Πού πηγαίνει όλη η τέχνη μετά από μια φουάρ;

Πού πηγαίνει όλη η τέχνη μετά από μια φουάρ;

Το freeport του Λουξεμβούργο (Φωτογραφία © Luca Fascini, με την ευγενική παραχώρηση του Atelier d''Architecture 3BM3)

Της Georgina Adam

Η αποθήκευση τέχνης είναι μια επιχείρηση που κάνει θραύση παγκοσμίως, αξίας αυτήν τη στιγμή άνω του 1 δισ. δολαρίων ετησίως. Ο Simon Hornby, ο πρόεδρος της Crozier Fine Arts, που διαθέτει αποθήκες στο Μανχάταν, το Μπρούκλιν, το Νιούαρκ και άλλες πιο μακριά, στο Ντέλαγουερ και στο Κοννέκτικατ, θεωρεί ότι το 80% ή και περισσότερο της τέχνης παγκοσμίως βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε αποθήκες.

Η αποθήκη της Crozier στο Τσέλσι, κοντά στον ποταμό Hudson, χτίστηκε το 1923, σε μια εποχή όπου η περιοχή έσφυζε από ζωή χάρη στη μεταφορά και την αποθήκευση των πάντων από άνθρακα μέχρι ξηρά προϊόντα. Το τσιμεντένιο κτίριο που ανέρχεται έξι πόδια πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, τώρα παραχωρείται για την αποθήκευση έργων τέχνης. Βρίσκεται στο κέντρο μιας συνοικίας σύγχρονης τέχνης, με μεγάλες γκαλερί όπως η Hauser & Wirth, η Zwirner και η Gagosian, όλες συγκεντρωμένες στα ίδια τετράγωνα.

Η επιχείρηση διαθέτει συνολικά οκτώ αποθήκες και  φορτηγά που μετακινούνται  συνεχώς μεταξύ αυτών των οκτώ, με ένοπλη συνοδεία ασφαλείας για έργα υψηλής αξίας. Η αποθήκη στο Τσέλσι διαθέτει τρεις χώρους στο ισόγειο ως «αίθουσες θέασης»: λευκοί κύβοι έξυπνα διακοσμημένοι με φωτισμό και προβολείς, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους έμπορους τέχνης για την παρουσίαση έργων σε υποψήφιους πελάτες. Κάμερες ασφαλείας τοποθετημένες επιβλέπουν το ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, ενώ οι χειριστές των έργων τέχνης -η Crozier απασχολεί 250, μερικοί από τους οποίους είναι επίδοξοι καλλιτέχνες- είναι απασχολημένοι με το να ελίσσουν κιβώτια σε ανελκυστήρες βιομηχανικού μεγέθους. Ο χώρος του Τσέλσι έχει εννέα ορόφους αποθήκευσης, γεμάτους με τέχνη σε κιβώτια. «Και κάθε μία από τις εγκαταστάσεις μας στο Νιούαρκ είναι τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη», λέει ο Hornby.

Η Crozier απέχει πολύ από το να είναι η μόνη επιχείρηση αποθήκευσης τέχνης. Άλλοι επιφανείς παίκτες είναι οι Arcis, Momart, Hasenkamp και Uovo. Οι λόγοι για τη θραύση αυτή είναι πολλαπλοί -ο προφανής είναι η ασφάλεια. Άλλοι λόγοι είναι ότι: οι συλλέκτες έχουν υπερβολικά πολλά για να τα κρατήσουν στο σπίτι ή τα έχουν αγοράσει μόνο για επένδυση, η τέχνη που αποθηκεύεται δεν επισύρει φορολόγηση και μένει μακριά από τα αδιάκριτα μάτια ή οι γκαλερί πρέπει να διατηρήσουν το απόθεμά τους κάπου μεταξύ εκθέσεων και  φουάρ. Οι τράπεζες που έλαβαν τέχνη ως εγγύηση για δάνεια μπορούν να την τοποθετήσουν με ασφάλεια σε αυτά τα θησαυροφυλάκια.

Οι ιδιωτικές συλλογές αντιπροσωπεύουν περίπου το 35% της τέχνης που φυλάσσεται στα χρηματοκιβώτια της Crozier. Τα υπόλοιπα χωρίζονται σε μουσεία, αίθουσες τέχνης, τράπεζες και κληροδοτήματα. Σύμφωνα με τον Hornby, κάποια έργα τέχνης συλλεκτών κάνουν ένα κυκλικό ταξίδι κάθε χρόνο -ακολουθώντας τους ιδιοκτήτες μπρος πίσω, όταν μετακινούνται στα σπίτια τους στα Hamptons, Palm Beach και Aspen, ακόμη και σε ένα γιοτ στη Μεσόγειο- και επιστρέφουν στον αποθηκευτικό χώρο στο ενδιάμεσο. Καθώς έκανα μια βόλτα τριγύρω, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ τη Γαλλία της Αναγέννησης, όταν των πομπών των μοναρχών προς τα Chateaux de la Loire προηγούνταν ολόκληρη σειρά από αποσκευές με έπιπλα: τα κάστρα έμειναν γυμνά ανάμεσα στις επισκέψεις.

Οι επιχειρήσεις αποθήκευσης τέχνης έχουν διπλασιαστεί σε μέγεθος μέσα σε οκτώ χρόνια και φαίνεται ότι πρόκειται να αναπτυχθούν, καθώς όλο και περισσότερη τέχνη παράγεται και -ακόμη πιο σημαντικό- αγοράζεται ως καθαρή επένδυση. «Μέχρι πριν από περίπου δέκα χρόνια», λέει ο Stephane Custot της γκαλερί Waddington Custot του Λονδίνου, «οι συλλέκτες μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης ήταν κυρίως λάτρεις της τέχνης και ερασιτέχνες, είχαν ένα πραγματικό πάθος, ξοδεύοντας τα χρήματά τους σε αυτό που τους άρεσε: συνέλεγαν απλώς για να απολαύσουν το έργο στο οικιακό περιβάλλον τους. Σήμερα πρέπει να δουλέψεις με όλο και περισσότερα καταπιστεύματα τέχνης (art funds) ή κερδοσκόπους που αγοράζουν τέχνη ως επένδυση. Η αγορά τέχνης έχει γίνει προσβάσιμη σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό από πριν και θεωρείται περιουσιακό στοιχείο. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι περισσότερα έργα «κοιμούνται» στις αποθήκες παρά κρέμονται στα σπίτια συλλεκτών», λέει.

Το αποτέλεσμα είναι ένα αναπτυσσόμενο, παγκόσμιο δίκτυο εγκαταστάσεων αποθήκευσης, περισσότερες από τις οποίες χτίζονται και ανοίγουν συνεχώς. Έξω από τις ΗΠΑ, πολλοί είναι «freeports». Η Ελβετία έχει δέκα από αυτά, συμπεριλαμβανομένου του αποθετηρίου της Γενεύης, το οποίο λέγεται ότι έχει έργα τέχνης αξίας πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Λουξεμβούργο, η Σιγκαπούρη και το Μονακό έχουν και άλλα έχουν προγραμματιστεί ή βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή στο Πεκίνο και τη Σαγκάη. Αποτελούν απάντηση στην αυξανόμενη ζήτηση ασφαλών χώρων για την αποθήκευση πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων, από χρυσό και κρασί μέχρι τέχνη και βίντατζ αυτοκίνητα.

«Τον περασμένο χρόνο, είδα μόνο ένα έργο τέχνης από όσα συνολικά διαπραγματεύτηκα ως μεσάζων», λέει ένας Νεοϋορκέζος που εργάζεται ως έμπορος και εκτιμητής. «Όλα τα άλλα αγοράστηκαν και πουλήθηκαν μέσω εικόνων στο ίντερνετ και παρέμειναν στην αποθήκη. Ήταν όλα για επενδύσεις.»

Tο freeport του Λουξεμβούργο (Φωτογραφία © Luca Fascini, με την ευγενική παραχώρηση του Atelier d''Architecture 3BM3)

Και υπάρχει και ένας άλλος λόγος για να μπαίνει η τέχνη σε αυτά τα χρηματοκιβώτια. Τα αντικείμενα δεν εμπίπτουν σε φόρο ή τελωνειακό δασμό, εφόσον παραμένουν πίσω από τους τσιμεντένιους τοίχους. Οι έμποροι τέχνης μπορούν, ακόμη, να νοικιάσουν  μια αίθουσα θέασης σε πιο μόνιμη βάση, δημιουργώντας έτσι στην ουσία μια αίθουσα τέχνης. Οι πελάτες μπορούν να έρθουν και να δουν ένα έργο, το οποίο βγαίνει για θέαση. Έργα μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν, αν χρειαστεί ξανά και ξανά, σε κάθε περίπτωσε χωρίς φόρο. Τα κομμάτια μπορούν ακόμη να αποστέλλονται με φορολογική αναστολή σε κάποια γκαλερί αλλού:  εφ'' όσον επιστρέφονται στην αποθήκη δεν εμπίπτει τελωνειακός δασμός, ακόμη και αν έχει αλλάξει  χέρια: καθιστώντας τα ιδανικό για επενδύσεις. Και επειδή υπάρχουν πολλά freeports εντός των περιμέτρων των αεροδρομίων, οι επισκέπτες δε χρειάζεται καν να δείξουν διαβατήριο κατά την επίσκεψή τους -μπορούν να πετάξουν στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, να επισκεφτούν την αποθήκη και να φύγουν χωρίς πραγματικά να μεταβούν να έχουν μεταβεί τυπικά στη Σιγκαπούρη.

Και στις ΗΠΑ, υπάρχει ένα τελικό πλεονέκτημα: κάποιοι συλλέκτες/επενδυτές χρησιμοποιούν τη διευκόλυνση «ομοίου είδους», που ονομάζεται επίσης «ανταλλαγή 1031», για την αναβολή πληρωμής φόρου επί των κεφαλαιουχικών κερδών στις συναλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι εφ'' όσον ένα παρόμοιο κομμάτι αγοράζεται εντός 180 ημερών από τη στιγμή που θα πωληθεί, δεν οφείλεται άμεσα κανένας φόρος. Η 1031 δημιουργήθηκε αρχικά για ανθρώπους όπως οι αγρότες και το «ομοίου είδους» επεκτάθηκε και στο φύλο των ζώων -δε θα μπορούσε κανείς να πουλήσει μια αρσενική αγελάδα για να αγοράσει μια θηλυκή, εξηγεί ο Jason Kleinman, φορολογικός συνεργάτης στο δικηγορικό γραφείο Herrick Feinstein της Νέας Υόρκης. «Ενώ οι κανόνες παραμένουν κάπως ασαφείς, πρέπει να δείτε την τέχνη ως επένδυση, όχι μόνο ως μέρος μιας συλλογής», λέει. Και σε πολλές περιπτώσεις αυτό σημαίνει ότι πολλές τέτοιες «επενδύσεις σε ακίνητα» πραγματοποιούνται στις αποθήκες τέχνης αντί να κρέμονται στο σπίτι κάποιου.

. Το παραπάνω είναι προσαρμοσμένο απόσπασμα από το επερχόμενο βιβλίο της Georgina Adam «Dark Side of the Boom: the Excesses of the Art Market in the 21st Century», που θα κυκλοφορήσει από τον Lund Humphries το φθινόπωρο του 2017.

Freeports: ζώνες που δεν πηγαίνουν σύμφωνα με το νόμο;

Τα τελευταία χρόνια, η μυστικοπαθής πλευρά των freeports έχει τραβήξει σημαντική κριτική. Ωστόσο, οι διαχειριστές τους απορρίπτουν έντονα την εντύπωση ότι είναι ζώνες που δεν πηγαίνουν σύμφωνα με το νόμο. Λένε ότι η περιγραφή αυτών των «θυρίδων ασφαλείας» ως χώροων που χρησιμοποιούνται για ξέπλυμα χρημάτων, φοροαπαλλαγές, αποθήκευση κλεμμένων έργων τέχνης και μυστικότητα είναι εντελώς λανθασμένη και επισημαίνουν ότι οι διαδικασίες ρυθμίζονται από τους νόμους της χώρας και οι πελάτες είναι καλά ελεγμένοι.

Ωστόσο, ένας έμπορος τέχνης δήλωσε ότι κατά το παρελθόν μπορούσε να καλέσει μια επαφή του σε ένα freeport για να μάθει ποιες ήταν οι τελευταίες αφίξεις, κερδίζοντας μια πληροφορία εκ των έσω για μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση. «Ήταν σαν ένα μενού εστιατορίου και είχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Θα άκουγα ότι «μόλις μου έφεραν έναν Picasso, ένα Dufy και έναν Derain», λέει ο έμπορος, και συμπληρώνει αστειευόμενος: «Ήταν σα να μου έλεγαν «χτυπήστε τρεις φορές και ζητήστε τον Ramon»»!

Αυτά μοιάζουν να είναι παρελθόν, καθώς το 2015, αντιμέτωποι με την αυξανόμενη κριτική ότι τα freeports διευκολύνουν το ξέπλυμα χρήματος και τη φοροδιαφυγή, οι ελβετικές αρχές κατέστησαν αυστηρότερες, εισάγοντας νέους κανονισμούς, ιδίως απαιτώντας την καταχώριση των ταυτοτήτων των ιδιοκτητών αγαθών καθώς και των αγοραστών αγαθών που εξέρχονται από ελεύθερα λιμάνια όπως αυτά στη Γενεύη.