Το κακό timing της κατάρρευσης της γερμανικής κυβέρνησης για την Ευρώπη
Shutterstock
Shutterstock
Ρ. Μαϊνάρντους

Το κακό timing της κατάρρευσης της γερμανικής κυβέρνησης για την Ευρώπη

Η Ευρώπη χρειάζεται ισχυρή ηγεσία και ούτε η Γαλλία, ούτε η Γερμανία, βρίσκονται σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της στιγμής: Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη για την προδιαγεγραμμένη κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς, τις μεγάλες προκλήσεις που εγκυμονεί για τη διατλαντική συνεργασία η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και για το τρίγωνο Αθήνας-Ουάσινγκτον-Άγκυρας.

Ο κ. Μαϊνάρντους αναλύει πώς θα κινηθεί και ποιες θα είναι οι προτεραιότητες της αμερικανικής διπλωματίας επί νέας θητείας Τραμπ, καθώς και τι συνεπάγεται η στάση του για το μέτωπο της Ουκρανίας και έναντι της Κίνας. Για την Τουρκία, αναφέρει πως οι δομικές αιτίες των εντάσεων παραμένουν και θα σκιάσουν και τη σχέση Τραμπ-Ερντογάν, σε αντιδιαστολή με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που βρίσκονται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο.

Όσο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Δρ. Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, επισημαίνει πως βρίσκονται σε μία ιδιαίτερα σημαντική φάση, με αμφότερες τις πλευρές να καλούνται να απαντήσουν στο στρατηγικό ερώτημα, αν θα κάνουν το βήμα από τη «φάση των ήρεμων νερών» στη «φάση των σοβαρών διαπραγματεύσεων». Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:

Κύριε Μαϊνάρντους, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας διαλύθηκε, προκαλώντας πρόσθετες αναταράξεις σε καιρούς αβέβαιους για την Ευρώπη, μετά την επανεκλογή Τραμπ. Ποιοι παράγοντες οδήγησαν τελικά στη ρήξη Σολτς - Φιλελευθέρων και τι έπεται;

Εν τέλει, ήταν ζήτημα χρόνου και τρόπου η κατάρρευση της κυβερνητικής συμμαχίας στο Βερολίνο. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι εντάσεις εντός της τρικομματικής κυβέρνησης είχαν κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό που ο καγκελάριος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τραβήξει το «φρένο έκτακτης ανάγκης». Αυτό σήμανε την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, αρχηγού του φιλελεύθερου κόμματος FDP.

Ο Όλαφ Σολτς είναι γνωστός για τη μετριοπαθή και συγκρατημένη ρητορική του, με πολλούς να τον χαρακτηρίζουν βαρετό. Ωστόσο, η σφοδρότητα με την οποία ο καγκελάριος κατηγόρησε τον υπουργό Οικονομικών, μεταξύ άλλων, για «εγωισμό και μικροπολιτική», χαρακτηρίστηκε από πολιτικούς αναλυτές στο Βερολίνο ως πρωτοφανής.

«Καλύτερα ένα τρομακτικό τέλος παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος» είναι μια γερμανική παροιμία που χρησιμοποιείται συχνά αυτές τις δραματικές πολιτικά ώρες. Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι η χρονική στιγμή αυτής της σοβαρής πολιτικής κρίσης - η μεγαλύτερη που έχει βιώσει η Γερμανία εδώ και πολλά χρόνια - είναι εξαιρετικά ακατάλληλη. Το γερμανικό δράμα κορυφώνεται σε περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη, και γενικότερα ο δυτικός κόσμος, χρειάζονται ισχυρή ηγεσία ενώπιον της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Ούτε το Παρίσι ούτε το Βερολίνο φαίνεται να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της στιγμής.

Η βασική αιτία της κατάρρευσης - όπως συχνά συμβαίνει στην πολιτική - ήταν η διαμάχη για τα οικονομικά. Σε αυτήν την, πλέον πρώην, κυβερνητική συμμαχία υπήρχαν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές απόψεις. Ο Κρίστιαν Λίντνερ και το μικρό φιλελεύθερο κόμμα του, FDP, επέμεναν σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική (θέτοντας ως αδιαπραγμάτευτο όρο την τήρηση του «φρένου χρέους»), ενώ ο Όλαφ Σολτς και οι Πράσινοι υποστήριζαν ότι η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει σε νέο δανεισμό για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.

Τελικά, οι επιπλέον στρατιωτικές δαπάνες για βοήθεια προς την Ουκρανία, που είχε ζητήσει ο Σολτς και τις οποίες απέρριψε ο υπουργός Οικονομικών, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, οδηγώντας στην κλιμάκωση της κρίσης και τη διάλυση της συμμαχίας. Συνοπτικά: ένα τοξικό μείγμα εξωτερικών και οικονομικών διαφορών σφράγισε το τέλος της κυβέρνησης. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έδωσε μια ιδιαίτερη νότα στο γερμανικό δράμα.

Το Βερολίνο δεν είχε κρύψει την ανησυχία του για ενδεχόμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Σε ποια βασικά πεδία έρχονται να δοκιμαστούν οι διμερείς σχέσεις και τι σηματοδοτεί συνολικά για την Ευρώπη η εκλογή Τραμπ;

Δεν είναι μυστικό ότι οι Γερμανοί είχαν ελπίσει πως στις εκλογές της Αμερικής θα κέρδιζε η Κάμαλα Χάρις. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, το 83% των Γερμανών πίστευε πως αυτό θα ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα. Επιπλέον, το 71% εξέφραζε την ανησυχία ότι, σε περίπτωση επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, οι διμερείς σχέσεις θα επιδεινωθούν. Αυτό το σενάριο πλέον έγινε πραγματικότητα.

Η πολιτική ηγεσία του Βερολίνου συνεχάρη ομόφωνα τον νικητή των εκλογών, ενώ - σε πλήρη συμφωνία - υπογράμμισε τη σημασία των διατλαντικών σχέσεων. Ωστόσο, αυτή η συνεργασία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Σχετικά με το ΝΑΤΟ και τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Βερολίνο και ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν ριζικά διαφορετικές απόψεις. Ο Τραμπ δηλώνει ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο «μέσα σε μία ημέρα». Στο Βερολίνο, ωστόσο, φοβούνται ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια «βρώμικη συμφωνία» μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα της Ουκρανίας και της Ευρώπης.

Έχει πλέον γίνει ξεκάθαρο ότι οι Γερμανοί θα χρειαστεί να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνά τους. Ωστόσο, μεγαλύτερες απειλές για τις διατλαντικές σχέσεις - και ειδικότερα για τη γερμανική βιομηχανία - ενδέχεται να προκύψουν από τους νέους δασμούς, ύψους 20%, που έχει απειλήσει να επιβάλει ο Τραμπ. Επιπλέον, η γερμανική οικονομία ανησυχεί ότι ο Τραμπ θα πιέσει τους Ευρωπαίους να στηρίξουν ακόμα αυστηρότερους δασμούς κατά της Κίνας. Για τη γερμανική βιομηχανία, η οποία διατηρεί εξαιρετικές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, αυτό θα ήταν καταστροφικό.

Μια άμεση απειλή θεωρείται η εξαγγελία του Τραμπ ότι θα προσπαθήσει να προσελκύσει γερμανικές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, μέσω γενναίων επιδοτήσεων. Εάν υλοποιηθούν αυτά τα σχέδια, θα χαθούν πολλές θέσεις εργασίας στη Γερμανία. Η διαδικασία της αποβιομηχάνισης, που ήδη διαφαίνεται, θα επιταχυνθεί ακόμα περισσότερο.

Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Μπάιντεν παρατηρήσαμε ότι έδωσε συνέχεια σε γενικές γραμμές στους περιφερειακούς σχεδιασμούς του πρώην υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Προβλέπετε ότι στη νέα θητεία Τραμπ θα υπάρξουν αλλαγές και, αν ναι, σε ποια σημεία;

Υπό τον νέο πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, αναμένονται σημαντικές αλλαγές και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ένα από τα πιο συζητημένα ερωτήματα είναι εάν αυτές οι αλλαγές θα αφορούν κυρίως το ύφος ή την ουσία της πολιτικής που θα ακολουθήσει η Ουάσινγκτον τα επόμενα χρόνια. Η πιο σοβαρή πιθανή αλλαγή αφορά την πολιτική των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ουκρανίας. Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ερμηνευτεί και ως θρίαμβος του Βλαντιμίρ Πούτιν, αν επιβεβαιωθούν οι ενδείξεις ότι ο Τραμπ σκοπεύει να έρθει σε συμφωνία με τον Ρώσο δικτάτορα, παρακάμπτοντας τα ουκρανικά συμφέροντα, για να τερματίσει τον πόλεμο.

Η μελλοντική στροφή της Αμερικής προς την Ασία αποτελεί μια τάση που δεν περιορίζεται στους Ρεπουμπλικανούς. Η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, η οποία αμφισβητεί όλο και περισσότερο την ηγεμονία των ΗΠΑ, αναδιαμορφώνει τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον, ειδικά στην Ασία. Αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν και την εξωτερική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης των ΗΠΑ, περιορίζοντας τη σημασία που αποδίδει η Ουάσινγκτον σε άλλες περιοχές, όπως η Ανατολική Μεσόγειος.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες για την Άγκυρα - και ειδικά για την Αθήνα - αποτελούν μείζον θέμα, αλλά στην Ουάσινγκτον παραμένουν σε δεύτερη μοίρα, ειδικά τώρα που η ένταση έχει μειωθεί.

Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πού κυμαίνονται οι προσδοκίες; Και πώς βλέπετε την αμερικανική διπλωματία να κινείται έναντι της Τουρκίας υπό τη νέα διακυβέρνηση Τραμπ;

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μία ιδιαίτερα σημαντική φάση. Και οι δύο πλευρές καλούνται να απαντήσουν στο στρατηγικό ερώτημα αν θα κάνουν το βήμα από τη «φάση των ήρεμων νερών» στη «φάση των σοβαρών διαπραγματεύσεων» για τις διμερείς διαφωνίες. Πρόκειται για αποφάσεις που λαμβάνονται στην Αθήνα και την Άγκυρα - και όχι στην Ουάσινγκτον ή το Βερολίνο. Φυσικά, οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται να διατηρηθεί το θετικό κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Γι’ αυτό, οι εξελίξεις στο τρίγωνο Αθήνας-Ουάσινγκτον-Άγκυρας αξίζουν και στο μέλλον την ιδιαίτερη προσοχή μας.

Οι δομικές αιτίες των εντάσεων, μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών, θα συνεχίσουν να υπάρχουν, σκιάζοντας και τη σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν. Η Άγκυρα και η Ουάσινγκτον ακολουθούν διαφορετικούς στόχους σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η Ρωσία, η Μέση Ανατολή και ειδικότερα ως προς τις θέσεις τους για τη Συρία και το Ισραήλ. Όσο ο Ερντογάν συνεχίζει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του και επιδιώκει να προβάλλει την Τουρκία ως αναδυόμενη δύναμη, οι εντάσεις με τις ΗΠΑ θα παραμένουν, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.

Από την άλλη πλευρά, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι και οι δύο πλευρές υποστηρίζουν πως οι σχέσεις τους δεν υπήρξαν ποτέ καλύτερες από ό,τι σήμερα. Αυτό δύσκολα θα αλλάξει στο μέλλον. Δεν βλέπω κανένα ανοιχτό ζήτημα διαφωνίας ανάμεσα στην Αθήνα και σε μια κυβέρνηση Τραμπ.

Στο πεδίο της ενέργειας πώς θα μπορούσε να επηρεάσει η επερχόμενη προεδρία Τραμπ τη σημασία του Κάθετου Διαδρόμου φυσικού αερίου;

Στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, αν πιστέψουμε τις εξαγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ, αναμένονται αλλαγές με σοβαρές συνέπειες. Η πρόθεση για προώθηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων συνοδεύεται από την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Ο συνδυασμός αυτός αποτελεί ένα τοξικό μείγμα για το μέλλον του πλανήτη.

Το κατά πόσο μια νέα ενεργειακή πολιτική θα επηρεάσει περιφερειακά επενδυτικά σχέδια, όπως αυτά στην Ανατολική Μεσόγειο, παραμένει αβέβαιο. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ο Ντόναλντ Τραμπ να στηρίξει επενδύσεις σε ενεργειακά έργα με αμερικανική συμμετοχή και προοπτική κερδοφορίας για τις αμερικανικές επιχειρήσεις - ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στο κλίμα.

Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ