Του Julian Jessop
Το νέο βιβλίο του John Mills The Elephant in the Room (Ο ελέφαντας στο δωμάτιο) που κυκλοφορία από τη Civitas και το John Mills Institute for Prosperity, ξεκινά με μια ζοφερή προειδοποίηση ότι το επίπεδο διαβίωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2030 μπορεί να είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι το 2019, αλλά την εξισορροπεί με τον τολμηρό ισχυρισμό ότι η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο κατά 3-4%, αρκεί να εφαρμοστούν οι σωστές πολιτικές.
Ο Τζων υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη μεταφορά περίπου 4% του ετήσιου ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου από τις καταναλωτικές δαπάνες σε επενδύσεις στη βιομηχανία, με μοχλό μια ουσιώδη υποτίμηση της λίρας. Ο ελέφαντας συνεπώς του τίτλου είναι η υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία.
Μου αρέσει το ύφος γραφής του Τζων. Είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που γράφουν για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου που έχουν μια κάποια εμπειρία στο στήσιμο μιας πετυχημένης επιχείρησης. Το έργο του βασίζεται σε μια
προσεκτική ανάλυση της οικονομικής ιστορίας και δεδομένων από τον πραγματικό κόσμο, και δεν φοβάται να προτείνει ριζοσπαστικές λύσεις πολιτικής. Το τελευταίο βιβλίο όπως και τα προηγούμενα διαβάζεται εύκολα. Παρ’ όλα αυτά διαφωνώ μαζί του σε τέσσερα βασικά σημεία.
Πρώτον, ο Τζων υποστηρίζει ότι μόνο συγκεκριμένα είδη επενδύσεων στην ιδιωτική ελαφρά βιομηχανία - και ιδίως στους κλάδους της μηχανοποίησης, της τεχνολογίας και της ενέργειας - μπορούν να παραγάγουν άξια λόγου οφέλη ως προς τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, την
άνοδο των μισθών και την ισχυροποίηση της φορολογικής βάσης, ή έστω της παραγωγής καλύτερων και φθηνότερων προϊόντων.
Πρόκειται για έναν πολύ τολμηρό ισχυρισμό. Ο Τζων έχει σίγουρα δίκιο ότι στο παρελθόν, ένα ασύμμετρα μεγάλο ποσοστό της αύξησης στην παραγωγικότητα προήλθε από τον βιομηχανικό κλάδο. Αυτό όμως μπορεί να μην ισχύει και στο μέλλον, δεδομένων των φθινουσών
αποδόσεων και της δυνατότητας των νέων τεχνολογιών και των εργασιακών πρακτικών να εκτινάξουν την παραγωγικότητα στην υπόλοιπη οικονομία.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης που κοιτάζει προς το παρελθόν. Ομοίως, η πρόταση του Τζών ότι η “επαναβιομηχάνιση” έχει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων φαίνεται να αφορά το (συχνά υπερτιμημένο)
χάσμα Βορρά/Νότου ανάμεσα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες ως κάτι που είναι γραμμένο στην πέτρα.
Είναι επίσης απολύτως φυσιολογικό το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής να μειώνεται καθώς οι χώρες γίνονται πλουσιότερες. Τα στοιχειώδη οικονομικά μας λένε ότι οι χώρες πρέπει να εξειδικεύονται σε δραστηριότητες στις οποίες έχουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα - κάτι που προσδιορίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τις αγορές - αντί να επιδιώκουν να αναπαραγάγουν τη σύνθεση του ΑΕΠ κάποιων ανταγωνιστών τους.
Δεύτερον, ο Τζων εξετάζει τους αριθμούς για να προτείνει ότι οι ετήσιες “κοινωνικές αποδόσεις” των αγαπημένων του βιομηχανικών επενδύσεων φτάνουν μέχρι και το 50%. Αυτή είναι η βάση του ισχυρισμού του ότι η παροχέτευση μόλις 4% του ΑΕΠ στην ελαφρά βιομηχανία μπορεί να ενισχύει το ΑΕΠ μέχρι και 2% χρόνο με το χρόνο. Τα μαθηματικά μπορεί να βγαίνουν, αλλά δεν ακούγεται αυτό υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό;
Τρίτον, και σε έντονη αντίθεση προς τον ενθουσιασμό του για τη βιομηχανία, ο Τζων υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές αποδόσεις από τις περισσότερες άλλες επενδύσεις μόλις και μετά βίας καλύπτουν το απαιτούμενο κεφάλαιο (μολονότι τα πραγματικά επιτόκια είναι σήμερα αρνητικά). Αυτές περιλαμβάνουν τις επενδύσεις για τη βελτίωση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, για σχολεία, νοσοκομεία και στέγαση.
Αυτό πολύ δύσκολα συμβιβάζεται με τις εκτεταμένες αποδείξεις ότι οι επενδύσεις στους τομείς αυτούς μπορεί να έχουν ουσιώδη πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ευρύτερα κοινωνικά οφέλη. Προκαλεί επίσης το ερώτημα γιατί να θέλει ποτέ το κράτος να εμπλακεί καν σ’ αυτές τις δράσεις, αν οι αποδόσεις τους είναι πράγματι τόσο χαμηλές.
Τέταρτον, ο Τζων έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στην παρέμβαση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Υποστηρίζει ότι ο βασικός λόγος που δεν απολαμβάνουμε υψηλές αποδόσεις από τη βιομηχανία είναι ότι για τις ιδιωτικές εταιρίες είναι ασύμφορο να επενδύσουν περισσότερο
υπό την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία (μολονότι οι σταθμισμένοι προς το εμπόριο δείκτες της στερλίνας βρίσκονται ήδη κοντά σε ιστορικά χαμηλά). Ο Τζων συμπεραίνει ότι μια σημαντική υποτίμηση της λίρας μπορεί να αλλάξει ριζικά τις προοπτικές για την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα σ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Αρχικά, ο Τζων είναι ασαφής ως προς το πώς ακριβώς οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορέσουν να χαμηλώσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία. Παραθέτει το παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία κατά καιρούς έχει παρέμβει για να αποδυναμώσει το γιεν, αλλά συνήθως σε συμφωνία με άλλες χώρες. Μια ενεργή πολιτική νομισματικής παρέμβασης θα παραβίαζε τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει το Ηνωμένο Βασίλειο (ως μέλος των G7) να μη θέτει ως στόχο συναλλαγματικές ισοτιμίες για
ανταγωνιστικούς σκοπούς. Πράγματι, είναι δύσκολο να δει κανείς το πώς η αποδυνάμωση της λίρας θα μπορούσε να βοηθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να βλάψει κάποια άλλη χώρα.
Ακόμη και αν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούν να χαμηλώσουν την ισοτιμία, πώς αυτή μπορεί να παραμείνει χαμηλή; Οι άλλες χώρες μπορούν απλά να απαντήσουν υποτιμώντας τα δικά τους νομίσματα. Εξάλλου, αν το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρηθεί ότι θα ωφεληθεί μέχρι του βαθμού της ενίσχυσης της βιώσιμης ανάπτυξής του κατά 2% ετησίως, γιατί να μην ακολουθήσουν και άλλες χώρες το παράδειγμά του;
Τέλος, ας υποθέσουμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να κρατήσει χαμηλά τη συναλλαγματική ισοτιμία. Τι θα εμποδίσει την εξισορρόπηση της όποιας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας από υψηλότερο πληθωρισμό, που θα αφήσει αμετάβλητη την πραγματική ισοτιμία;
Υπάρχουν βεβαίως ιστορικά παραδείγματα όπου μια υποτίμηση παρήγαγε ανθεκτικά οφέλη, όπως με την έξοδο της στερλίνας από τον ΕRM το 1992. Αυτό όμως εξαρτάται κυρίως από το να είναι αρχικά σημαντικά υπερτιμημένη η συναλλαγματική ισοτιμία και να υπάρχει μεγάλο αναξιοποίητο δυναμικό στην οικονομία ώστε να ακυρωθεί η πληθωριστική αντίδραση.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η ύφεση του κορονοϊού έχει δημιουργήσει το αναξιοποίητο δυναμικό που θα επέτρεπε στην οικονομία να αναπτυχθεί γρηγορότερα χωρίς να δημιουργεί περισσότερο πληθωρισμό - και πως ακόμη και μια αύξηση του πληθωρισμού θα ήταν σήμερα ένας ευπρόσδεκτος τρόπος για να μειωθεί το πραγματικό βάρος του υψηλότερου χρέους. Αυτό το επιχείρημα όμως προφανώς θα ίσχυε και για άλλες χώρες. Αμφιβάλλω ότι αυτές θα έβλεπαν με καλό μάτι μια προσπάθεια του Ηνωμένου Βασιλείου να αποκτήσει προβάδισμα υποτιμώντας τη λίρα εν μέσω μιας παγκόσμιας πανδημίας.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι το Elephant in the Room υπερτιμά τόσο τη σημασία της βιομηχανικής παραγωγής, όσο και τη δυνατότητα που έχει η χειραγώγηση της συναλλαγματικής οικονομίας να μεταμορφώσει την οικονομία. Μεγαλύτερο νόημα έχει να εστιάσουμε σε λύσεις της ελεύθερης αγοράς για την ενίσχυση της ανάπτυξης, παρά να καταφύγουμε σε ένα δοκιμασμένο και αποτυχημένο εργαλείο κρατικής παρέμβασης. Γιατί όμως δεν κατεβάζετε το δικό σας αντίτυπο για να διαμορφώσετε τη δική σας γνώμη; Μπορείτε επίσης να δείτε έναν διάλογο ανάμεσα στον John Mills και τον Mark Littlewood του IEA, που παρουσιάζει επίσης μια καλή σύνοψη των ζητημάτων.
--
Ο Julian Jessop είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος με πάνω από 30 χρόνια εμπειρία στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Έχει διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος και επικεφαλής της ομάδας του Brexit στο ΙΕΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.