Η κλιματική αλλαγή, που πλέον αναφέρεται ευρέως ως κλιματική κρίση, έχει καταλήξει να αποτελεί ένα άλλοθι για τις κυβερνήσεις παγκοσμίως, επιτρέποντάς τους να δικαιολογούν αποτυχίες, να αυξάνουν φόρους και να επεκτείνουν την επιρροή τους στην οικονομική δραστηριότητα. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται από την Ευρώπη, μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, με τις κυβερνήσεις να εκμεταλλεύονται την ατζέντα της κλιματικής κρίσης για δικούς τους σκοπούς.
Πρώτον, η κλιματική κρίση χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την ανεπάρκεια των κυβερνήσεων στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Είτε μιλάμε για πυρκαγιές στην Ελλάδα, είτε για πλημμύρες στην κεντρική Ευρώπη, είτε για τυφώνες στη Φλόριδα, οι πολιτικές ηγεσίες ξεκινούν πάντοτε τον απολογισμό με το πόσο κακό πράγμα είναι η κλιματική αλλαγή, λες και με την παραδοχή αυτή εμείς οι πολίτες πρέπει να χαμηλώσουμε τον πήχη των προσδοκιών που έχουμε από το κράτος σε ό,τι αφορά την προστασία των ζωών και των περιουσιών μας από φυσικές καταστροφές. Πλέον οι πολιτικοί, αντί να αντιμετωπίσουν την έλλειψη υποδομών και συντονισμού, παρουσιάζουν την κλιματική κρίση ως ακαταμάχητο εχθρό, αφήνοντας τα προβλήματα διαχείρισης στο απυρόβλητο. Ο τυφώνας Μίλτον, που άφησε πίσω του δεκάδες νεκρούς και προκάλεσε ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της προσέγγισης.
Δεύτερον, η κλιματική κρίση χρησιμεύει ως άλλοθι και για την επιβολή νέων φόρων, προσφέροντας στις κυβερνήσεις μια νέα πηγή εσόδων. Στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις έχουν προωθήσει φόρους για τις εκπομπές άνθρακα και “πράσινους” φόρους. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται οικονομικά στο όνομα της κλιματικής αλλαγής, ενώ οι κυβερνήσεις αυξάνουν τα έσοδά τους. Στον Καναδά, η κυβέρνηση του Τζάστιν Τρουντό έχει επιβάλει φόρους άνθρακα, οι οποίοι πλήττουν περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, με την πρόφαση της «κλιματικής δικαιοσύνης» στέλνοντας εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες στα όρια της φτώχειας.
Τρίτον, η κλιματική κρίση χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας μέσω επιδοτήσεων και κανονισμών. Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Καναδά, επιδοτούν αμφιλεγόμενα «πράσινα» έργα που συχνά ωφελούν μεγάλες επιχειρήσεις αντί να βελτιώνουν ουσιαστικά το περιβάλλον. Στην Ελλάδα, παρατηρούμε μεγάλες επιδοτήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους που προωθούνται ως «πράσινοι», όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ άλλες βασικές υποδομές παραμένουν υποχρηματοδοτούμενες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κρατική παρέμβαση οδηγεί σε στρεβλώσεις της αγοράς, με επιδοτήσεις και κανονισμούς που συχνά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα αντί για το περιβάλλον και το κάνουν αυτό εις βάρος της καινοτομίας και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Παρά τις διάφορες αποφάσεις που λαμβάνουν συλλογικά οι κυβερνήσεις σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο, η κλιματική κρίση - ως φαινόμενο - παραμένει ανεπηρέαστη, δε δείχνει να καλυτερεύει. Η καταστροφολογία συνεχίζεται, τα αιτήματα των πολιτικών για περισσότερο έλεγχο, εξουσία και χρήμα παραμένουν, ενώ η ανθρωπογενής επίδραση στο περιβάλλον δε φαίνεται να αντιστρέφεται. Αυτό που όλοι παραβλέπουν είναι το εξής: είτε τα μοντέλα που προβλέπουν τον Αρμαγεδώνα μέσα στις επόμενες δεκαετίες είναι σωστά είτε λάθος, η ανθρωπότητα θα έπραττε σοφά αν εναπόθετε τις ελπίδες της για το μέλλον στην τεχνολογία, την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη.
Αποδεδειγμένα, όταν μια χώρα φτάνει στο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών, μειώνει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα. Παράλληλα, είτε η κλιματική αλλαγή αποφευχθεί είτε όχι, οι άνθρωποι για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, θα πρέπει να στηριχτούν σε νέες τεχνολογίες και την καινοτομία ως μέσο προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Αντί λοιπόν να βασιζόμαστε σε γραφειοκράτες, πολιτικούς και ακραίους περιβαλλοντιστές που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα πρέπει να επενδύσουμε στην πρόοδο που πραγματικά φέρνει λύσεις - η κλιματική κρίση δε θα λυθεί από διακρατικές συμφωνίες αλλά από τους Ίλον Μασκ αυτού του κόσμου.