Στο ερώτημα αν μία ερευνητική εργασία μπορεί να γίνει επιχείρηση υψηλής αξίας, χωρίς τη χρήση επιχειρηματικών κεφαλαίων, την θετική απάντηση δίνει η BioCoS. Η startup με έδρα τη Κρήτη που δίνει το παράδειγμα για το πώς ένα καθημερινό ερώτημα μπορεί να λάβει πιστοποιημένη απάντηση. Και όλα αυτά για ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά προϊόντα: το ελαιόλαδο.
Στην έρευνα στην ουσία δεν υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί. Υπάρχει συνεχόμενη παραγωγή καινοτομίας και νέων τεχνολογιών. Στην άλλη πλευρά, όμως, στην επιχειρηματικότητα, θα πρέπει να προσφέρει κανείς λύσεις σε ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πελάτες του, ενώ έχει συγκεκριμένους χρονικούς περιορισμούς για να παραδώσει το προϊόν και να λύσει το ζήτημα της χρηματοδότησης.
Πρόκειται για μία πραγματικότητα την οποία αντιλαμβάνεται ο Στέλιος Αρχοντάκης. Επιστήμονας με πλούσιο ερευνητικό έργο στο βιογραφικό του, σε μεταδιδακτορικό επίπεδο μάλιστα, στο χώρο της βιοπληροφορικής και της γενομικής, ο οποίος το 2016 αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα: να περάσει την «ιδέα» στον χώρο της επιχειρηματικότητας. Εκεί δηλαδή όπου υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε σχέση με την ερευνητική δραστηριότητα, ακόμα και αν αφορούν το ίδιο αντικείμενο...
Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα βήματα της BioCoS, η οποία άρχισε να αναπτύσσει μια διαδικασία πιστοποίησης της ποικιλίας προέλευσης του ελαιόλαδου με χρήση γενετικών δεδομένων. Η συμμετοχή της σε προγράμματα επιχειρηματικής υποστήριξης και ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα αυτά του Orange Grove, του Δικτύου ΠΡΑΞΙΣ του ΙΤΕ αλλά και του τεχνολογικού Πάρκου STEP-C του ΙΤΕ, επίσης ήταν μονόδρομος, μια και αποτελούν σημαντικά βήματα για την ανάπτυξη μιας Startup.
Για την ίδια την εταιρεία, ωστόσο, κομβικό σημείο ήταν το 2018, όταν η επίσης ερευνήτρια και κάτοχος διδακτορικού Αθανασία-Μαρία Δούρου με μεγάλη εμπειρία στην βελτιστοποίηση παραγωγής της ελιάς, έγινε συνιδρύτρια της BioCoS.
«Από τα πρώτα της βήματα η BIOCOS ακολούθησε μια στρατηγική οργανωσιακής αμφιδεξιότητας, δηλαδή μιας εταιρείας που ανταποκρίνεται εμπορικά με τις παρούσες δυνατότητές της, ενώ ταυτόχρονα διερευνά νέες αγορές και αναπτύσει νέα προιόντα. Η BioCoS ξεκίνησε ως εταιρεία υπηρεσίων βιοπληροφορικής, με πρώτο πελάτη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατόπιν αξιοποίησε την τεχνογνωσία της για ανάπτυξη λύσεων γενετικής (DNA) ιχνηλασιμότητας σε τρόφιμα, καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής. Η πρώτη καθετοποιημένη λύση της BioCoS είναι η γενετική (DNA) ιχνηλασιμότητα - από το χωράφι στο ράφι – του ελαιολάδου είτε σαν τρόφιμο ή σαν συστατικό σε καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής. Η γενετική (DNΑ) ταυτότητα ενός ελαιολάδου προσδίδει ανταγωνιστικότητα και υπεραξία στο τελικό προίον, επιτρέποντας σε μια εταιρεία να επιβεβαιώσει περαιτέρω στον καταναλωτή ότι η ετικέτα περιέχει αυτό που αναγράφει», σημειώνει ο Στέλιος Αρχοντάκης.
Για τον τρόπο με τον οποίο το καταναλωτικό κοινό αντιμετωπίζει την «υπόθεση ελαιόλαδο», αξίζει να αναφέρουμε ότι μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2019 έδειξε ότι ακόμα και η υπόνοια νοθείας στη βιομηχανία ελαιολάδου, είναι ικανή συνθήκη για την μείωση της τιμής στην ετικέτα του από 10% έως και 50%. Και αυτό καθώς υπάρχει μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών που αναζητά διαφάνεια στην ετικέτα, και για την οποία είναι διατεθειμένη να πληρώσει παραπάνω.
Η BioCoS, με τη μέθοδο DNA ιχνηλασιμότητας που έχει αναπτύξει, προσφέρει ακριβώς αυτή την διαφάνεια, ενώ παράλληλα δίνει σε μια εταιρεία την δυνατότητα να δημιουργήσει ένα πρωτόκολλο βιωσιμότητας: οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό. Οικονομικό καθώς υπάρχει αύξηση πωλήσεων ή και αξίας του τελικού προϊόντος, κοινωνικό γιατί στηρίζει τους τοπικούς παραγωγούς, και περιβαλλοντικό γιατί δίνει υπεραξία σε τοπικές ποικιλίες, ενώ η συλλογή γενετικού υλικού αποτελεί σημαντική βάση για να αναπτυχθούν στρατηγικές ενίσχυσης της παραγωγής ειδικά εν μέσω μελλοντικών κινδύνων όπως η κλιματική αλλαγή.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το γεγονός ότι η αγορά η οποία δραστηριοποιείται η BioCoS, αγγίζει τα 70 δισ. δολάρια αντιλαμβανόμαστε ότι η Στέλιος και η Αθανασία, που είχαν εντοπίσει το πρόβλημα από το 2016, πλέον προσφέρουν μια από τις καλύτερες λύσεις στην συγκεκριμένη αγορά.
Η αρωγή της Ε.Ε. και η αναζήτηση VC με εμπειρία στη βιοτεχνολογία
Όπως αναφέρει στο Liberal.gr ο CEO της BioCoS, η χρηματοδότηση της Startup προέρχεται μέχρι σήμερα από ιδία κεφάλαια, ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το SME Instrument Phase I το 2019, το S3food το 2021, αλλά και από εμπορικές συνεργασίες με εταιρείες εμπορίας ελαιόλαδου υψηλής ποιότητας αλλά και σε άλλους τομείς όπως καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής. Βέβαια, μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που συνάντησε η ομάδα ήταν η ωριμότητα της αγοράς. Δηλαδή η εύρεση εταιρειών που να επιθυμoύν να αναπτύξουν και να προβάλουν ένα πρωτόκολλο βιώσιμης ανάπτυξης στην συγκεκριμένη αγορά, ή και γενικότερα.
Το «περιβάλλον» αυτό, άλλαξε ραγδαία από το 2020, όταν η ΕΕ ανακοίνωσε την Πράσινη Στρατηγική. Και από τότε έως και σήμερα παρατηρείται μια συνεχή αύξηση σε πελάτες και συνεργασίες για την ανάπτυξη γενετικά ιχνηλατίσιμων προϊόντων.
«Δεν έχουμε προχωρήσει σε κάποια χρηματοδότηση από Venture Capitals. Σίγουρα είναι κάτι που δε το έχουμε αποκλείσει, αλλά δεν είναι στις προτεραιότητες μας στην παρούσα φάση. Αυτό που σίγουρα αναζητούμε από ένα VC, εκτός από το να πιστεύουν σε αυτό που κάνουμε, είναι να έχουν ένα ισχυρό δίκτυο πελατών, και ανθρώπους με εμπειρία στην βιοτεχνολογία – τόσο σε επίπεδο επιχειρηματικό αλλά και τεχνολογικό», επισημαίνει σχετικά, ο Στέλιος Αρχοντάκης.
Με έδρα τη Κρήτη εξυπηρετεί όλον τον κόσμο
Η Startup έχει δημιουργήσει πλέον ένα ισχυρό δίκτυο εμπορικών και ερευνητικών συνεργασιών με χώρες εντός Ευρώπης (Ισπανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ελβετία) και εκτός (ΗΠΑ, Καναδάς) με την έδρα της εταιρείας να παραμένει στη χώρα μας.
Παρόλα αυτά, οι προκλήσεις για μια εταιρεία βιοτεχνολογίας με έδρα την Ελλάδα είναι πολλές:
«Κάθε χώρα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, έτσι και η Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια η εικόνα της χώρας μας έχει δείξει σημαντική βελτίωση, παρόλο που το οικοσύστημα είναι ακόμα νεαρό σε «ηλικία». Ανάμεσα στα μειονεκτήματα μας θα έβαζα το ύψος των επενδύσεων συγκριτικά με αντίστοιχες εταιρείες στο εξωτερικό και ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ τομέα δραστηριότητας και επενδυτικών αναγκών. Δηλαδή μια εταιρεία βιοτεχνολογίας έχει μεγαλύτερο ρίσκο και πολύ πιο αργη πορεία στην αγορά, παρόλα αυτά αντιμετωπίζεται σαν μια εταιρεία που δραστηριοποιείται σε έναν άλλο τομέα. Επίσης οι εθνικές χρηματοδοτήσεις/επιχορηγήσεις νεοφυών επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί, αλλά ακόμα συνοδεύονται από μια έντονη γραφειοκρατία, που μερικές φορές αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για νέες εταιρείες. Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε ότι ένα σημαντικό πλεονέκτημα της χώρας μας είναι το εξαιρετικό μορφωτικό επίπεδο των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προστατέψουμε και να το αναδείξουμε γιατί είναι το μέλλον μας», αναφέρει σχετικά ο Στέλιος Αρχοντάκης.
«Υπάρχει έλλειψη σε διάφορους ρόλους πχ. business developers/product managers αλλά αυτό συσχετίζεται με τις οικονομικές δυνατότητες μιας startup στην Ελλάδα. Σαφώς δεν μπορεί να προσφέρει τις αντίστοιχες οικονομικές αμοιβές συγκριτικά με μια χώρα του εξωτερικού που έχει πρόσβαση σε μεγαλύτερα κεφάλαια. Η εσωτερική στρατηγική μας είναι να επενδύουμε σε νέους με στόχο να εξελιχθούν και να παραμείνουν μαζί μας. Θεωρούμε ότι η εμπειρία και οι γνώσεις μπορούν να αποκτηθούν, όχι όμως χαρακτηριστικά όπως το πάθος για αυτό που κάνουμε», συμπληρώνει ο CEO της BioCoS.
Οι τάσεις και οι στόχοι για το μέλλον
Η ανάπτυξη της BioCoS, συμπίπτει και με μία σημαντική εξέλιξη στη βιομηχανία ελαιολάδου, η οποία βρίσκεται νέων τάσεων, καθώς τα μονοποικιλιακά ΠΟΠ ελαιόλαδα αυξάνουν τα μερίδιά τους στα ράφια. Παράλληλα το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο κερδίζει έδαφος σαν ένα προιόν υγείας, και με ανοδική χρήση σαν συστατικό σε καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής. Στο περιβάλλον αυτό η πιστοποίηση του προϊόντος, διαμορφώνει καθοριστικό παράγοντα για τη φήμη και την εμπορική του πορεία.
Στην αρχή του 2023, η BioCoS ξεκινησε μια συνεργασία με δυο μεγάλους συνεταιρισμούς Ελαιολάδου στην Ιταλία, αλλά και την ανάπτυξη ενός μοριακού συστήματος (PCR) που θα επιτρέπει on-site γενετική ταυτοποίηση του ελαιόλαδου, κάτι που θα αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα της βιομηχανίας αλλά και τον εντοπισμό νοθείας με σπορέλαια.