Η Νέα Παγκόσμια Τάξη του Τραμπ

Αναλυτές από κάθε ιδεολογικό χώρο στην Ευρώπη –δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί– έχουν αποτύχει επανειλημμένα να κατανοήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ και το φαινόμενο του Τραμπισμού. Η πιο πρόσφατη απόδειξη αυτής της αδυναμίας είναι οι αντιδράσεις στις προκλητικές δηλώσεις του για τη Γροιλανδία, τον Παναμά και τον Καναδά. Οι δηλώσεις αυτές ερμηνεύονται ως γραφικότητες, απειλές ή ένδειξη ενός απομονωτικού προσανατολισμού. Ωστόσο, όσοι σπεύδουν να απορρίψουν τις απόψεις του Τραμπ ως απλά παραληρηματικές, αγνοούν το βαθύτερο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του. Για να κατανοήσουμε αυτές τις δηλώσεις, πρέπει να ανατρέξουμε στο δόγμα «America First» και να το δούμε μέσα από το πρίσμα της ιστορίας των τελευταίων 80 ετών.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν στην κορυφή του κόσμου, κατέχοντας τη μεγαλύτερη στρατιωτική και οικονομική ισχύ. Αντί να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ισχύ για να αποκτήσουν εδάφη ή να επιβάλουν άμεσο έλεγχο σε κατεστραμμένες χώρες, οι ΗΠΑ επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους για να ξαναχτίσουν τόσο τους συμμάχους τους όσο και τους ηττημένους εχθρούς τους. Η ανοικοδόμηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας υπήρξε καθοριστική για τη σταθερότητα του μεταπολεμικού κόσμου.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ ανέλαβαν τον ρόλο του υπερασπιστή της ελευθερίας και της δημοκρατίας απέναντι στη σοβιετική απειλή. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, έγιναν ο «παγκόσμιος αστυνόμος», προασπίζοντας την παγκόσμια εμπορική τάξη και τη σχετική ειρήνη. Το λεγόμενο «Δόγμα της Ουάσινγκτον» κυριάρχησε για δεκαετίες, προωθώντας την παγκοσμιοποίηση και την ελεύθερη αγορά.

Όμως, το τίμημα για τον αμερικανικό λαό, ειδικά για τις κοινωνικές τάξεις που ανέδειξαν τον Τραμπ ως υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών και εν συνεχεία δύο φορές νικητή των προεδρικών εκλογών, ήταν τεράστιο. Ενώ οι ΗΠΑ διασφάλιζαν τη σταθερότητα παγκοσμίως, τμήματα της εγχώριας κοινωνίας υπέφεραν. Οι θέσεις εργασίας τους μεταφέρονταν σε χώρες χαμηλού κόστους, οι μισθοί παρέμεναν σχετικά στάσιμοι και η πολιτική πόλωση αυξανόταν. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες έβλεπαν τη χώρα τους να ξοδεύει τρισεκατομμύρια δολάρια σε πολέμους και στρατιωτικές βάσεις, ενώ οι ίδιοι ή οι γείτονές τους δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα.

Σήμερα, καθώς η Κίνα συνεχίζει να ανεβαίνει, η Ρωσία, με το τεράστιο πυρηνικό απόθεμα, να απειλεί, και χώρες όπως οι BRICS να προωθούν μια αντιδυτική ατζέντα, δύο διαφορετικές στρατηγικές για το μέλλον της Αμερικής συγκρούονται. Από τη μία πλευρά, ο Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του προσπάθησαν να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, συνδέοντας τα εθνικά συμφέροντα με τη διεθνή σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ βλέπει τον κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Δεν ενδιαφέρεται να διατηρήσει το status quo. Προτεραιότητά του είναι να φέρει «νίκες» στους Αμερικανούς πολίτες, ακόμα κι αν αυτές οι νίκες διαταράξουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους.

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του America First, η αμερικανική γενναιοδωρία των τελευταίων 80 ετών δεν υπήρξε πηγή σταθερότητας, αλλά πηγή εκμετάλλευσης. Η Ευρώπη, σύμφωνα με αυτή την οπτική, επωφελήθηκε από τις αμερικανικές θυσίες στο εμπόριο, τις υποδομές, την ενέργεια και κυρίως την άμυνα χωρίς να ανταποδίδει επαρκώς. Γι' αυτό ο Τραμπ έχει αποκαλέσει αρκετές φορές τους προκατόχους του κορόιδα και ανίκανους, άλλωστε.

Οι τελευταίες δηλώσεις για τη Γροιλανδία, τον Παναμά και τον Καναδά ενσαρκώνουν ακριβώς αυτήν τη λογική. Η Δανία, υποστηρίζει ο Τραμπ, έχει επιτρέψει στη Ρωσία να αποκτήσει κυριαρχία στον Αρκτικό Δρόμο. Ο Παναμάς έχει παραδώσει τον έλεγχο της Διώρυγας στην Κίνα. Και ο Καναδάς εξαρτάται πλήρως από τις ΗΠΑ για την άμυνά του, ενώ διατηρεί μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι δηλώσεις αυτές δεν είναι απλώς προκλήσεις, αλλά παγίδες διαπραγμάτευσης. Ο Τραμπ, συχνά μιλώντας αυθόρμητα, προσπαθεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση πριν από οποιαδήποτε συμφωνία. Οι Ευρωπαίοι αναλυτές που θεωρούν αυτές τις δηλώσεις «τρελές» ή «γραφικές» παραβλέπουν τη στρατηγική πίσω από αυτές. Ο Τραμπ δεν αρκείται στο να ξεκινάει συζητήσεις. Είναι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει την αμερικανική ισχύ για να πετύχει τους στόχους του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να κλονίσει τις υπάρχουσες συμμαχίες. Και αυτό είναι το σημείο όπου τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα για την Ευρώπη.

Εάν η Ευρώπη συνεχίσει να αγνοεί τα σήματα που στέλνει ο Τραμπ, κινδυνεύει να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου οι ΗΠΑ θα μειώσουν τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξή τους προς την ήπειρο. Σε έναν κόσμο όπου η παγκοσμιοποίηση παρακμάζει και οι περιφερειακές συμμαχίες γίνονται πιο σημαντικές, η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να θεωρεί τις ΗΠΑ δεδομένες ή αν θα προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Το μήνυμα του Τραμπ είναι ξεκάθαρο: η Αμερική θα βάζει πλέον τα δικά της συμφέροντα πάνω από τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης. Αν η Ευρώπη δεν το λάβει υπόψη της, το μέλλον της θα είναι γεμάτο αβεβαιότητες.