Αν ο κ. Μητσοτάκης ήθελε μία ουσιαστική ιδεολογική σύγκρουση με την αριστερά, θα φώναζε τους εργαζόμενους και θα τους παραχωρούσε τη λειτουργία της εταιρείας. Να πληρώνουν από την τσέπη τους τις πιθανές ζημιές και με την εγγύηση της προσωπικής τους περιουσίας. Αφού οι άνθρωποι μας λένε ότι η ΛΑΡΚΟ τους ανήκει, ας την πάρουν. Εμείς οι υπόλοιποι, οι φορολογούμενοι που πληρώνουμε κάθε χρόνο από το υστέρημά μας για να συντηρείται ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα της μεταπολίτευσης, δεν έχουμε την παραμικρή αντίρρηση.
Υπάρχουν τρεις σκληρές αλήθειες σε αυτήν την ιστορία: η πρώτη είναι ότι η ΛΑΡΚΟ είναι σήμερα μία χρεοκοπημένη εταιρεία και πρέπει να κλείσει. Κι αυτό επειδή το μετάλλευμά της είναι πτωχό σε περιεκτικότητα Νικελίου. Δεν είναι εκμεταλλεύσιμο. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι η ΛΑΡΚΟ θα μπορούσε να επιβιώσει αν εισήγαγε μετάλλευμα από το εξωτερικό. Αλλά αυτό δεν έγινε επειδή έθιγε τα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών που μέσω των εργολαβιών «ζούσε» από τη δραστηριότητα. Και η τρίτη αλήθεια είναι ότι η επόμενη ημέρα βρίσκει χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο.
Η ΛΑΡΚΟ είναι μια χαμένη υπόθεση. Τουλάχιστον ως προς αυτό που γνωρίζαμε στο παρελθόν. Είναι αδύνατον να γίνει κερδοφόρος μια εταιρεία που δεν έχει προϊόν για να πουλήσει. Περί αυτού πρόκειται. Από εκεί και πέρα εισέρχεται η πολιτική. Η οποία και οφείλει να βρει λύσεις. Τόσο για τη λειτουργία της μονάδας με εναλλακτικούς τρόπους (ας πούμε με την εισαγωγή πρώτης ύλης από το εξωτερικό), όσο και για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής με τα νέα δεδομένα.
Η αριστερά θα συνεχίσει το παιγνίδι της. Θα βάλει μπροστά τα κορμιά των ανέργων, εκείνων που δικαίως ανησυχούν για το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους. Η κυβέρνηση οφείλει να ξεπεράσει τον φόβο των ανθρώπων με πολιτικές που θα επιτρέψουν σε τρεις νομούς της χώρας να δουν την επόμενη ημέρα με αισιοδοξία και παρά τις εξελίξεις στη ΛΑΡΚΟ. Για την ακρίβεια να δουν μια νέα πραγματικότητα. Ότι η χρεοκοπημένη ΛΑΡΚΟ τους κρατάει ομήρους. Ότι η ευημερία των κατοίκων μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την πραγματική ανάπτυξη και όχι με μια οικονομία σοβιετικού τύπου.
Θανάσης Μαυρίδης