Το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει η ΝΔ στους αναποφάσιστους είναι προφανές. Ευρήματα δείχνουν ότι ακόμη και το 50% δεν θα απέκλειε να ψηφίσει ΝΔ, εφόσον πειστεί για αυτό. Τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση; Να δώσει έμφαση στο πρόγραμμα της αντί να παρασυρθεί στην τοξικότητα που προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, απαντά ο πολιτικός αναλυτής Πάνος Σταθόπουλος από το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωσταντίνος Καραμανλής.
Ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου εξηγεί ότι αν η ΝΔ ακολουθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στον τοξικό πόλεμο, τότε το πιθανότερο είναι ότι πολλοί από το ακροατήριό της, οι οποίοι μετακινήθηκαν μετά τα Τέμπη στους αναποφάσιστους, θα απομακυνθούν περαιτέρω.
Αναλύει επίσης γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κερδίσει στα διλήμματα της κάλπης, ενώ χαρακτηρίζει αδιανόητο τον μετεκλογικό αιφνιδιασμό της πρότασης Ανδρουλάκη, η οποία κινείται σε αντίθετη τροχιά με την μέχρι τώρα ευρωπαική πραγματικότητα.
«Την τελευταία δεκαετία ένας άτυπος αλλά απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού της απλής αναλογικής στην Ευρώπη είναι ότι οποιοδήποτε κόμμα θέλει να συνεργαστεί με άλλα, μετά τις εκλογές, πρέπει να τα έχει αναφέρει στην προεκλογική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που προτείνει», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σταθόπουλος.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Ακούγονται πολλά για τις δεύτερες καλπες, τα σενάρια συνεργασιών αλλά και ακυβερνησίας. Ποια η γνώμη σας;
Η πιο ψύχραιμη απάντηση υπαγορεύει να πούμε ότι αυτό θα πρέπει να το περιμένουμε. Καλύτερα να δούμε το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης και ας μην βιαστούμε για τις δεύτερες. Ποια παρ’ όλα αυτά είναι τα σενάρια για τις δεύτερες; Καταρχήν, πολύ πρόσφατα ζήσαμε στην Ελλάδα επαναληπτικές εκλογές. Η μία περίπτωση είναι αυτή του 2012, όπου λόγω των πολύ χαμηλών ποσοστών των κομμάτων και της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, προκηρύχθηκαν και δεύτερες εκλογές, στις οποίες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσαν τις επιδόσεις τους κατά 10-11 μονάδες. Η άλλη περίπτωση είναι αυτή του 2019, όπου λόγω του αποτελέσματος στις ευρωεκλογές, προκηρύχθηκαν πάραυτα και εθνικές. Εντός δηλαδή ενός μηνός είχαμε διπλές κάλπες με εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα από τις πρώτες. Τόσο η ΝΔ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, βελτίωσαν την εκλογική τους δύναμη κατά 7-8 μονάδες.
Βάσει επομένως της εμπειρίας της τελευταίας 10ετίας, οι δεύτερες κάλπες λειτουργούν υπέρ των προπορευόμενων κομμάτων. Οι ψηφοφόροι προτιμούν την σταθερότητα, επιλέγουν τις ρεαλιστικές λύσεις. Οι δεύτερες κάλπες δημιουργούν τη δική τους δυναμική.
Έχει επομένως πιθανότητες και το σενάριο αυτοδυναμίας; Και ποιός είναι ο κρίσιμος εκλογικός πήχης για τη ΝΔ στην πρώτη κάλπη;
Εφόσον επαληθευτεί το σενάριο αύξησης των ποσοστών των προπορευόμενων κομμάτων, πιθανώς αυτό να δώσει ακόμη και την αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα. Οσο για το όριο του κρίσιμου ποσοστού για την ΝΔ, αυτό θα μπορούσε να είναι το 33%. Επίδοση που συμπτωματικά είχε καταγράψει το κόμμα και στις ευρωεκλογές του 2019, αποσπώντας στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν ένα 40%.
Το πρώτο λοιπόν σενάριο είναι αυτό. Και για να επαληθευτεί, θα πρέπει να ανακοπεί η τάση αμφισβήτησης των μεγάλων κομμάτων, η οποία καταγράφηκε μετά τα Τέμπη.
Πριν τα Τέμπη, οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μια σταθερή αύξηση των δύο προπορευμένων και όλα έδειχναν ότι οδηγούμασταν σε ένα δικομματικό ντέρμπι. Μετά τα Τέμπη, η τάση ανακόπηκε και αύξηση ποσοστών καταγράφεται προς τη γκρίζα ζώνη και τα μικρότερα κόμματα, αντί για τα τρία «μεγάλα», ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Εφόσον η τάση συνεχιστεί, τότε η αυτοδυναμία θα παραμείνει μια δύσκολη υπόθεση και το σενάριο για κυβέρνησης συνεργασίας στις δεύτερες κάλπες έρχεται πιο κοντά.
Σε κάθε περίπτωση, η λογική λέει ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, προκειμένου να μην μείνει ακυβέρνητη η χώρα και προκειμένου να μην προσφύγουμε σε τρίτες κάλπες. Οι τρίτες κάλπες ισοδυναμούν με περιπέτεια.
Ενας είναι επομένως ο πιο κρίσιμος παράγοντας: Εκείνοι που μετακινήθηκαν από το ακροατήριο της κυβέρνησης στους αναποφάσιστους μετά το δυστύχημα των Τεμπών. Θα «μαζέψει» η ΝΔ τις απώλειες; Θα ξαναδούμε αύξηση, αλλού λιγότερη, αλλού μεγαλύτερη, των ποσοστών για τα μεγάλα κόμματα, όπως πριν τη τραγωδία;
Τι σημαίνει στην πράξη ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα της γκρίζας ζώνης - φτάνει και το 24% σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις - αφορά ψηφοφόρους που δεν θα απέκλειαν να ψηφίσουν ΝΔ;
Σημαίνει ότι θεωρητικά υπάρχει ένα σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα της ΝΔ. Οχι μόνο γιατί το ένας στους τέσσερις (24%) είναι ένα σημαντικό ποσοστό. Οχι μόνο γιατί υπερέχει έναντι των άλλων κομμάτων ως ποσοστό επί των αναποφάσιστων, αλλά και επειδή πριν τα Τέμπη η εικόνα ήταν διαφορετική. Το ποσοστό της ΝΔ στους αναποφάσιστους ήταν πολύ μικρότερο.
Σε άλλου τύπου πάντως ευρήματα, και στο ερώτημα προς τους ψηφοφόρους αυτής της δεξαμενής, κατά πόσο θα μπορούσατε να ψηφίσετε ΝΔ ή όχι, καταφατικά απαντά ακόμη και 50% επί του συνόλου. Ενας στους δύο δηλαδή, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να ψηφίσουν τελικά ΝΔ, εφόσον πειστούν για αυτό.
Βέβαια, από μόνο του, το γεγονός ότι ένα μέρος των απωλειών ΝΔ έχει εγκατασταθεί στην γκρίζα ζώνη, δεν λέει κάτι. Η ΝΔ πρέπει να καταφέρει να το επαναπατρίσει.
Τι πρέπει να κάνει κατά την γνώμη σας;
Να αποφύγει τα όποια λάθη και να περιγράψει αξιόπιστα το σχέδιό της για την επόμενη τετραετία. Δηλαδή να δώσει έμφαση στις πολιτικές και στο πρόγραμμά της και όχι στην τοξικότητα που θα χαρακτηρίζει όλοένα και περισσότερο το τοπίο καθ’ οδόν προς τις κάλπες. Δεν χρειάζεται να παρασυρθεί στην τοξικότητα που προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, που προβληματίζει και ενδεχομένως απομακρύνει τους αναποφάσιστους.
Πόσο πιθανές είναι οι τρίτες κάλπες;
Τους δίνω μικρές πιθανότητες. Στην διάρκεια των δεύτερων εκλογών θα έχουν τεθεί όλα τα διλήμματα και θα έχει προηγηθεί και μια ουσιαστική συζήτηση. Η λογική επομένως λέει ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις δεύτερες εκλογές.
Τα σενάρια και η συζήτηση για αλεπάλληλες κάλπες, γίνονται προφανώς λόγω του εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής, που θα έπρεπε να είχαμε αποφύγει. Βάσει και της θεωρίας των πολιτικών επιστημών, όταν ένα πολιτικό σύστημα απαρτίζεται επί της ουσίας από τρία «βασικά» κόμματα, όπως της Ελλάδας, δεν νοείται να έχει απλή αναλοιγκή. Πρέπει να βρίσκει άλλους τρόπος, δεν νοείται τρία κόμματα, ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους, να πρέπει μετά να συνεργαστούν για να φτιάξουν κυβέρνηση.
Γιατί δεν εισπράττουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ από την φθορά της κυβέρνησης ;
Τα τρία «μεγάλα» κόμματα θεωρούνται λίγο ως πολύ συνυπεύθυνα για την λειτουργία του πολιτικού συστήματος και των διαχρονικών παθογενιών του κράτους. Επομένως επηρεάζονται και τα τρία. Η ΝΔ είναι λογικό ως κυβέρνηση να συγκεντρώνει μεγαλύτερη κριτική, ωστόσο έχει καταφέρει να διαθέτει συγκριτικά περισσότερο καλή εικόνα ως ικανή να αντιμετωπίσει τα χρόνια προβλήματα και τις παθογένειες. Εδώ έχουμε μια σύγκρουση. Το ένα γεγονός αναιρεί το άλλο, με αποτέλεσμα ο τελικός απολογισμός να δείχνει ότι ενώ η ΝΔ χάνει ψήφους λόγω Τεμπών, οι δύο βασικοί ανταγωνιστές της, δεν εισπράττουν.
Πόση απήχηση έχει η πρόταση Ανδρουλάκη για Πρωπουργό που θα είναι τρίτο πρόσωπο, αντί για κάποιον από τους κ.κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα;
Είναι μια πολλαπλά προβληματική πρόταση, επομένως απαντώντας με ειρωνική διάθεση, θα έλεγα ότι μπορεί να έχει την απήχηση που συγκεντρώνει ο «Κανένας». Το σκεπτικό της εστιάζει στο εύρημα «γιατί να μην προτάξουμε ένα άλλο πρόσωπο ως πρωθυπουργό», αφού στο ερώτημα «ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό;», αρκετοί απαντούν «ο κανένας».
Είναι πρόταση η οποία καταργεί κάθε όριο λογικής. Κατά τη γνώμη μου ο κ. Ανδρουλάκης πρέπει να αποκαλύψει τα πρόσωπα που εννοεί. Και έχει τη σημασία του ότι την τελευταία δεκαετία ένας άτυπος αλλά απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού της απλής αναλογικής στην Ευρώπη είναι ότι οποιοδήποτε κόμμα θέλει να συνεργαστεί με άλλα, μετά τις εκλογές, πρέπει να τα έχει αναφέρει στην προεκλογική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που προτείνει. Οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι της απλής αναλογικής έχουν δημιουργήσει ένα κίνημα σε αυτή την κατεύθυνση και υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία γύρω από αυτό.
Η στάση του κ.Ανδρουλάκη δεν συνάδει με αυτή την ευρωπαική πραγματικότητα. Θεωρείται αδιανόητος ο μετεκλογικός αιφνιδιασμός με το απλό σκεπτικό ότι ο πολίτης οφείλει να γνωρίζει τις προθέσεις του κόμματος που επιλέγει. Είτε συμφωνεί με αυτές, είτε διαφωνεί. Διότι ειδικά εκείνος που διαφωνεί με μια επιλογή, αν την γνώριζε πριν τη κάλπη, πιθανότατα δεν θα ψήφιζε το συγκεκριμένο κόμμα.
Έχουν γραφτεί πολλά για τους νέους και τις προτιμήσεις τους. Τι λένε τα δικά σας ευρήματα;
Για να κατανοήσουμε την νεολαιστική ψήφο πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι εδώ και πάνω από μια δεκαετία, στο πλαίσιο της γνωστής κρίσης που διέρχεται ο δημοκρατικός κόσμος στην Δύση, οι γεννιές αυτές αποστασιωπούνται από τα καθιερωμένα κόμματα, τα οποία έχουν κυβερνήσει επί σειρά ετών. Είναι ένα ευρωπαικό φαινόμενο. Η τάση είναι ότι η ψήφος των νέων αποφεύγει να στοιχηθεί με τα παλιά κόμματα και αναζητά νέα.
Το φαινόμενο αυτό άλλωστε δεν εκμεταλλεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012 και του 2015; Σήμερα όμως δεν είμαι τόσο βέβαιος ότι υπάρχουν παρόμοιοι όροι και μπορεί να οικειοποιηθεί την ψήφο της νεολαίας, όπως στο παρελθόν. Τα ευρήματα δείχνουν ότι τμήμα νέων ψηφοφόρων θα κατευθυνθεί σε μικρότερα κόμματα και ένα άλλο θα ενισχύσει την αποχή. Ειδικά αυτό το τελευταίο, μπορεί να δώσει και την απάντηση στο ερώτημά σας.
Διαχρονικά, αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο την πολιτική συμπεριφορά των νέων δεν είναι η ψήφος, αλλά η αποχή. Συμπερασματικά, θα κράταγα μικρό καλάθι ως προς το βαθμό στον οποίο οι ψήφοι των νέων θα επηρεάσουν πραγματικά το εκλογικό αποτέλεσμα, χωρίς να είναι μια ασήμαντη παράμετρος.
*Ο Πάνος Σταθόπουλος είναι διευθυντής του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Κωσταντίνος Καραμανλής