Στην πρόωρη βρετανική κάλπη που «ανοίγει» σήμερα οι Τόρις οδεύουν προς συντριβή και οι Εργατικοί προς τη μεγάλη επάνοδο μία 15ετία αφότου έπεσαν οι τίτλοι τέλους του «τρίτου δρόμου» του Τόνι Μπλερ. Ποιο είναι όμως το Labour Party του 2024; Ποια στρατηγική έχει χαράξει ο Κιρ Στάρμερ, ποια «ταμπέλα» επιχειρεί να αποτινάξει και τι μπορούμε να αναμένουμε σε επίπεδο διακυβέρνησης από την οικονομία και το μεταναστευτικό έως τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Όσο για το Συντηρητικό Κόμμα του Ρίσι Σούνακ -που έχει «αλλάξει» πέντε πρωθυπουργούς από το 2016, περιλαμβανομένων τριών μόλις σε ένα τετράμηνο το 2022- ποιο «παράθυρο» βρήκε ανοιχτό και εκμεταλλεύτηκε ο λαϊκιστής Νάιτζελ Φάρατζ, πρωτεργάτης του Brexit, με συνέπεια μία προδιαγεγραμμένη βαριά ήττα να κινδυνεύει να καταστεί ακόμη πιο οδυνηρή για τους Τόρις; Και όσον αφορά την έξοδο από την ΕΕ; Έχουν μετανιώσει οι Βρετανοί;
Η Δέσποινα Αλεξιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διακυβέρνησης και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Στραθκλάιντ στη Γλασκώβη, μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη για το πολιτικό τοπίο και τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, αποκωδικοποιώντας το μανιφέστο των Εργατικών -ως προς το τι λέει, αλλά και τι δεν λέει- και αποτυπώνοντας τα ζητήματα που «καίνε» τους Βρετανούς πολίτες και πώς «κατευθύνουν» την ψήφο τους.
Οι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ προσήλθαν σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία προτάσσοντας ότι είναι η δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα, επισημαίνει η κα Αλεξιάδου. «Είχαμε πολλές εναλλαγές πρωθυπουργών, δραματικές στιγμές στο Κοινοβούλιο, Με το γνωστό ‘mini budget’ της Λιζ Τρας, η Βρετανία έχασε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τα spread εκτοξεύτηκαν. Οι Εργατικοί έρχονται τώρα να πουν ότι δεν θα έχουν καμία σχέση με το χάος των τελευταίων ετών» αναφέρει. Το μήνυμά τους κινείται στο τρίπτυχο σταθερότητα, ανάπτυξη και ευκαιρία, και η γραμμή Στάρμερ είναι προσεκτική (αλλά και ασαφής σε ορισμένα σημεία) ώστε να μην «τρομάξει» ψηφοφόρους και επενδυτές.
Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Στραθκλάιντ δίνει έμφαση στη λέξη «ευκαιρία», εξηγώντας γιατί η επιλογή της είναι σημαντική: «Ο Τζέρεμι Κόρμπιν [πρώην επικεφαλής των Εργατικών] έλεγε ότι 'εμείς θα έρθουμε για να αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες'. Το κόμμα υπό τον Στάρμερ δεν μιλά τόσο άμεσα για τις ανισότητες· φυσικά τις αναγνωρίζει και λέει ότι θέλει να τις αντιμετωπίσει, ωστόσο εκείνος μιλά για ευκαιρίες. Και αυτή είναι σημαντική διαφοροποίηση στο μήνυμα. Γιατί επί της ουσίας λέει ‘μη φοβάστε, δεν θα έρθω εγώ να βάλω υψηλούς φόρους και στην πράξη να κάνω αναδιανομή εισοδήματος, εμένα με ενδιαφέρει η άνοδος του βιοτικού επιπέδου όλων, και των πλούσιων και των φτωχών'. Δηλαδή, οι ανισότητες μπορεί να παραμείνουν, αλλά όσοι ανήκουν σε χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις μπορεί να βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση».
Πέραν του να μην θορυβήσει τους επενδυτές, ο Κιρ Στάρμερ απευθύνεται και στους καθαρά οικονομικά συντηρητικούς ψηφοφόρους, που δεν ρέπουν ούτε προς τον λαϊκισμό, αλλά που δεν «πιστεύουν» και στους υψηλούς φόρους. «Είναι οι κεντροδεξιοί. Αυτούς θέλει επίσης να προσελκύσει τώρα ο Κιρ Στάρμερ, λέγοντας ‘εγώ είμαι το κόμμα της σταθερότητας, οι άλλοι είναι χαοτικοί, λαϊκιστές’. Προσπαθεί, δηλαδή, να αντλήσει ψήφους από πολλά εκλογικά σώματα ταυτόχρονα», δηλώνει η Δέσποινα Αλεξιάδου.
Επ' αυτού εξηγεί ότι στη Βρετανία έχει καλλιεργηθεί και επικρατήσει μεταξύ των ψηφοφόρων, λανθασμένα όπως αναφέρει, η εικόνα ότι οι Εργατικοί είναι το κόμμα της σπατάλης και ότι διαχειρίζονται την οικονομία ανεύθυνα. Πάνω σε αυτό τους «χτυπάνε» σταθερά οι Τόρις, και αυτή την αντίληψη είναι που επιχειρεί να «χτυπήσει» με τη σειρά του ο Κιρ Στάρμερ -εκεί έγκειται η στρατηγική του, κατά την κα Αλεξιάδου.
Η «πληγή» του NHS, οικονομία, μεταναστευτικό
Η χρόνια ανοιχτή πληγή του βρετανικού συστήματος Υγείας αποτελεί το υπ΄αριθμόν ένα ζήτημα που απασχολεί τους Βρετανούς ψηφοφόρους και έπεται η οικονομία -πεδίο στο οποίο υπεισέρχεται και ο παράγοντας μίας επαναπροσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι για το οποίο έχει μιλήσει ο Κιρ Στάρμερ αλλά δίχως να εξειδικεύει. Ακολουθεί το μεταναστευτικό, και το πόσο αυτό βαραίνει στην κάλπη συναρτάται με την πολιτική τοποθέτηση, σύμφωνα με την Δέσποινα Αλεξιάδου. «Για πολλούς ψηφοφόρους, κυρίως όσους ψηφίσουν τους Εργατικούς, το μεταναστευτικό δεν είναι το κύριο ζήτημα» αναφέρει.
Η Υγεία και η Εκπαίδευση είναι οι δύο τομείς που θέτουν σε κάθε προεκλογική περίοδο ως προτεραιότητα τα κόμματα. «Ακτινογραφώντας» το μανιφέστο των Εργατικών, η κα Αλεξιάδου επισημαίνει ότι υπάρχουν σαφώς σχετικές δεσμεύσεις, αλλά είτε δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα ποσά, όπως το 1997 και το 2019 επί Τζέρεμι Κόρμπιν, είτε είναι αρκετά χαμηλά συγκριτικά με προηγούμενες καμπάνιες. Κοστολόγηση έχει γίνει αναφέρουν οι Εργατικοί, αλλά το προεκλογικό πρόγραμμα δεν «προδίδει» λεπτομέρειες.
«Ακόμα και για την Υγεία, ο Στάρμερ λέει ΄θα μιλήσω με τους συλλόγους των γιατρών (που εδώ και μία διετία βρίσκονται σε απεργίες), θα λύσουμε τα εργασιακά’. Το αγγίζει το ζήτημα δηλαδή από αυτή την πλευρά» εξηγεί η κα Αλεξιάδου, εκτιμώντας σε κάθε περίπτωση πως δύσκολα τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα συγκριτικά με τη διακυβέρνηση των Τόρις που δεν είχαν καν εισέλθει στη διαδικασία ενός σοβαρού διαλόγου με τους επαγγελματίες Υγείας για τα προβλήματα του κλάδου.
«Αναφέρει επίσης πως θα βελτιώσει την Παιδεία, αλλά πως; Με περισσότερη προσχολική εκπαίδευση, περισσότερους δασκάλους, αλλά δεν λέει πού θα βρει τα χρήματα γι’ αυτό. Άρα, κρατάμε μικρό καλάθι για τις δαπάνες στην Παιδεία», προσθέτει.
Στο μείζον ζήτημα της διαχείρισης της οικονομίας, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Στραθκλάιντ επισημαίνει πως οι οικονομικά φιλελεύθεροι και από τα αριστερά και από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος «κοιτούν» περισσότερο προς μία επαναπροσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε κάποιους τομείς τουλάχιστον. Οι συντηρητικοί ανησυχούν εξίσου για την οικονομία, αλλά δεν το θέτουν αναγκαστικά στη βάση του ‘τι θα κάνουμε’ με την Ευρωπαϊκή Ένωση» αναφέρει για να προσθέσει ότι διαφαίνεται όντως πρόθεση Στάρμερ για ένα βαθμό επαναπροσέγγισης που μένει να διαφανεί τι μορφή θα λάβει.
Όπως έχει αναλύσει εκτενώς και σε πρόσφατο άρθρο της στο The Conversation, η κα Αλεξιάδου υπογραμμίζει ότι το σημαντικό νέο στοιχείο στην ατζέντα των Εργατικών του Κιρ Στάρμερ είναι ότι θέτουν επί τάπητος ένα επενδυτικό πλάνο, το οποίο περιλαμβάνει τη σύσταση δύο κρατικών εταιρειών, την Great British Energy και ένα ταμείο εθνικού πλούτου. Η πρώτη θα στοχεύει στην πράσινη ενέργεια και η δεύτερη ευρύτερα σε κρατικές επενδύσεις, εκεί όπου το κράτος θεωρεί ότι μπορεί να επέμβει με επενδύσεις για να 'φέρει' ανάπτυξη και να συμβάλλει και στο στόχο για μηδενικές εκπομπές ρύπων», αναφέρει.
Και σε αυτό το πεδίο χρειάζονται διευκρινίσεις για το πώς θα υλοποιηθεί το πλάνο και αν θα υπάρξει ή μη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, επισημαίνει και προσθέτει: «Πρόκειται όμως σε κάθε περίπτωση για μια σημαντικά πιο κρατικιστική προσέγγιση των δημόσιων επενδύσεων από ό,τι έχουμε δει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν το έχουμε δει σε άλλες καμπάνιες των Εργατικών. Αποκλίνει από το σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης των Νέων Εργατικών του 1997, ενώ ούτε και ο Κόρμπιν, που ήταν αρκετά κρατικιστής, είχε προτείνει κάτι ανάλογο».
Όσον αφορά το μεταναστευτικό, δεν είναι το κύριο μήνυμα του Στάρμερ στην εκστρατεία και δεν τον «φοβίζει» υπό την έννοια ότι δεν επιζητά να προσελκύσει ψηφοφόρους μέσω αυτού: «Γνωρίζει ότι οι ψηφοφόροι που αγωνιούν και το μεταναστευτικό είναι το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα γι' αυτούς θα κατευθυνθούν στο Reform (του Νάιτζελ Φάρατζ). Ίσα ίσα που λέει αρκετά ανοιχτά ότι οι μετανάστες είναι θετικό στοιχείο για την κοινωνία μας, τους χρειαζόμαστε. Αλλά και αυτός είναι προσεκτικός, και έχει προαναγγείλει πιο σκληρή στάση στο μεταναστευτικό και νέα νομοθεσία».
Επί Εργατικών δεν πρόκειται σε κάθε περίπτωση να προχωρήσει το αμφιλεγόμενο Σχέδιο Ρουάντα. «Από την αρχή οι Εργατικοί ήταν αντίθετοι στο σχέδιο του Ρίσι Σούνακ για τους αιτούντες άσυλο, και ήταν ένα από τα σημεία που ήταν πολύ σταθεροί. Πρωτίστως μιλώντας με όρους Κράτους Δικαίου, καθώς παραβιάζει ευρωπαϊκές Συνθήκες για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά θεωρούν επίσης ότι είναι πολύ δαπανηρό», σύμφωνα με την κα Αλεξιάδου, η οποία και επισημαίνει ως γενική εικόνα για τον Κιρ Στάρμερ ότι είναι «πολύ προσεκτικός, εξ ου και του αποδίδουν ‘ξύλινο λόγο’, δεν έχει στοιχεία αυθορμητισμού, αλλά σίγουρα είναι μεθοδικός και κρατά ισορροπίες».
O παράγοντας Νάιτζελ Φάρατζ
Εκεί που φαινόταν ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να γίνουν δημοσκοπικά χειρότερα για τον Ρίσι Ρούσακ, επανήλθε ο Νάιτζελ Φάρατζ στο προσκήνιο αυξάνοντας την εκλογική δύναμη του ακροδεξιού Reform UK. Το ερώτημα της κάλπης δεν είναι αν οι Τόρις θα χάσουν, αλλά η έκταση της ήττας. Εάν θα είναι μία ήττα σχετικά διαχειρίσιμη ή πραγματική εκλογική συντριβή.
«Ο Φάρατζ είναι εξαιρετικά πολιτικά ευφυής. Μέχρι πριν από δύο μήνες έλεγε δεν θα κατέβει στις εκλογές. Όμως τι είδε; Πολλοί από τους ψηφοφόρους που κατευθύνθηκαν στους Συντηρητικούς το 2019 ήταν ψηφοφόροι των Εργατικών που είχαν απογοητευτεί πάρα πολύ από τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Ειδικά στις περιοχές του αποκαλούμενου ‘Red Wall’ της βόρειας Αγγλίας. Καθ’ όλο τον 20ό αιώνα ψήφιζαν σταθερά Εργατικούς. Ήταν κυρίως βιομηχανικές περιοχές, τα μεταλλεία.
»Πολλοί από αυτούς ψήφισαν τον Μπόρις Τζόνσον το 2019 θεωρώντας τον Κόρμπιν όχι ακριβώς κομμουνιστή, αλλά πολύ αριστερό ή διανοούμενο. Αλλά πέραν αυτού, ήταν και υπέρ του Brexit. Δεν ήθελαν την ελεύθερη μετακίνηση των Ευρωπαίων στη Βρετανία. Αλλά και ο Τζόνσον το 2019 τους είχε υποσχεθεί πάρα πολλά· κονδύλια και επενδυτικά προγράμματα στην περιοχή τους, κυρίως τη σιδηροδρομική γραμμή HS2, που όμως δεν έγιναν. Συνεπώς, τώρα τους χάνουν. Έχουν χάσει σχεδόν σίγουρα εκείνες τις εκλογικές περιφέρειες και ο Φάρατζ είδε ότι θα μπορούσε να τις πάρει εκείνος» αναφέρει η Δέσποινα Αλεξιάδου, επισημαίνοντας ότι η τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου YouGov έχει «φερει» το Reform δεύτερο σε αρκετές περιφέρειες του «Red Wall», αν και είναι μάλλον δύσκολο να τις κερδίσει.
Ο Φάρατζ στοχεύει τις περιφέρειες, όπου οι Τόρις είναι πιο ευάλωτοι. Αν το Reform UK συγκεντρώσει το ίδιο ποσοστό ψήφων που είχε λάβει ως Ukip το 2015, τότε το πλήγμα που θα επιφέρει στους Συντηρητικούς θα είναι εξαιρετικά βαρύ. Παρόλα αυτά τα ποσοστά του Reform δεν «μεταφράζονται» απαραίτητα σε έδρες εξαιτίας του αμιγώς μονοεδρικού εκλογικού συστήματος της Βρετανίας. Ακόμη και με βάση τα πολύ προηγμένα προγνωστικά μοντέλα, η αβεβαιότητα σχετικά με τις έδρες για το Reform είναι πολύ υψηλή δεδομένου ότι είναι ένα πολύ μικρό κόμμα και το εκλογικό σύστημα είναι καθαρά πλειοψηφικό. Οι προβλέψεις δίνουν στο Reform από καμία έως και οκτώ έδρες. Η κ. Αλεξιάδου θεωρεί πως είναι πιθανό το κόμμα να λάβει έδρα στο Κλάκτον του Έσσεξ, όπου «κατεβαίνει» ο ίδιος ο Φάρατζ, καθώς και σε άλλες μία ή δύο περιοχές βόρεια και ανατολικά του Λονδίνου που παλαιότερα ήταν λιμάνια και σήμερα είναι πολύ υποβαθμισμένες.
Έχουν μετανιώσει οι Βρετανοί για το Brexit;
«Έχουν μετανιώσει, ναι» απαντά η Δέσποινα Αλεξιάδου, αναδεικνύοντας ως πολύ ενδιαφέρον στοιχείο το γεγονός ότι σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις ένα μεγάλο ποσοστό (37%) των ερωτηθέντων δηλώσαν ότι θα ήθελαν να έχει γίνει μεγαλύτερη συζήτηση για τα ζητήματα της μετά Brexit εποχής κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
«Βέβαια, παράλληλα ένα μεγάλο ποσοστό 25% λέει δεν γνωρίζω/δεν απαντώ. Το Brexit έχει διχάσει πολύ τη Βρετανία, και αρκετοί ίσως δεν παίρνουν θέση, αλλά ως γενική τάση θα μπορούσαμε να πούμε ότι 'ναι', το έχουν μετανιώσει», αναφέρει για να αποσαφηνίσει ότι σήμερα μόνο τα μικρά κόμματα έχουν ξεκάθαρα θέση υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης -οι Πράσινοι, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και το SNP της Σκωτίας.
Οι Συντηρητικοί είναι ξεκάθαροι, πως το ζήτημα είναι λήξαν. Οι Εργατικοί δείχνουν να φοβούνται τη συζήτηση, κάτι που η ίδια δεν θεωρεί ιδιαίτερα κατανοητό δεδομένου ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι των Εργατικών είναι υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμίζει ότι όταν είχε υπάρξει μία φημολογία περί πρότασης της Κομισιόν για ελεύθερη μετακίνηση νέων έως 30 ετών μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, οι Εργατικοί είπαν αμέσως «όχι».
Οι Βρετανοί πολίτες φαίνεται πως ουσιαστικά φέτος συνειδητοποίησαν πόσο πολύ έχει επηρεαστεί η οικονομία από την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, λέει η Δέσποινα Αλεξιάδου. «Με την επιδημία Covid δεν ‘φάνηκε’, τώρα όμως βλέπουν και το αυξημένο κόστος των τροφίμων. Η Βρετανία εισάγει πάρα πολλά αγροτικά προϊόντα, λαχανικά και φρούτα έρχονται όλα από τη νότια Ευρώπη. Πλέον ο κόσμος το έχει καταλάβει και δυσανασχετεί» αναφέρει για να διευκρινίσει πάντως πως δεν υπάρχει καμία συζήτηση για ένα νέο δημοψήφισμα.
Εργατικοί τότε και τώρα
Έχει περάσει μία 15ετία από τότε που βρίσκονταν οι Εργατικοί στην εξουσία. Πώς συγκρίνονται τα χρόνια του Τόνι Μπλερ με το σημερινό κόμμα υπό τα ηνία Στάρμερ;
«Ο Μπλερ διοχέτευσε αρκετά χρήματα στην οικονομία, μεγάλους πόρους στην Υγεία και είδαμε και μεγάλη βελτίωση. Η Υγεία σήμερα έχει ‘γονατίσει’ και έχω μεγάλο ερωτηματικό πώς θα καταφέρει να βελτιώσει την κατάσταση ο Στάρμερ. Ο Μπλερ κατάφερε να δημιουργήσει ανάπτυξη που στηρίχθηκε πολύ στη μεγαλύτερη απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τομέα. Από αυτό δεν μπορεί να βγει κάτι καινούριο.
»Αυτό που μπορεί να κάνει μόνο ο Στάρμερ είναι να αποδώσει πραγματικά η ανάπτυξη μέσω των κρατικών επενδύσεων, αν και αυτό έχει μακρινό ορίζοντα. Ανάπτυξη ίσως και με μία επαναπροσέγγιση με την ΕΕ; Να αυξηθεί ξανά το εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών; Αλλά μάλλον θα πρέπει να αυξήσει τους φόρους, λέει ότι δεν θα αυξήσει κανέναν, αλλά είναι αδύνατον αν θέλει να κάνει δαπάνες για την Υγεία» αναφέρει η Δέσποινα Αλεξιάδου.
«Αλλιώς θα πρέπει να στραφεί σε ιδιωτικοποιήσεις. Ακόμη, η υγειονομική κάλυψη είναι δωρεάν, από μία επίσκεψη στον γενικό ιατρό έως μία επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, και το προσδόκιμο ζωής φυσικά είναι υψηλότερο», δηλώνει καταλήγοντας: «Τι θα πράξει δεν γνωρίζουμε. Επί Μπλερ η οικονομία ήταν σε πολύ καλύτερη θέση, και όλοι οι τομείς ήταν σε καλύτερη θέση. Ο Στάρμερ καλείται να κάνει μεγαλύτερες αλλαγές απ’ ότι ο Τόνι Μπλερ -μεγαλύτερες δομικές αλλαγές».
*Η Δέσποινα Αλεξιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διακυβέρνησης και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Στραθκλάιντ στη Γλασκώβη. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Φλωρεντίας και έχει εργαστεί σε πανεπιστήμια της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η έρευνά της εστιάζεται σε ζητήματα πολιτικής οικονομίας και αντιπροσώπευσης.