Στην επιτακτική ανάγκη η Ευρώπη να δαπανήσει πολύ περισσότερα χρήματα για να αντιμετωπίσει τη κλιματική αλλαγή, είχε αναφερθεί ο Πρωθυπουργός μετά τον Daniel.
Στην ίδια ανάγκη, η ΕΕ να προσαρμόσει τις πολιτικές της στη νέα κλιματική πραγματικότητα, επιμένει και ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θοδωρής Σκυλακάκης στα Συμβούλια των Υπουργών Περιβάλλοντος.
Αλλά όπως μας θύμισε προ ημερών ο ESM, πουθενά στους κοινοτικούς υπολογισμούς δεν έχουν ακόμη προβλεφθεί οι αναγκαίοι πόροι για τη κλιματική κρίση.
Μπροστά σε ένα δύσκολο καλοκαίρι, ο κ. Σκυλακάκης ανοίγει τα χαρτιά του στο Liberal και μιλά για τα μέτρα που έχει λάβει η Ελλάδα και για την ανάγκη να αφυπνιστεί η ΕΕ, ώστε η πράσινη μετάβαση να γίνει πιο οικονομική και να εξοικονομηθούν κεφάλαια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αφού όλα βγαίνουν από τον ίδιο κορβανά.
Χρειαζόμαστε πολιτικές αποδοτικές, όχι ιδεολογικά φορτισμένες, όπως λέει, ρεαλιστικότερους στόχους, παρά υπερφιλόδοξους που υπονομεύουν τη μάχη κατά της κρίσης. Ειδάλλως η μετάβαση θα χάσει τη λαική αποδοχή και θα καταρρεύσει πολιτικά, τονίζει ο ΥΠΕΝ, που παρομοιάζει την Ελλάδα με το «καναρίνι» στο ορυχείο.
Όπως οι ανθρακωρύχοι του 20ου αιώνα χρησιμοποιούσαν αυτά τα πτηνά για να καταλαβαίνουν αν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση δηλητηριωδών αερίων, έτσι σήμερα και η Ελλάδα, είναι η πιο ευάλωτη χώρα της Ευρώπης απέναντι στις κλιματικές καταστροφές.
Μιλά επίσης για τα αυθαίρετα, το τέλος στη διάχυση αρμοδιοτήτων και πολιτικής ευθύνης που φέρνει το νέο νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, για τα εκατομμύρια παράνομα κτίσματα που έχουν αποκαλύψει οι κατά καιρούς τακτοποιήσεις και εξηγεί γιατί ποτέ μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος δεν κατέγραψε τα αυθαίρετα στα δάση. Για τον απλούστατο λόγο ότι αν τα κατέγραφε, θα όφειλε μετά και να πάρει δυσάρεστες πολιτικά αποφάσεις…
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τα αυθαίρετα στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένα με τις τακτοποιήσεις, το πελατειακό Κράτος και τη διαιώνιση της παρανομίας, όχι με τις κατεδαφίσεις. Γιατί αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά; Διότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αφορά μόνο κατεδαφίσεις, όχι κάτι άλλο, και καθιερώνει τη προτεραιοποίηση των καινούργιων, κάτι που εμπόδιζε ως τώρα τις κατεδαφίσεις.
Τί συνέβαινε μέχρι σήμερα; Στα μέχρι τώρα πρωτόκολλα κατεδάφισης αναμειγνύονταν αυθαίρετα 50 και 60 ετών, δηλαδή από το μακρινό παρελθόν, με νεότερα, π.χ. 5-10 ετών και με τα τωρινά. Το γεγονός δημιουργούσε μια συνολική αντίδραση, όλων όσοι είχαν μέχρι σήμερα αυθαιρετήσει, που πολιτικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν και να μπλοκάρουν την κατεδάφιση.
Στο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο -που θέσαμε, προσφάτως, σε δημόσια διαβούλευση- ξεκινάμε από τα καινούργια, ώστε να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα έχουμε νέες γενιές αυθαιρέτων- κάτι που είναι και ο σκοπός μας-και πηγαίνουμε, σταδιακά, προς τα πίσω, στα παλαιότερα με μια συγκεκριμένη σειρά προτεραιοτήτων. Δεν αναμειγνύονται, δηλαδή, τα παλαιά με τα νέα αυθαίρετα.
Στην πράξη, με τον τρόπο αυτό επιχειρούμε να αφαιρέσουμε από την εξίσωση τον ηθικό κίνδυνο. Διότι μέχρι τώρα, κάθε νομιμοποίηση, ακόμη και αν ήταν λογική, ενθάρρυνε στην ουσία, την επόμενη παρανομία. Εάν καταστεί ανέφικτη η νέα παρανομία, τότε γίνεται και πιο εφικτό να λύσουμε το θέμα της παλαιότερης δόμησης, εν μέρει με κατεδαφίσεις και εν μέρει με πολεοδομικές ρυθμίσεις για κάποια από τα προ του 2011 ακίνητα. Πολεοδομικές ρυθμίσεις που διορθώνουν -κατά το δυνατόν- το πρόβλημα που, επί της ουσίας, δημιούργησε η αυθαιρεσία.
Το μήνυμα είναι απλό «όποιος κτίζει αυθαίρετο, να ξέρει ότι θα κατεδαφιστεί».
Πώς θα αλλάξει,όμως, η κακή προϊστορία; Τί σας κάνει να πιστεύετε ότι σε μια χώρα όπου αυθαίρετα με πρωτόκολλα κατεδάφισης παραμένουν ανέγγιχτα σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και για 5-10 χρόνια, θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες και θα μειωθούν σε μερικές εβδομάδες, όπως αναφέρει το νομοσχέδιο ή έστω κάποιους μήνες εφόσον ο ιδιοκτήτης προσφύγει σε ένδικα μέσα;
Κάνουμε δύο πράγματα: Καταρχάς, τελειώνει η διάχυση αρμοδιοτήτων που υπάρχει σήμερα, άρα και η διάχυση της πολιτικής ευθύνης. Την ευθύνη την αναλαμβάνει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μαζί με το Υπουργείο Υποδομών που επωμίζεται τις εργολαβίες. Ακόμη και αν κάποια αποτύχει, ευθύνη για τις κατεδαφίσεις θα έχει και το ΥΠΕΝ, έτσι ώστε να υπάρχει παντού πλήρης κάλυψη, με ενεργή εργολαβία
Μαζί με την ευθύνη των κατεδαφίσεων, αναλαμβάνουμε και όλη την επιχειρησιακή ευθύνη, συν το γεγονός ότι αξιοποιούμε τα τεχνολογικά εργαλεία, δηλαδή δορυφορικές εικόνες, drones και αεροφωτογραφίες, μέσω των οποίων θα ελέγχεται αν για ένα ακίνητο υπάρχει άδεια ή όχι. Στη πράξη, όποιος δεν έχει άδεια θα εντοπίζεται και έτσι θα περιορίζεται, σημαντικά, ο χρόνος ελέγχου.
Το «κλειδί» βρίσκεται στη συγκέντρωση σε μια υπηρεσία, η οποία δεν είναι ευάλωτη σε τοπικές πιέσεις. Επιπρόσθετα, ο εντοπισμός των αυθαιρέτων δεν θα γίνεται, πλέον, τοπικά, αλλά κεντρικά με τη χρήση της τεχνολογίας. Ο υπάλληλος μιας τοπικής υπηρεσίας δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει στον κάτοχο του αυθαίρετου κάποια παράταση ή οτιδήποτε σε αυτή την κατεύθυνση.
Πώς εξηγείτε ότι ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε πόσα είναι τα αυθαίρετα στις οικιστικές πυκνώσεις, δηλαδή μέσα στα δάση;
Πράγματι το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι μέχρι σήμερα το Κράτος δεν έχει καταγράψει τα αυθαίρετα στα δάση.
Η απάντηση στο «γιατί» δεν το έχει κάνει, βρίσκεται στο γεγονός ότι αν τα κατέγραφε, θα έπρεπε και να αναλάβει τις ανάλογες ευθύνες που αυτό θα σήμαινε. Δεν τα κατέγραφε, λοιπόν, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήξερε τι να κάνει με όλα αυτά!
Εάν τα συγκέντρωνε όλα σε μια βάση δεδομένων και γνώριζε τον αριθμό τους θα όφειλε και να πάρει δυσάρεστες πολιτικές αποφάσεις. Πώς, όμως, να παρέμβεις σε 90.000-100.000 αυθαίρετα κτίσματα μεταξύ των οποίων και πολλές πρώτες κατοικίες κτισμένες προ δεκαετιών; Ήταν, λοιπόν, προτιμότερο να μην γνωρίζει πόσα και που είναι, ώστε να μπορεί να αποστεί των ευθυνών του.
Επίσης, δεν είχε ενεργοποιήσει τη διαδικασία της προτεραιοποίησης, αλλά αντιμετώπιζε τα παλαιά αυθαίρετα, ακριβώς όπως τα καινούργια, με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις να είναι τεράστιες.
Σκεφτείτε ότι όταν η ελληνική πολιτεία προέβη κατά το παρελθόν στις μεγάλες τακτοποιήσεις αυθαιρέτων, οι αυθαιρεσίες που δηλώθηκαν ήταν εκατομμύρια. Η αυθαιρεσία, δηλαδή, ήταν ένα εκτεταμένο φαινόμενο. Τόσο εκτεταμένο, ώστε να δημιουργεί δομικό πρόβλημα στο ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Τα μέτρα του νομοσχέδιου που βγάλατε σε διαβούλευση, τόσο αυτά για το περιβάλλον όσο και εκείνα για να γίνει πιο αποδοτικό το ενεργειακό σύστημα και να μειωθεί το κόστος για τους καταναλωτές, πώς συνδέονται με την ανάγκη της χώρας να προσαρμοσθεί στην κλιματική κρίση και να πετύχει τους στόχους μείωσης των εκπομπών CO2;
Συνδέονταιαπολύτως! Έχουμε δύο πτυχές: Η πρώτη αφορά στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της πράσινης μετάβασης (mitigation). Είναι ανάγκη να γίνεται με μικρότερο κόστος, και πότε συμβαίνει αυτό; -,Όταν οι επενδύσεις δεν έχουν μεγάλες περιόδους αναμονής, τις οποίες ο επενδυτής θα χρεώσει στον καταναλωτή και όταν δεν υπάρχουν θηριώδεις επιδοτήσεις, τις οποίες,επίσης, θα πληρώσει τελικά ο πολίτης.
Χρειαζόμαστε, δηλαδή, μια πράσινη μετάβαση ταχύτερη και φθηνότερη, με πιο γρήγορες διαδικασίες, λιγότερες επιδοτήσεις και υιοθέτηση όσο το δυνατόν πιο αποδοτικών τεχνολογιών. Χρειάζεται, επομένως, να κοιτάξoυμε και εμείς και η Ευρώπη πώς αυτή η δεύτερη φάση της μετάβασης θα γίνει πολύ πιο οικονομικά από την πρώτη.
Η δεύτερη πτυχή είναι ότι όλα τα χρήματα, τόσο για τη πράσινη μετάβαση όσο και για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (adaptation), θα βγουν από τον ίδιο κορβανά.
Για να μπορέσει ο κορβανάς να τις χρηματοδοτήσει πρέπει:Πρώτον να σταματήσουν πρόσθετες φιλοδοξίες, οι οποίες έχουν μεγάλο κόστος. Αυτό που η Ευρώπη έχει δεσμευτεί να δώσει, αυτό να δώσει, ειδάλλως κινδυνεύει το λεγόμενο“Green Deal” να καταρρεύσει πολιτικά.
Και η πολιτική υπονόμευση θα έρθει όταν δεν θα έχεις πόρους για να χρηματοδοτήσεις μέτρα προσαρμογής στη κλιματική κρίση, που θα γίνονται αναγκαίοι λόγω μεγάλων καταστροφών που έχουν, ήδη, ξεκινήσει.
Σε ό,τι αφορά στη κλιματική κρίση, φέτος καταγράφονται ασυνήθιστα υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και αλλού. Σας ανησυχεί ότι φέτος μπορεί να ζήσουμε ακόμη πιο δύσκολα κλιματικά φαινόμενα; Και τί κάνουμε γι’ αυτό;
Η κλιματική κρίση για τα επόμενα 30 χρόνια είναι δεδομένη, ό,τι και να κάνουμε. Έρχεται ταχύτερα από όσο ι οποιοσδήποτε υπολογίζει και δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο αργοπορίας. Κάποιες περίοδοι θα είναι πιο θερμές, άλλες λιγότερο.
Το φετινό καλοκαίρι θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί ξεκινάμε από πολύ νωρίς με μειωμένη υγρασία. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και όσα υπολογίζαμε ότι θα έχουμε κάνει εγκαίρως, μπορεί να αποδειχτούν λίγα για κάποια δάση.
Η απάντηση στο ερώτημα σας είναι ότι ξεκινήσαμε νωρίτερα από κάθε άλλη χρόνια τα προγράμματα AntiNero, που αξιοποιούν πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη δημιουργία μικτών αντιπυρικών ζωνών για τη μείωση της ταχύτητας εξάπλωσης πυρκαγιών, μαζί με τη διευκόλυνση της προσέγγισης των δασοπυροσβεστών στην περιοχή, όπως και των πυροσβεστικών οχημάτων.
Το ίδιο και με τους καθαρισμούς δασών και δασικών εκτάσεων και τη συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου. Επίσης, γίνεται, πλέον, υποχρεωτικός ο καθαρισμός γύρω από το σπίτι κατά την αντιπυρική περίοδο, μαζί με μια μικρή μελέτη πυρασφάλειας. Και φυσικά πρόκειται σύντομα να ψηφιστεί η μεταρρύθμιση για τον εξορθολογισμό της διαχείρισης, προστασίας και εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών.
Το ότι κάνουμε πράγματα, δεν σημαίνει και ότι είναι αρκετά, καθώς πάνω από τα μισά ελληνικά δάση και σχεδόν όλα στις επικίνδυνες περιοχές βρίσκονται εκτός διαχείρισης εδώ και 50 τουλάχιστον χρόνια.
Τα προγράμματα AntiNero είναι ασφαλώς σημαντικά, αλλά δεν μπορούν να καλύψουν τον μισό και πλέον αιώνα συσσώρευσης επικίνδυνης καύσιμης ύλης στα δάση. Αυτή για να απομακρυνθεί απαιτεί πολύ χρόνο, μέσω ενός νέου συστήματος διαχείρισης δασών, που τώρα μόλις νομοθετείται.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η πρόσφατη αντίρρηση της Ελλάδας στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος στη πρόταση της Κομισιόν για μείωση μέχρι το 2040 κατά 90% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, δεν ήταν κάτι το τυχαίο. Συνδέεται με όλη αυτή τη νέα προσέγγιση για τη πράσινη μετάβαση και για πιο ρεαλιστικές πολιτικές, συμβατές με τα δημοσιονομικά και τις αντοχές των πολιτών;
Συνδέεται με τη διαπίστωση ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ. Το κλίμα έχει αλλάξει και οι πόροι που θα χρειαστούν για τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης, όπως επεσήμανε προ ημερών και ο ESM, δεν έχουν προβλεφθεί πουθενά στους κοινοτικούς υπολογισμούς για τη μετάβαση.
Τί μας είπε ο ESM; Οτι το ζοφερό σκηνικό της κλιματικής αλλαγής, είναι ήδη εδώ και απειλεί το οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα της Ευρώπης. Οτι οι κλιματικοί κίνδυνοι είναι εντονότατοι και για χώρες με μέγεθος χρέους, όπως αυτού της Ελλάδας, μια ασυνήθιστα σκληρή ξηρασία θα μεταφραζόταν σε πρόσθετες δαπάνες, επιβαρύνοντας, σημαντικά, τα δημοσιονομικά.
Την ίδια στιγμή, στα κοινοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία δεν υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη πόρων για τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης, δεν έχουν δεσμευτεί σημαντικά κονδύλια. Στην πραγματικότητα, αυτό που αναδεικνύει ο ESM είναι ότι παρά τις καταστροφές που υπέστησαν, πέρυσι, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η Κομισιόν παραβλέπει ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ. Οτι συμβαίνει τώρα!
Μιλάμε για Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), αλλά μας λείπει η προσαρμογή στο νέο κλίμα.
Το διαπιστώσαμε με πικρό τρόπο από την εμπειρία της κακοκαιρίας «Daniel», καθώς και από άλλα γεγονότα. Δείτε. Είμαστε στα μέσα Απριλίου, ο χειμώνας φέτος σχεδόν δεν ήρθε, το καλοκαίρι μπήκε από την άνοιξη με θερμοκρασίες 28 και 30 βαθμών και το ερώτημα είναι ποιoς έχει προβλέψει του πόρους για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή;
Μετά τον «Daniel», είχε αναδειχθεί από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στη Σύνοδο Κορυφής ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ διαθέτει ελάχιστους πόρους, σχεδιάστηκε για μια άλλη εποχή και πρέπει να επανασχεδιαστεί. Έχει αλλάξει έκτοτε κάτι; Τί αποκομίζετε όταν θέτετε στα Συμβούλια Υπουργών το θέμα της πρόληψης;
Καταρχάς, το Ταμείο Αλληλεγγύης σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες απέναντι στα κλιματικά φαινόμενα συνεχίζει να έχει ελάχιστα χρήματα.
Στο δε, Συμβούλιο Υπουργών, επειδή με ρωτάτε, πράγματι έχω θέσει το θέμα.
Προσπαθώ να πείσω τους ομολόγους μου ότι είναι ανάγκη να κατευθυνθούν ευρωπαϊκοί πόροι στην κλιματική προσαρμογή, στη πρόληψη και όχι μόνο στις πολιτικές μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Αλλά δεν εισπράττω αντιδράσεις, ούτε θετικές ούτε αρνητικές. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό.
Σαν να πρόκειται για ένα θέμα που δεν είναι έτοιμοι να συζητήσουν. Σαν να μην έχουν προετοιμαστεί απέναντι στον κίνδυνο που αναδεικνύει ακόμα και ο ESM.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είναι «όπως το καναρίνι στο ορυχείο». Το καναρίνι, να σας θυμίσω ότι το χρησιμοποιούσαν τους προηγούμενους αιώνες οι ανθρακωρύχοι για να καταλαβαίνουν αν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση δηλητηριωδών αερίων στα ορυχεία.
Η Ελλάδα θυμίζει σήμερα το «καναρίνι» στο ορυχείο της κλιματικής αλλαγής. Όπως και το καναρίνι, έτσι και η Ελλάδα, είναι ίσως η πιο ευάλωτη χώρα της Ευρώπης απέναντι στις καταστροφές που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
Σας ακούμε εξαιρετικά ανήσυχο. Καταλαβαίνω ότι το πρόβλημα δεν επιλύεται σε επίπεδο χώρας, αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπετε και ανάλογες κινήσεις σε επίπεδο ΕΕ. Επομένως;
Αυτό το πρόβλημα όντως δεν λύνεται σε επίπεδο μιας χώρας. Εδώ πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα τρία πράγματα:
Το πρώτο είναι οι πολιτικές προσαρμογής απέναντι στη κλιματική κρίση (adaptation) να περιγραφούν και να τις θεωρήσουμε στην Ευρώπη ως ένα πραγματικό, σημερινό πρόβλημα και όχι ως ένα μελλοντικό. Η κλιματική κρίση συμβαίνει τώρα.
Το δεύτερο είναι οι βασικές πολιτικές της πράσινης μετάβασης για τη μείωση των εκπομπών CO2 που θέτει η ΕΕ (mitigation) να σταθεροποιηθούν και να εγκαταλειφθούν όποιοι νέοι υπερφιλόδοξοι στόχοι, καθώς δεν υπάρχουν χρήματα για να υποστηριχθούν περαιτέρω φιλοδοξίες. Καλύτερα να βάζεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων. Διότι δεν έχει ληφθεί καμία σοβαρή
πρόνοια, για το πρώτο σκέλος, δηλαδή για τη προσαρμογή στη κλιματική κρίση, η οποία είναι εδώ.
Ταυτόχρονα, πρέπει να αυξηθεί πάρα πολύ η αποδοτικότητα αυτών των πολιτικών, έτσι ώστε να πετύχουμε τους στόχους μείωσης των εκπομπών CO2, αλλά με χαμηλότερα κόστη. Αυτή η προσέγγιση θα αποτυπώνεται και στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο τελεί υπό επεξεργασία και θα το αποστείλουμε στη Κομισιόν έως τον Ιούνιο. Στόχος να περιλαμβάνει «πράσινες» πολιτικές, που θα είναι περισσότερο συμβατές με τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας και τις αντοχές των πολιτών.
Οι πολιτικές αυτές πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερο αποτελεσματικές και πολύ λιγότερο ιδεολογικά φορτισμένες. Οπου υπάρχει ιδεολογική προκατάληψη ή ιδεοληπτική προσέγγιση πρέπει να φύγει από τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Το τρίτο είναι ότι στο πλαίσιο της παγκόσμιας διαπραγμάτευσης οι ευρωπαϊκές οικονομίες που πρόκειται να επωμιστούν πολύ μεγάλο από αυτό το κόστος, πρέπει να προστατευτούν καλύτερα από τις δυσμενείς επιπτώσεις των «πράσινων» πολιτικών. Οχι με ύψωση τειχών και πλήγμα στο διεθνές εμπόριο, αλλά με ταχύτερες πολιτικές στον πλανήτη, συνολικά, σε σχέση με το CO2.
Για να το πω απλά:Υπάρχουν πάρα πολύ παραγωγικές επενδύσεις για να μειωθούν οι εκπομπές CO2 εκτός Ευρώπης. Εμείς ως Ευρώπη πρέπει να βρούμε τρόπους να ενθαρρύνουμε τις τρίτες χώρες να επενδύσουν σε αυτές.
Είναι απολύτως προβληματικό να συνεχίζουμε να παλεύουμε ως μοναχικοί πρωτοπόροι , γιατί αυτή η μοναχική «πάλη», όσο παραμένει μοναχική, δεν οδηγεί σε επαρκές αποτέλεσμα. Αυτές οι επενδύσεις για να δουλέψουν πρέπει να έχουν δυο χαρακτηριστικά: Γρήγορη υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών, μαζί με υψηλή ζήτηση και οικονομίες κλίμακας. Αυτό σημαίνει πιο ισχυρή παγκόσμια πολιτική.
Η Ευρώπη έχει ένα πολύ μικρό κομμάτι των παγκόσμιων εκπομπών CO2 για να φιλοδοξεί ότι θα λύσει το πρόβλημα μόνη της. Και όσο περισσότερο επενδύουμε μόνοι μας τόσο πιο υψηλό είναι το κόστος των επενδύσεων. Άλλη απόδοση έχουν οι δαπάνες όταν παλεύουν όλοι μαζί κατά της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή και πιο μεγάλοι από εμάς ρυπαντές, π.χ.Κίνα και ΗΠΑ, και άλλη όταν είναι κανείς πιο μοναχικός, γεγονός που κάνει ακόμη πιο δυσβάσταχτα τα κόστη.
Βλέπετε περιθώρια να αλλάξει αυτό που περιγράφετε ή έχουμε χάσει το παιχνίδι και η Ευρώπη θα συνεχίσει να παλεύει μόνη της;
Βλέπω κινήσεις που μας δείχνουν ότι μπορούμε να πάμε πολύ πιο γρήγορα. Η Κίνα,για παράδειγμα, πρόσθεσε το 2023 περισσότερα GW ηλιακής ενέργειας, από ότι όλος ο υπόλοιπος πλανήτης μαζί. Και οι ΗΠΑ υπό την Προεδρία Μπάιντεν κινούνται με άλλες ταχύτητες.
Υπάρχουν δυνατότητες για να έχουμε ταχύτερη πορεία προς αυτή την κατεύθυνση,αλλά θα πρέπει να ξαναδούμε τις ευρωπαϊκές πολιτικές, μετά τις Ευρωεκλογές και να βρούμε πόρους να χρηματοδοτήσουμε την προσαρμογή.
Τα εκλογικά σώματα απαιτούν και τοπική δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.Τώρα επομένως, που υπάρχει ακόμη κάποιος ελάχιστος διαθέσιμος χρόνος, πρέπει να κάνουμε πολύ πιο αποτελεσματικές τις πολιτικές για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το «adaptation».
Τελικά, η πράσινη μετάβαση, εφόσον σχεδιαστεί σωστά, μπορεί να αντιμετωπίσει τη κλιματική αλλαγή ή απλώς θα μειώσει τον όποιο «λογαριασμό» στο μέλλον; Και είναι αναπόφευκτο ότι θα πληρώσουμε τον τωρινό «λογαριασμό» επειδή αφορά στη ζημιά που κάναμε στο περιβάλλον;
Σωστά το λέτε, έχει έρθει η ώρα του «λογαριασμού» για όσα κάναμε κατά το παρελθόν. Οσα συμβαίνουν τώρα είναι «γραμμάτια» που καλούμαστε να πληρώσουμε για τη ζημιά που συνέβη στο κλίμα κατά τις πολλές, προηγούμενες δεκαετίες.
Πρέπει να καταλάβουμε κάτι ουσιώδες: Το διοξείδιο του άνθρακα μένει στην ατμόσφαιρα, καθώς έχει ένα μέσο κύκλο ζωής πολλών δεκαετιών. Οτιδήποτε κάνουμε σε ό,τι αφορά στη μείωση των εκπομπών CO2 επιδρά στο απόθεμα διοξειδίου του άνθρακα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα, κατά πολύ μικρό ποσοστό σε μία χρονιά.
Συνεπώς, όσες πολιτικές και αν κάνεις για τα επόμενα 30 - 40 χρόνια για να μειώσεις τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ακόμη και αν πετύχουν πλανητικά, δεν αλλάζουν την επίπτωση από την κλιματική αλλαγή που θα επέλθει στο ενδιάμεσο. Ο,τι μείωση και να πετύχουμε θα φανεί στη συνέχεια.
Συμπερασματικά, η κλιματική αλλαγή φέρνει ήδη σήμερα, και θα φέρει για τα επόμενα 30 - 40 χρόνια, δημοσιονομικές δαπάνες πολύ μεγάλες, δεν γνωρίζουμε την έκτασή τους, γι’ αυτό και χρειάζεται ο κοινοτικός προϋπολογισμός και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ να προβλέψουν σημαντικούς πόρους. Αυτό ακριβώς μας λέει και η έκθεση του ESM και αυτό ακριβώς έχω τονίσει και στο Συμβούλιο Υπουργών.
Είπατε ότι η κεντρική ιδέα που θα διέπει το νέο ΕΣΕΚ είναι αυτή ενός πιο ρεαλιστικού σχεδίου. Το προηγούμενο προέβλεπε δαπάνες σχεδόν 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Έχετε καταλήξει στο νέο ποσό;
Η βασική φιλοσοφία είναι να επιτευχθούν οι ίδιοι στόχοι μείωσης των εκπομπών CO2, αλλά με πιο οικονομικά μέσα. Η εξεύρεση τρόπων, ώστε να το πετύχουμε με λιγότερες δαπάνες. Λέξη - «κλειδί» για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η «αποδοτικότητα».
Στα κτίρια για παράδειγμα και στις μεταφορές, προβλέπονται τεράστιες δαπάνες. Το ερώτημα εδώ είναι τί μείωση εκπομπών CO2 θα μας εξασφαλίσουν αυτές οι δαπάνες; Μήπως μπορούμε να πετύχουμε τον ίδιο στόχο με μικρότερα κόστη και άλλες πολιτικές; Μήπως κάποιες δράσεις μπορούν να σχεδιαστούν διαφορετικά;.
Το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες κατηγορίες, όπως η ηλεκτροκίνηση. Εξαίρεση αποτελούν οι ΑΠΕ, καθώς οι τεχνολογίες αυτές δεν χρειάζονται πλέον επιδοτήσεις και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τους στόχους του 2030αν κανείς αθροίσει τα έργα που είναι σε λειτουργία και όσα έχουν, ήδη, όρους σύνδεσης στο δίκτυο.
Αναφορικά με τις τεχνολογίες, πρέπει να κάνουμε σοφά τις επιλογές μας, ώστε να επιλέγουμε να επενδύσουμε σε όσες πρόκειται να ωριμάσουν με πολύ μεγάλη ταχύτητα και άρα θα πάψουν, σύντομα, να χρειάζονται επιδοτήσεις.
Ισχύει ότι η φιλοσοφία του νέου ΕΣΕΚ είναι οι δαπάνες για τις «πράσινες» πολιτικές να διασφαλίζουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας ως το 2050 θα είναι σταθερά πάνω από 1%;
Ενα είναι βέβαιο: Μια χώρα με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν θα έχει τη δυνατότητα να κάνει κανενός είδους πολιτική. Ούτε για προσαρμογή απέναντι στην κλιματική κρίση με επενδύσεις στη πρόληψη ούτε για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Σας λέω τη γενική αρχή, η οποία μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην έχει ενδιαφέρον. Έχει, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ωστόσο, υπό την έννοια ότι αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα.
Και τί μας έκανε να αλλάξουμε; Η διαπίστωση ότι άλλαξε το ίδιο το κλίμα. Τα φαινόμενα του 2023 μας οδήγησαν στη διαπίστωση, ότι δεν έχουμε σε εξέλιξη μια αλλαγή του κλίματος. Το κλίμα έχει, ήδη, αλλάξει. Αυτά τα φαινόμενα μας κάνουν να προβλέπουμε με ασφάλεια πολύ μεγαλύτερες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις για την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, τα επόμενα χρόνια.
Είστε σε θέση να προσεγγίσετε το ύψος αυτών των δημοσιονομικών επιβαρύνσεων;
Αυτό απαιτεί λεπτομερή κλιματικά μοντέλα, τη δημιουργία των οποίων αναθέτουμε τώρα, προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε κάποιου είδους ποσοτικοποίηση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όποια ποσοτικοποίηση και να κάνουμε, αυτή θα έχει μια εγγενή αβεβαιότητα.
Διότι, για το καινούργιο κλίμα ξέρουμε όσα μπορεί να ξέρει κάποιος που κάθεται στη λιακάδα και κοιτάζει από μια χαραμάδα ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δηλαδή ελάχιστα…
Κανένας δεν θα μας πει με ασφάλεια μετά τον «Daniel» πότε θα ξανάρθει ένας καινούργιος «Daniel». Γιατί το μέχρι σήμερα στατιστικό δείγμα αφορά μόνο ενάμισι «Daniel». Και με ένα τόσο μικρό δείγμα, δεν μπορείς να κάνεις καμία στατιστική. Θα το επιχειρήσουμε με πολύ καλύτερα κλιματικά μοντέλα.
Ξαναλέω, λοιπόν, για να μην υπάρξει παρεξήγηση: Η «πράσινη» μετάβαση είναι τεράστιας σημασίας για να μη ζήσει η ανθρωπότητα τα χειρότερα. Επειδή,όμως, ακριβώς είναι τεράστιας σημασίας και επειδή ζήσαμε ήδη στη Θεσσαλία, την πρώτη επίσκεψη του «εφιάλτη», πρέπει να γίνουμε πολύ αυστηρότεροι με τον εαυτό μας, σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών.
Να ξαναδούμε ποιο είναι το «return on investment» σε ό,τι αφορά στη μείωση του CO2, όλων των νέων ενεργειακών και κλιματικών μας επενδύσεων, όλου του «mitigation» ξανά. Αν δούμε ότι τα κόστη κάποιων πολιτικών είναι μεγαλύτερα από τα οφέλη, να τις αναθεωρήσουμε.
Και αυτό απαιτεί πρώτα απ’ όλα, να σταματήσουν από την ΕΕ οι νέοι υπερφιλόδοξοι στόχοι, όταν έχουμε δυσκολία να πετύχουμε ακόμα και τους υφιστάμενους. Να σταθεροποιηθεί η πολιτική αυτή. Αναφέρομαι στη πρόσφατη πρόταση της ΕΕ για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2040, όπου η Ελλάδα είπε «όχι», πράττοντας πολύ σωστά, όπως και άλλες χώρες. Και δεύτερον, να δούμε πώς θα μειώσουμε τα κόστη.