Για τις προκλήσεις που κρύβει η «επόμενη μέρα» στη Λωρίδα της Γάζας, το παρόν και το μέλλον της Χαμάς, καθώς και τον ισλαμιστικό/ριζοσπαστικό παράγοντα που θα εξακολουθήσει να είναι παρών ανεξαρτήτως διευθέτησης, μιλά ο Γαβριήλ Χαρίτος στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη. Γιατί η διεθνής κοινότητα οφείλει να «δει» το Παλαιστινιακό υπό άλλο πρίσμα· ποιες οι αστοχίες της διακυβέρνησης Μπάιντεν και γιατί δεν έχει επιτευχθεί ακόμη μία εκεχειρία στον παλαιστινιακό θύλακα.
Ο Γαβριήλ Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), θεωρεί πως η «επόμενη μέρα» στη Γάζα χωρίς την Παλαιστινιακή Αρχή έχει λιγότερες πιθανότητες να μακροημερεύσει. Συμπληρώνει δε εάν μάλιστα δεν βρεθεί το μοντέλο για την μεταπολεμική Γάζα μέσω διαπραγματεύσεων με ενεργό συμμετοχή τρίτων παραγόντων (ΗΠΑ, αραβικές χώρες, ΟΗΕ), μοιραία το Ισραήλ θα οδηγηθεί σε μία «αναγκαστική κατοχή» -και αυτό δεν είναι το καλό σενάριο, πρωτίστως για το ίδιο το Ισραήλ.
Για τη Χαμάς επισημαίνει ότι μπορεί το Ισραήλ να καταφέρει να μην υπάρχει η τρομοκρατική οργάνωση στη Γάζα, όμως ο ισλαμιστικός/ριζοσπαστικός παράγοντας θα συνεχίσει να είναι παρών στην παλαιστινιακή κοινωνία, είτε με την επικράτηση της Παλαιστινιακής Αρχής στην «επόμενη μέρα» είτε με την επιβολή ισραηλινής στρατιωτικής διοίκησης στη Γάζα. Ακόμη κι «εάν η Χαμάς αυτοδιαλυθεί, είναι ζήτημα χρόνου να εμφανιστεί μία «άλλη Χαμάς» που θα φέρει άλλο όνομα.
Η Γάζα και τα Παλαιστινιακά Εδάφη είναι ο δεύτερος σταθμός, μετά το Ισραήλ, της διαδρομής που ακολουθεί το Liberal μαζί με τον Γαβριήλ Χαρίτο παρουσιάζοντας τον φάκελο Μέση Ανατολή 2025.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Χαρίτο, ας αρχίσουμε από την πολυσυζητημένη «επόμενη μέρα» στη Γάζα...
Πραγματικά «πολυσυζητημένη», παρόλο που ακόμα δεν έχουμε φτάσει σε αυτήν τη μέρα, αν και ελπίδα όλων μας θα ήταν αυτή η «επόμενη μέρα» να είχε ήδη φτάσει μέσα στο 2024. Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν να μπούμε στο 2025, οι ισραηλινές χερσαίες επιχειρήσεις στην πραγματικότητα δεν έχουν λήξει, οι κύκλοι των συνομιλιών για την εκεχειρία και την απελευθέρωση των ομήρων διαδέχονται ο ένας τον άλλον και η συζήτηση για την «επόμενη μέρα» τείνει να καταλήξει σε κακώς εννοούμενη «ακαδημαϊκή κουβέντα».
Ήδη αυτές τις μέρες παρατηρείται μία παλινδρόμηση των επαφών -στο Ισραήλ την χαρακτηρίζουν «πάγωμα των συνομιλιών»- αλλά είναι κοινό μυστικό ότι αυτή η εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων που παρατηρήθηκε από τις αρχές Δεκεμβρίου του '24 οφείλεται κυρίως σε μία λακωνική και αόριστη απειλή-δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι «πρέπει οπωσδήποτε να απελευθερωθούν οι Ισραηλινοί όμηροι» πριν την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου του 2025. Εάν παρέλθει αυτή η ‘προθεσμία’ που έθεσε ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, ουδείς γνωρίζει τι θα επακολουθήσει μιας και ούτε ο ίδιος δεν έγινε σαφέστερος. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο σκοτάδι για το ποια ακριβώς θα είναι αυτή η περίφημη «επόμενη μέρα», παρά τα πάρα πολλά σενάρια που έχουν διαρρεύσει ότι φέρονται να συζητούνται.
Άρα, πώς θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε τη συζήτηση για το μελλοντικό καθεστώς;
Ας ξεκαθαρίσουμε ποια είναι τα σενάρια που θα έπρεπε κατ' αρχήν να αποκλειστούν και «δια της εις άτοπον απαγωγής», ίσως τελικά θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία όσο το δυνατόν ασφαλέστερη εκτίμηση.
Αρχικά, λοιπόν, θα πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν μας τις «κόκκινες γραμμές» των άμεσα εμπλεκομένων μερών. Εκτιμώ ότι το Ισραήλ δεν πρόκειται να αποδεχθεί κανέναν απολύτως ρόλο στην οργάνωση Χαμάς στο πλαίσιο της διακυβέρνησης της μεταπολεμικής Γάζας. Σε διαφορετική περίπτωση, η ισραηλινή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα αδυνατεί να εξηγήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο στους πολίτες της χώρας, οι οποίοι δικαίως θα αναρωτηθούν για ποιον ακριβώς λόγο έγινε αυτός ο πόλεμος.
Οι Ισραηλινοί έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχη ήδη από την αρχή του πολέμου, τον οποίον χαρακτήρισαν από την πρώτη στιγμή ως «πόλεμο κατά της Χαμάς» και όχι ως μία ακόμα συνηθισμένη «στρατιωτική επιχείρηση» στη Γάζα. Στην εγχώρια ισραηλινή δημοσιογραφική και πολιτική ορολογία, ο «πόλεμος» λογίζεται ως μία στρατιωτική επιδίωξη μεταβολής των δεδομένων σε βάθος χρόνου - σε αντίθεση με τις πολλές «επιχειρήσεις» του Ισραήλ στη Γάζα, που είχαν ως επικοινωνιακή αιτιολόγηση την «τιμωρία», την ‘ανταπάντηση’ στις επιθετικές ενέργειες της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ. Έτσι, ο αντικειμενικός σκοπός του πολέμου που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου 2023 είναι η ανατροπή της Χαμάς, το ‘ξερίζωμά της’ όπως χαρακτηριστικά επαναλαμβάνεται στις επίσημες ισραηλινές δηλώσεις. Έτσι, για το Ισραήλ, «επόμενη μέρα» στη Γάζα, με την Χαμάς να διατηρεί την παρουσία της εκεί, απλά δεν νοείται.
Από την άλλη, θεωρώ ότι το 2024 κατέδειξε πόσο δύσκολο είναι να ενθαρρύνουν οι Ισραηλινοί τοπικές παλαιστινιακές φατρίες να αναλάβουν τα όπλα και να «πάρουν πάνω τους» την διακυβέρνηση της Γάζας με τη στήριξη του ισραηλινού στρατού. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν γρήγορα, παρότι βρέθηκαν, κυρίως στο βόρειο τμήμα της Γάζας, πρόθυμες φατρίες να συνεργαστούν με τους Ισραηλινούς. Διαπιστώθηκε ότι η Χαμάς διαθέτει ακόμα πυρήνες που εν τέλει απέτρεψαν με πολύ δραστικά μέτρα οποιονδήποτε επίδοξο τοπικό οπλαρχηγό να την αντικαταστήσει. Οπότε και αυτό το σενάριο εκτιμώ ότι δεν ευοδώνεται. Θεωρώ μάλιστα, ότι εάν τελικά το Ισραήλ αποφασίσει να εφαρμόσει μία τέτοια «επόμενη μέρα», θα σημαίνει ότι δεν αποτίμησε ορθά όσα πολλά πρόλαβε να καταδείξει το 2024. Ήταν ένα σχέδιο του τέως υπουργού Άμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ, που η λογική λέει ότι θα πρέπει να επιστρέψει στο ίδιο συρτάρι από το οποίο προήλθε.
Ποιες άλλες προοπτικές υπάρχουν και ποιους κινδύνους συνολικά διαβλέπετε;
Εάν δεν βρεθεί το μοντέλο της «επόμενης μέρας» μέσω διαλόγου και διαπραγματεύσεων με μία αποφασιστική ενεργό συμμετοχή τρίτων παραγόντων (λ.χ. ΗΠΑ, αραβικές χώρες, ΟΗΕ, ή άλλων), μοιραία τις αποφάσεις θα αναγκαστεί να λάβει ο ισχυρότερος επί του πεδίου - και στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρότερος στρατιωτικά στη Γάζα είναι το Ισραήλ. Ελλείψει διαπραγμάτευσης και ξένης επιρροής, δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μόνο να παραμείνει ο ισραηλινός στρατός εκεί που βρίσκεται, με αποτέλεσμα ο ανταρτοπόλεμος με ό,τι απέμεινε από την Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ να συνεχίζεται.
Παράλληλα, το Ισραήλ θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να αντιμετωπίσει μία ανθρωπιστική κρίση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να περιμένει ακόμα σκληρότερη κριτική από την διεθνή κοινότητα για ο,τιδήποτε «δεν θα γίνεται καλά» - μιας και, ως γνωστόν, μία ανθρωπιστική κρίση μίας τέτοιας έκτασης, δεν επιλύεται ως δια μαγείας εν μία νυκτί. Να το πω με απλά λόγια: Το Ισραήλ θα κληθεί να αναλάβει την ευθύνη διαβίωσης και διοίκησης ενός πληθυσμού δύο εκατομμυρίων, που προφανώς δεν είναι φιλικά προσκείμενος. Ένα τέτοιο εγχείρημα όχι μόνο θα φθείρει ακόμα περισσότερο τη στρατιωτική του μηχανή, αλλά θα αναγκάσει να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κακή οικονομική κατάσταση που διαμόρφωσε ένας πόλεμος, πολύ πιο μακροχρόνιος από όσο αναμενόταν.
Το ενδεχόμενο μίας, θα την έλεγα «αναγκαστικής κατοχής» της Γάζας από τους Ισραηλινούς, θα αποδυναμώσει σε βάθος χρόνου πρωτίστως τους ίδιους τους Ισραηλινούς και εκ των υστέρων θα διαπιστώσουν ότι ακολούθησαν την ίδια αδιέξοδη τακτική που εφήρμοσαν, παραμένοντας στον Νότιο Λίβανο από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980 έως το 2000, όταν πλέον αποχώρησαν - και πολύ γρήγορα διαπίστωσαν και τότε ότι απλώς παρέτειναν χρονικά έναν πόλεμο που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν όλα αυτά, θεωρώ ότι θα ήταν ακόμα πιο καταστροφική επιλογή να επανασυστήσουν τους εβραϊκούς οικισμούς, τους οποίους εκκένωσαν τον Αύγουστο του 2005. Θεωρώ ότι ακόμα και οι εκπρόσωποι της εθνοθρησκευτικής ακροδεξιάς, Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς, όταν διακηρύττουν δημόσια ότι η «επιστροφή του εβραϊκού εποικισμού στην Γάζα» αποτελεί την μόνη ρεαλιστική επιλογή, διαισθάνομαι ότι όταν θα έρθει η ημέρα να εφαρμόσουν στην πράξη όσα προτείνουν, θα είναι οι πρώτοι που θα προτιμήσουν κάποιος άλλος πολιτικός ηγέτης να αναλάβει στους ώμους του μια τέτοια ευθύνη, παρά οι ίδιοι.
Αλλά και πάλι, εάν τελικά δεν υπάρξει διάλογος, διαπραγμάτευση και μία καταλυτική έξωθεν παρέμβαση, η χειρότερη τιμωρία που θα μπορούσε ποτέ να υποστεί το Ισραήλ είναι να αναλάβει εκείνο, μονομερώς, να καθορίσει την «επόμενη μέρα» της Γάζας, να την κηρύξει επισήμως ως «κατεχόμενη περιοχή» και να επιβάλει στον τοπικό πληθυσμό ένα καθεστώς στρατιωτικής διοίκησης. Ευτυχώς, για την ώρα, όλοι οι κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου -με μοναδική εξαίρεση τους Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς- ως επίσης και οι ηγέτες της αντιπολίτευσης Λαπίντ, Γκαντς και Λίμπερμαν, δεν τάσσονται υπέρ της επίσημης «κατοχής» της Γάζας.
Συνεπώς, πρέπει να φθάσουμε στη λύση μίας «επόμενης μέρας» κατόπιν διαπραγμάτευσης και έξωθεν πρωτοβουλιών. Ποιος ο ρόλος των αραβικών χωρών;
Δεν υπάρχει άλλος ρεαλιστικός τρόπος. Άλλωστε, αυτός είναι και ο σκοπός των αναρίθμητων προσπαθειών επίτευξης εκεχειρίας μέσω ξένων διαμεσολαβητών και ειδικών απεσταλμένων: Να γίνει το πρώτο βήμα για την «επόμενη μέρα». Είναι ανώφελο να αναλωθούμε στις αμέτρητες διαρροές και τις εξίσου αμέτρητες παραλλαγές τους για τα σενάρια της μελλοντικής διακυβέρνησης της Γάζας. Από όλα όσα πολλά διέρρευσαν το 2024, ας κρατήσουμε όσα ειπώθηκαν για τις χώρες που δύνανται να αποκτήσουν αποφασιστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της Γάζας και συγκεκριμένα τα επενδυτικά κεφάλαια που ελέγχονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και φυσικά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την άλλη, όσα ειπώθηκαν περί άμεσης παρουσίας της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ ή άλλης αραβικής χώρας, που θα αποστείλει αστυνομικές ή στρατιωτικές δυνάμεις για να ασκήσουν δημόσια εξουσία στην μεταπολεμική Γάζα - ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο. Καμία αραβική χώρα, όσο φιλοδυτική και μετριοπαθής κι αν είναι, δεν θα θελήσει να υποκαταστήσει την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, έχει επίσημη παρουσία στον ΟΗΕ και οι Συμφωνίες του Όσλο -ό,τι κι αν αυτές σημαίνουν σήμερα ως προς την πρακτική τους εφαρμογή- της απέδιδαν την διακυβέρνηση της Λωρίδας της Γάζας.
Δια της εις άτοπον απαγωγής, λοιπόν, και υπό τις παρούσες συγκυρίες και ισορροπίες, το πιθανότερο που θα ανέμενα για την «επόμενη μέρα» στη Γάζα, είναι να ανατεθεί στην Παλαιστινιακή Αρχή η μεταπολεμική της διακυβέρνηση. Ακόμα και εάν μεσολαβήσει μία προσωρινή μεταβατική περίοδος για την επείγουσα αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών αναγκών, σε βάθος χρόνου η Παλαιστινιακή Αρχή θεωρώ πως θα είναι εκείνη που θα αναλάβει την διακυβέρνηση του παλαιστινιακού θύλακα. Εάν συμβεί αυτό, τότε μόνο θα μπορούσα να υποθέσω ότι το σαουδαραβικό ή το εμιρατινό Δημόσιο θα μπορούσαν να συνδράμουν την Παλαιστινιακή Αρχή επί του πεδίου. Αλλά όχι να την υποκαταστήσουν. Έτι περαιτέρω, θεωρώ πως μια «επόμενη μέρα» στη Γάζα χωρίς την Παλαιστινιακή Αρχή, έχει λιγότερες πιθανότητες να μακροημερεύσει.
Η έως τώρα πορεία της Παλαιστινιακής Αρχής όμως, έχει καταδείξει και πολλές αδυναμίες της. Θα είναι σε θέση να αναλάβει το βάρος να διακυβερνήσει μία κατεστραμμένη Γάζα και δύο εκατομμύρια πολίτες;
Οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της, Παλαιστίνιοι δημόσια πρόσωπα της Δυτικής Όχθης εδώ και χρόνια αρθρογραφούν και μιλούν ανοιχτά για το πρόβλημα της διαφθοράς, που πηγάζει από τους σαθρούς πολιτειακούς της θεσμούς. Δεν είναι κρυφό αυτό. Ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν στις κοινές του δηλώσεις με τον πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς στην Βηθλεέμ τον Ιούλιο του 2022, είπε ξεκάθαρα ότι «πρώτα πρέπει να φτιάξετε μία δημοκρατική Παλαιστινιακή Αρχή και μετά να ζητάτε ανεξάρτητο κράτος», φέρνοντας σε δεινή θέση την ήδη τρωτή δημόσια εικόνα του Παλαιστινίου προέδρου.
Βλέπουμε τώρα, σε βάθος χρόνου, πόσο κακό έκανε μια τέτοια δήλωση, αν κρίνουμε ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν δεν είχε πλέον ούτε καν το πλεονέκτημα της «κατά συνθήκην άγνοιας» να προτείνει η ίδια με κάποια πειθώ μία «επόμενη μέρα» στη Γάζα που θα περιελάμβανε την Παλαιστινιακή Αρχή. Αυτό είναι ένα από τα πάρα πολλά λάθη της διακυβέρνησης Μπάιντεν ως προς τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίστηκε μετέπειτα τον τωρινό πόλεμο σε διπλωματικό και επικοινωνιακό επίπεδο.
Θα ήταν όμως λογικά παράλογο να ανατεθεί σε μία ξένη δύναμη, ή σε μία πολυεθνική δύναμη, ένας θύλακας που κατοικείται από Παλαιστινίους - τη στιγμή που υφίσταται μία Παλαιστινιακή Αρχή, με όσα τρωτά και αν δικαίως ή αδίκως της καταλογίζονται. Φυσικά και πρέπει να αναδιαμορφωθεί θεσμικά. Όσο κι αν δεν θέλει να το πει ξεκάθαρα η διεθνής κοινότητα, ο πρόεδρος Αμπάς δεν διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι σημερινοί 30άρηδες Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης δεν έχουν ψηφίσει ποτέ ούτε για τον πρόεδρό τους, ούτε για τους βουλευτές τους. Είναι γνωστά αυτά, όσο κι αν τεχνηέντως όλες ανεξαιρέτως οι ξένες κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί αποφεύγουν να παραδέχονται δημόσια.
Και η Χαμάς; Τι επιδιώκει πρωτίστως τη δεδομένη στιγμή;
Πριν φτάσουμε στο ερώτημα για το μέλλον της Χαμάς, ας πούμε λίγα λόγια για το παρόν της.
Το 2024 σηματοδότησε την καρατόμηση της ηγεσίας της, των επικεφαλής του πολιτικού και του στρατιωτικού της σκέλους, Ισμαήλ Χανίγια και Γιαχία Σινουάρ αντίστοιχα. Αυτή τη στιγμή στη Γάζα ανέλαβε τη στρατιωτική της ηγεσία ο Μοχάμαντ Σινουάρ, ενώ το πολιτικό της σκέλος συνδιοικείται από ηγετικούς παράγοντες, οι οποίοι, ανάλογα με τις ιδιαίτερες σχέσεις και εξαρτήσεις τους, διατηρούν ξεχωριστούς πάτρωνες στο Κατάρ, στην Τουρκία, στο Ιράν, στην Αίγυπτο και στη Ρωσία - και δεν ακολουθούν οπωσδήποτε διακριτά ιδεολογικά κριτήρια των επιλογών τους. Πρόκειται για «συνεργασίες ανάγκης» αυτή τη στιγμή, με γνώμονα την μελλοντική τους επιβίωση.
Θα σας το πω πιο απλά: Εκτιμώ ότι ο κύριος λόγος αποτυχίας των αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων για επίτευξη εκεχειρίας στη Γάζα δεν είναι ούτε ποιος θα είναι ο αριθμός των ομήρων που θα αφεθούν ελεύθεροι, ούτε πόσοι θα είναι ο Παλαιστίνιοι βαρυποινίτες που θα αποφυλακίσουν οι Ισραηλινοί. Τόσο πριν όσο και μετά τις εκτελέσεις των Χανίγια και Σινουάρ, η βασική πρακτική επιδίωξη της ηγεσίας της Χαμάς ήταν σε ποια χώρα-καταφύγιο θα εξοριστούν με διεθνείς εγγυήσεις για την προσωπική τους ασφάλεια.
Η ηγεσία της Χαμάς, κυρίως η ηγεσία του πολιτικού της σκέλους που έχει εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, διακρίνεται για την πρακτική της σκέψη. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν μία ενέργεια αυτοκτονική για την ίδια της Χαμάς και η πολιτική της ηγεσία είναι αδύνατον να μην το αντιλήφθηκε ήδη από την επομένη της επίθεσης. Απλώς, δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει όσα επακολούθησαν. Έκτοτε, το ερώτημα της επιβίωσης της ηγεσίας της κάπου στο εξωτερικό με σχετική ασφάλεια, θεωρώ ότι αποτελεί και το κλειδί των διαπραγματεύσεων. Σχηματικά, θεωρώ ότι το πολυτιμότερο που της έχει απομείνει είναι η ανθρώπινη ασπίδα και το διαπραγματευτικό χαρτί που της προσφέρουν οι Ισραηλινοί όμηροι. Όταν χαθούν αυτοί, χάθηκε και η προοπτική της «ασφαλούς εξορίας» της ηγεσίας της. Ήδη έχουν ακουστεί διάφορες χώρες που θα μπορούσαν ίσως να χρησιμεύσουν ως «χώρες ασφαλούς φιλοξενίας». Η Τουρκία, το Ιράν, η Αλγερία, το Σουδάν, ακόμα και η Μαλαισία.
Ακόμη και εάν τελικά υποθέσουμε ότι η ηγεσία της Χαμάς θα εξοριστεί, αυτό θα σήμαινε ότι στην Γάζα και στην Δυτική Όχθη θα πάψει να υπάρχει;
Αν υποθέσουμε ότι η Χαμάς ανακοινώνει τώρα, ακόμα και σήμερα, ότι αυτοδιαλύεται - θα ήταν αφελές να υποστηριχθεί ότι η Χαμάς απλώς παύει να υπάρχει. Εάν η Χαμάς θα αυτοδιαλυθεί, είναι ζήτημα χρόνου να εμφανιστεί μία «άλλη Χαμάς», που θα φέρει άλλο όνομα. Όσο και αν είχε επικριθεί αυτή η άποψη στο Ισραήλ και διεθνώς, η Χαμάς είναι όντως «ιδέα» και όχι μία απλή οργάνωση. Είναι βιοθεωρία και τρόπος ζωής. Δεν εξαφανίζεται, ούτε αυτοδιαλύεται.
Πέραν αυτού όμως, και παρά τη στρατιωτική της ήττα -μερική ή ολική, αυτό ακόμα δεν κρίθηκε- , η Χαμάς κατάφερε, ίσως άθελά της, κάτι πολύ σημαντικό. Σε αντίθεση με άλλες ένοπλες οργανώσεις, τις οποίες η διεθνής κοινότητα χαρακτήρισε ως τρομοκρατικές, η Χαμάς κατάφερε να αποκτήσει τη θέση του νόμιμου συνομιλητή με σημαντικά κράτη της περιοχής (Αίγυπτο, Κατάρ, Τουρκία), με μία διεθνή υπερδύναμη (Ρωσία) και εμμέσως, τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το ίδιο το Ισραήλ. Συνέβη κάτι ανάλογο με την Αλ-Κάιντα ή με το Ισλαμικό Κράτος; Όχι. Και αυτό το δεδομένο αποτελεί ίσως την σημαντικότερή της νίκη. Δημιούργησε μάλιστα ένα προηγούμενο, το οποίο, αργά ή γρήγορα, και όχι απαραίτητα μόνο στην Μέση Ανατολή, η διεθνής κοινότητα θα το βρει μπροστά της στο μέλλον. Αποτελεί, μάλιστα, ακόμα ένα λάθος των χειρισμών της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Μία ακόμα παράπλευρη απώλεια των διαπραγματεύσεων και της προσπάθειας των Αμερικανών «να φέρουν στα μέτρα τους» μία περιοχή, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν την μελέτησαν τόσο καλά όσο θα έπρεπε.
Όσο για την Δυτική Όχθη, η Χαμάς συνεχίζει να είναι παρούσα μέχρι σήμερα. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, πυρήνες της συνεργάζονται εδώ και χρόνια με τοπικούς παράγοντες που θεσμικά υπάγονται στην αντίπαλη παράταξη, την Φατάχ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιδιάζουσες ισορροπίες στο βόρειο τμήμα της Δυτικής Όχθης, στην Ναμπλούς, στην Τζενίν και στο Τουλκάρεμ, όπου η Παλαιστινιακή Αρχή αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και ακόμα περισσότερες επικρίσεις από τον τοπικό παλαιστινιακό πληθυσμό.
Εν κατακλείδι, μπορεί στο τέλος του πολέμου, το Ισραήλ να καταφέρει να μην υπάρχει η οργάνωση Χαμάς στη Γάζα. Μπορεί ακόμα να επισπεύσει, έστω, την τυπική της αυτοδιάλυση. Όμως, ο ισλαμιστικός/ριζοσπαστικός παράγοντας θα συνεχίσει να είναι παρών στην παλαιστινιακή κοινωνία, είτε με την επικράτηση της Παλαιστινιακής Αρχής στην «επόμενη μέρα της Γάζας» είτε με την επιβολή ισραηλινής στρατιωτικής διοίκησης στην Γάζα.
Σύμφωνα με τη συλλογιστική σας, το πιθανότερο είναι η «επόμενη μέρα» της Γάζας να διοικείται από την Παλαιστινιακή Αρχή. Πώς κρίνετε τη στάση της από την έναρξη του πολέμου έως σήμερα; Δείχνει να προετοιμάζεται γι' αυτό το ενδεχόμενο; Και τι μέλλει γενέσθαι με την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση;
Είναι σαφές ότι, αμέσως μετά το πρώτο σοκ του ξεσπάσματος του πολέμου στη Γάζα μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, η Παλαιστινιακή Αρχή διατήρησε μία ιδιαίτερα εσωστρεφή στάση. Στις αρχές του 2024 έδειξε να συνειδητοποιεί ότι, οφείλει πλέον, να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο ανάληψης ευθύνης στην μεταπολεμική Γάζα. Ύστερα μάλιστα από την δημόσια επίπληξη του ιδίου του προέδρου Μπάιντεν τον Ιούλιο του 2022, ο πρόεδρος Αμπάς αποφάσισε να προχωρήσει σε ανασχηματισμό και να διορίσει νέο Πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη, Μοχάμαντ Μουσταφά. Μέχρι στιγμής δεν έχουν σημειωθεί ριζικές αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησης ή κάποιες ουσιαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η καθαυτή προσωπικότητά του «δεν μιλάει» στον μέσο πολίτη της Δυτικής Όχθης, ούτε διαφαίνεται να αποκτήσει ιδιαίτερες συμπάθειες στην εντελώς διαφορετική κοινωνία της Γάζας, που μαστίζεται από μία απίστευτης έκτασης ανθρωπιστική κρίση.
Εάν υποτεθεί ότι μέσα στο 2025, η Παλαιστινιακή Αρχή θα κληθεί να αναλάβει ρόλο στην διακυβέρνηση της μεταπολεμικής Γάζας -είτε υπό τον τωρινό της πρόεδρο, είτε με κάποιον άλλον ηγέτη που σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιος θα μπορούσε να είναι-, η κυβέρνηση της Ραμάλα θα πρέπει να αναθεωρήσει γρήγορα και αποφασιστικά τον τρόπο με τον οποίον η ίδια βλέπει τους πολίτες της.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι, τόσο η ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής, όσο και η ηγεσία της Χαμάς, της Φατάχ, το Ισραήλ και η διεθνής κοινότητα εν γένει, βλέπουν τον παλαιστινιακό λαό με μία διάθεση πατερναλισμού. Κανένας δεν έχει ρωτήσει αυτόν τον λαό τι ακριβώς θέλει για το μέλλον του. Για δεκαετίες, οι διεθνείς οργανισμοί, οι ξένες κυβερνήσεις και πρεσβείες, προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα «Ποια ανεξαρτησία ακριβώς επιθυμούν οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι», εξετάζοντας εκάστοτε αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών στο Πανεπιστήμιο Μπιρ-Ζετ ή εκάστοτε δημοσκοπήσεις συγκεκριμένου ερευνητικού φορέα που εδρεύει στη Ραμάλα, τα ευρήματα των οποίων αποδείχθηκαν στα μέσα του 2024 ότι είναι... τουλάχιστον «συζητήσιμα». Εάν προσθέσουμε και το γεγονός ότι προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές δεν έχουν γίνει από το 2005 και το 2006 αντίστοιχα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αποδεικνύεται επιφανειακή οποιαδήποτε συζήτηση περί της «επόμενης μέρας», όχι μόνο στη Γάζα, αλλά και στην Δυτική Όχθη (η οποία και αυτή άλλαξε σημαντικά εξ αιτίας του πολέμου).
Οφείλει η διεθνής κοινότητα να δει το Παλαιστινιακό με άλλο πρίσμα, και η Παλαιστινιακή Αρχή να δει με άλλο πρίσμα τους ίδιους τους πολίτες της. Δεν θα προλάβει, όμως, να το καταφέρει. Εκτιμώ ότι θα της ανατεθεί ρόλος στην «επόμενη μέρα» της Γάζας και εκ των ενόντων θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί, με αμφίβολα, δυστυχώς, αποτελέσματα.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επικοινωνιακή διαχείριση του πολέμου εκ μέρους της Παλαιστινιακής Αρχής, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον -αλλά και από γεωγραφική απόσταση- όσα δραματικά συνέβαιναν καθημερινά στην Λωρίδα της Γάζας. Έμφαση στην ειδησεογραφική κάλυψη των ΜΜΕ που ελέγχει η κυβέρνηση της Ραμάλα δινόταν στις μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, αναμεταδίδοντας τα αριθμητικά στοιχεία που ανακοίνωνε το υπουργείο Υγείας της Χαμάς. Από την άλλη όμως, επέτρεπε να δημοσιεύονται στις παλαιστινιακές εφημερίδες και στις ιστοσελίδες που ήλεγχε, απόψεις που επέκριναν την Χαμάς για τις απώλειες των αμάχων Παλαιστινίων της Γάζας, φτάνοντας στο σημείο να κατηγορείται η αντίπαλη οργάνωση ότι άφησε έκθετους τους κατοίκους του θύλακα, θυσιάζοντάς τους για το συμφέρον της.
Η Χαμάς επικρίθηκε κατά καιρούς και για την απόφασή της να σχεδιάσει και να εφαρμόσει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες που θα επέφερε για τον άμαχο πληθυσμό. Ωστόσο, η κριτική αυτή, ναι μεν εκτέθηκε στην τοπική κοινή γνώμη - αλλά η Παλαιστινιακή Αρχή ήταν πολύ προσεκτική ώστε να μην αναμεταδοθεί από το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων WAFA, που απευθύνεται και στο εξωτερικό. Η συγκεκριμένη στάση που υιοθέτησε η Παλαιστινιακή Αρχή στον τρόπο που κάλυψε τον πόλεμο σε επικοινωνιακό/ειδησεογραφικό επίπεδο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επισημανθεί, καθότι εκτιμώ πως αποτελεί μία μικρή πρόγευση της επικοινωνιακής διαχείρισης της «επόμενης μέρας», είτε ενόψει, είτε αφού προταθεί στην κυβέρνηση της Ραμάλα να αναλάβει ρόλο στην Λωρίδα της Γάζας επί του πεδίου.
Όσον αφορά, τέλος, το «Σχέδιο Τραμπ» του 2020; Εκτιμάτε ότι μπορεί να επανέλθει;
Αυτός είναι και ο κυριότερος αστάθμητος παράγοντας. Αναμένω με περιέργεια και εγώ να δω εάν ο Ντόναλντ Τραμπ στην δεύτερη θητεία του θα θυμηθεί εκείνο το σχέδιο. Το 2025 αναμένεται να έχει ενδιαφέρον, συν τοις άλλοις, και ως προς αυτό.
* Η επόμενη συνέντευξη του κ. Χαρίτου με επίκεντρο την Ιορδανία και τις μοναρχίες του Κόλπου θα βρίσκεται στον «αέρα» του Liberal στις 28 Δεκεμβρίου.