στη συναίνεση της πλειονότητας των υπουργών, η Ελλάδα και η Γερμανία αποφάσισαν να απέχουν, εκφράζοντας επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα και την επιστημονική τεκμηρίωση μιας τόσο «σκληρής» γραμμής.
Πίσω από αυτή τη στάση της Ελλάδας και της Γερμανίας κρύβεται η εύλογη ανησυχία ότι τέτοιου είδους μέτρα υπονομεύουν την αρχή της μείωσης βλάβης, ενώ θέτουν αδιάκριτες απαγορεύσεις σε περιβάλλοντα όπως τα υπαίθρια καφέ, οι ταράτσες εστιατορίων, οι παραλίες και οι χώροι αναψυχής. Σε ανοιχτούς χώρους, η φυσική κυκλοφορία του αέρα καθιστά την έκθεση στον καπνό αντικειμενικά πολύ μικρότερη από ό,τι στους κλειστούς χώρους. Εάν, λοιπόν, η ΕΕ ήθελε όντως να μειώσει το κάπνισμα, θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε πιο στοχευμένους περιορισμούς ή σε πολιτικές που ενθαρρύνουν τους καπνιστές να στρέφονται σε λιγότερο επιβλαβή προϊόντα. Αντί γι’ αυτό, με το πακέτο που τέθηκε σε ψηφοφορία, ουσιαστικά αμφισβητεί την ουσιαστική διάκριση μεταξύ παραδοσιακών τσιγάρων και λιγότερο βλαβερών εναλλακτικών, και προωθεί κάθετες απαγορεύσεις χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και ελλιπή καταλογισμό των κοινωνικό-οικονομικών συνεπειών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική στάση —εκφρασμένη δια του υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη— υπενθύμισε ότι ο ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων δεν είναι να επικυρώνουν άκριτα όποια πρόταση έρχεται από τις Βρυξέλλες. Η εν λόγω αποχή, σε σύμπλευση με τη γερμανική πλευρά, έστειλε το μήνυμα ότι η ΕΕ οφείλει να σέβεται τόσο την επιστημονική τεκμηρίωση όσο και τις επιμέρους πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η εξωτερική εστίαση και η υπαίθρια διασκέδαση είναι πυλώνας της οικονομίας, ιδίως σε τουριστικές ζώνες. Η απότομη και οριζόντια απαγόρευση του καπνίσματος σε κάθε ανοιχτό χώρο, χωρίς σαφή επιστημονικά δεδομένα που να αποδεικνύουν το όφελος, θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στον κλάδο της εστίασης και της φιλοξενίας. Ακόμα, οι επιστημονικές αβεβαιότητες σχετικά με τον πραγματικό κίνδυνο του παθητικού καπνίσματος σε ανοιχτό χώρο καθιστούν αυτή την παρέμβαση υπερβολική.
Αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν πραγματικά αφοσιωμένη στον στόχο της μείωσης του καπνίσματος, θα επένδυε στην καμπάνια για καινοτόμα προϊόντα που αποδεδειγμένα επιφέρουν λιγότερη βλάβη, και θα βοηθούσε τους καπνιστές να στραφούν σε αυτά, καθιστώντας τα ευρύτερα διαθέσιμα και οικονομικά προσιτά. Εντούτοις, επιλέγει μια σκληρή, εύκολη λύση, υποτιμώντας την πολυπλοκότητα του ζητήματος και παραβλέποντας τις ανάγκες των κρατών-μελών. Αυτό δεν είναι σοβαρή αντικαπνιστική πολιτική είναι απλώς μια αναπαραγωγή του πατερναλισμού που συγχέει την ασφάλεια με τη διαρκή απαγόρευση.
Η στάση του κ. Γεωργιάδη δεν καταδικάζει φυσικά την ουσία της προστασίας της δημόσιας υγείας. Θέτει απλώς το ζήτημα ότι μια πολιτική παρέμβαση οφείλει να στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα και να λαμβάνει υπόψη, τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Αν οι Βρυξέλλες προχωρήσουν σε μια εφαρμογή τύπου «ένα μοντέλο για όλους», υπάρχει ο κίνδυνος όχι μόνο να βρεθούν αντιμέτωπες με την αποτυχία της πολιτικής τους αλλά και να αποξενώσουν περαιτέρω τους Ευρωπαίους πολίτες που ήδη βλέπουν την ΕΕ ως γραφειοκρατικό μηχανισμό ελάχιστα ευαίσθητο στις τοπικές πραγματικότητες. Το επιμύθιο, λοιπόν, είναι σαφές: η Ευρώπη μπορεί να θέλει λιγότερους καπνιστές, ωστόσο δε θα τους κερδίσει με αψυχολόγητες απαγορεύσεις, αλλά με πολιτικές που κατανοούν το φαινόμενο του καπνίσματος και αναγνωρίζουν το σημαντικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν τα προϊόντα μειωμένης βλάβης.