Μισή Ελλάδα δεν εμπιστεύεται την αντιπολίτευση: Τι σημαίνει για τη Δημοκρατία μας;

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις μας λένε ότι «ένας στους δύο πολίτες δεν εμπιστεύεται την αντιπολίτευση, θεωρώντας πως δεν προσφέρει ουσιαστική εναλλακτική προοπτική». Η Δημοκρατία ευδοκιμεί όταν λειτουργούν ομαλά όλες οι πλευρές του πολιτικού συστήματος: μια κυβέρνηση με καθαρή εντολή και μια αντιπολίτευση ικανή να ελέγχει, να προτείνει και να πείθει ότι έχει θετικό όραμα για τη χώρα.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης σε αυτή τη δεύτερη πτυχή αφήνει την κυβέρνηση, όποια και αν είναι, ανεμπόδιστη να ασκεί πολιτική με ελάχιστο ανταγωνισμό ιδεών. Ένα κομμάτι του προβλήματος φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια την αντιπολίτευση. Πολλοί πολίτες αντιλαμβάνονται ότι στερείται πειστικού σχεδίου. Αντί να παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο αφήγημα για το πώς θα κινηθεί η οικονομία, η δημόσια διοίκηση, ή οι διεθνείς σχέσεις, συχνά μένει στη ρητορική της καταγγελίας και της ανέξοδης κριτικής. Ο ψηφοφόρος όμως, που ήδη έχει υποστεί αρκετούς κραδασμούς (από οικονομικές κρίσεις έως πανδημικά σοκ), ζητά μια ρεαλιστική εναλλακτική. Όταν αυτή η εναλλακτική δεν παρουσιάζεται πειστικά, η εμπιστοσύνη χάνεται. 

Παράλληλα, υπάρχει και η όψη της «υπερ-προσωποποίησης». Πολλές φορές, κεντρικές φιγούρες της αντιπολίτευσης έχουν φθαρεί είτε από παλαιότερες θητείες είτε από κουρασμένες ηγετικές ομάδες που επαναλαμβάνουν τις ίδιες υποσχέσεις χωρίς να δίνουν λεπτομέρειες για το πώς θα τις εφαρμόσουν. Έτσι, η κοινή γνώμη βλέπει πρόσωπα γνώριμα και προγράμματα μάλλον θολά, τα οποία δεν εμπνέουν την αίσθηση ενός νέου ξεκινήματος. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην αντιπολίτευση, πάντως, δεν είναι ευνοϊκή ούτε για την κυβέρνηση. Όσο η πλειοψηφία αισθάνεται πως η άλλη πλευρά δεν έχει «αξιόλογη πρόταση», το πολιτικό παιχνίδι εκφυλίζεται σε μια καχεκτική σύγκρουση χωρίς ουσιαστικό διάλογο. 

Από τη μία, η κυβέρνηση έχει το πεδίο ελεύθερο για να αποφασίζει κατά βούληση, και αυτό μπορεί να οδηγεί σε υπερεξουσίες ή στην αίσθηση «μονοκρατορίας». Από την άλλη, το αίσθημα «δεν υπάρχει εναλλακτική» τροφοδοτεί τη λαϊκή απογοήτευση, η οποία μπορεί να εκτονωθεί σε ακραίες επιλογές: αποχή, ψήφο διαμαρτυρίας σε άκρα ή ακόμα και σε ευκαιριακά σχήματα διαμαρτυρίας. 

Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να κάνει μια σύγχρονη αντιπολίτευση για να καλύψει αυτό το κενό εμπιστοσύνης; Πρώτον, να επενδύσει σε ένα σαφές και κοστολογημένο πρόγραμμα που απευθύνεται σε κρίσιμους τομείς: οικονομία, φορολογική πολιτική, ψηφιακή μετάβαση, ενέργεια. Δεύτερον, να ανανεώσει το ανθρώπινο δυναμικό της, καθώς τα ίδια πρόσωπα δύσκολα ενθουσιάζουν πάλι την κοινωνία. Έπειτα, να προβάλλει σταθερά ένα ευρύτερο όραμα για το πώς η χώρα θα σταθεί ανταγωνιστικά στον κόσμο: όχι μόνο κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης, αλλά και θετικές λύσεις που θα αγγίζουν τις αληθινές ανησυχίες του πολίτη.

Στο βάθος, βέβαια, υπάρχει πάντα το ερώτημα της πολιτικής κουλτούρας: μήπως εδώ και δεκαετίες, οι αντιπολιτεύσεις δεν κατάφεραν να διαχωρίσουν αρκετά τον ρόλο τους από τον λαϊκισμό ή την «πλειοδοσία υποσχέσεων»; Όσο διατηρείται αυτός ο φαύλος κύκλος, ο πολίτης δυσπιστεί. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή για μια ουσιαστική «επανεκκίνηση» — με μικρές, συνεκτικές κινήσεις που θα δείξουν σοβαρότητα και ικανότητα διακυβέρνησης, αντί για γενικευμένα ευχολόγια. Σε τελική ανάλυση, η Δημοκρατία απαιτεί ισορροπία: μια κυβέρνηση που λογοδοτεί σε ένα ουσιαστικό, αξιόπιστο αντίπαλο δέος.