Ευγνωμοσύνη και αναγνώριση – Οι αγορές εναντίον του κράτους πρόνοιας
Shutterstock
Shutterstock

Ευγνωμοσύνη και αναγνώριση – Οι αγορές εναντίον του κράτους πρόνοιας

Γράφει ο Kevin Corcoran*

Όταν διαβάζω, συχνά έχω την εμπειρία μια μικρή φράση να ενεργοποιεί τη μνήμη μου και να δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ της σελίδας που έχω μπροστά μου και ενός πράγματος έχω διαβάσει προηγουμένως, είτε πρόσφατα είτε πριν από πολλά χρόνια. Κάτι τέτοιο μου συνέβη με το πρόσφατο (και εξαιρετικό) βιβλίο του David Schmidtz με τίτλο Living Together: Inventing Moral Science (Ζώντας μαζί: Εφευρίσκοντας την ηθική επιστήμη).

Η συγκεκριμένη φράση μιλούσε σχετικά με το να αναγνωρίζει κανείς τη συμβολή κάποιου, και μου θύμισε μια φορά που διάβασα αυτή τη φράση να χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης από αυτόν που περιγράφει ο Schmidtz. 

Το παλιότερο παράδειγμα, που μου ήρθε στη μνήμη κατά την ανάγνωση του βιβλίου του Schmidtz, προέρχεται από ένα δοκίμιο που έγραψε πριν χρόνια ο Βρετανός γιατρός Theodore Dalrymple. Ο Dalrymple γράφει για το πώς οι γιατροί από φτωχές χώρες συχνά έρχονται στην Αγγλία «για να εργαστούν για ένα χρόνο στο νοσοκομείο μου». Περιγράφει το  πώς αυτοί οι γιατροί ξεκινούν να εργάζονται «όλοι τους ομοιόμορφα ενθουσιώδεις για τη φροντίδα που παρέχουμε απλόχερα και χωρίς δισταγμό σε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής θέσης».

Ωστόσο, λέει ο Dalrymple, «μέχρι να περάσουν τρεις μήνες, οι γιατροί μου έχουν, χωρίς εξαίρεση, αντιστρέψει την αρχική τους άποψη ότι το κράτος πρόνοιας, όπως υπάρχει στο παράδειγμα της Αγγλίας, αποτελεί τον κολοφώνα της πολιτισμένης κοινωνίας. Αντίθετα, το αντιλαμβάνονται τώρα ως μια μολυσμένη ατμόσφαιρα επιδοτούμενης απάθειας που καταστρέφει τις ζωές των υποτιθέμενων ωφελούμενων από αυτό». 

Ένα βήμα στη διαδικασία που περιγράφει ο Dalrymple είναι όταν αυτοί οι γιατροί αρχίζουν να αναρωτιούνται «γιατί τόσοι λίγοι άνθρωποι φαίνεται να είναι ευγνώμονες για αυτά που γίνονται γι' αυτούς». Ο Dalrymple υποστηρίζει ότι όταν «κάθε επιδότηση που λαμβάνεται συνιστά δικαίωμα, δεν υπάρχει χώρος για καλούς τρόπους, πόσο μάλλον για ευγνωμοσύνη».

Ο Dalrymple παραθέτει ένα παράδειγμα ενός ασθενούς που έφτασε σχεδόν στο θάνατο και που «χρειάστηκε περίθαλψη εντατικής θεραπείας για την ανάνηψή του, με γιατρούς και νοσηλευτές που τον φρόντιζαν όλο το βράδυ». Όταν ξύπνησε, αυτός ο ασθενής αντιμετώπιζε το προσωπικό με συνεχή περιφρόνηση και κακή συμπεριφορά. Αυτοί οι γιατροί από άλλες χώρες αρχικά «υποθέτουν ότι οι περιπτώσεις που βλέπουν αποτελούν ένα στατιστικό λάθος, ένα είδος λάθους δειγματοληψίας, και ότι με τον καιρό θα συναντήσουν μια καλύτερη, πιο αντιπροσωπευτική διατομή του πληθυσμού.

Σταδιακά, όμως, αρχίζει να διαφαίνεται στο μυαλό τους ότι αυτό που βλέπουν είναι αντιπροσωπευτικό». Όσον αφορά αυτόν τον ασθενή, λέει ο Dalrymple, δεν υπήρξε «καμία αναγνώριση για αυτό που έγινε για αυτόν, πόσο μάλλον ευγνωμοσύνη. Αν θεωρούσε ότι έλαβε το οποιοδήποτε όφελος από τη διαμονή του, ε τότε, ήταν απλά δικαίωμά του». 

Απλά δικαίωμά του. Αυτή είναι η νοοτροπία στην οποία φτάνουν πολλοί από μια ζωή σε ένα κράτος πρόνοιας και δικαιωμάτων - η ιδέα ότι η εργασία και οι προσπάθειες των άλλων ανθρώπων είναι κάτι από το οποίο έχεις δικαίωμα να επωφεληθείς, χωρίς εσύ να οφείλεις τίποτα ως αντάλλαγμα. Γιατί θα έπρεπε να χρωστάω το οτιδήποτε σε αυτούς τους ανθρώπους, όταν έχω δικαίωμα να λάβω τα οφέλη της εργασίας τους; Δεν κάνουν κάτι ιδιαίτερο για μένα που να αξίζει ανταμοιβή, ευγνωμοσύνη ή ακόμη και αναγνώριση - απλά μου δίνουν αυτό που δικαιωματικά μου ανήκει, αυτό που έχω το δικαίωμα να πάρω και το οποίο τρίτοι μπορούν να απαιτήσουν για μένα να το αποκτήσω εάν εκείνοι δεν μου το παρέχουν με το καλό. 

Μια πολύ διαφορετική εικόνα του να αναγνωρίζεις τη συμβολή κάποιου προκύπτει από το έργο του Schmidtz, όπου επισημαίνει ότι η διάσημη φράση του Adam Smith «Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την καλή βούληση του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού, αλλά από τη φροντίδα που έχουν για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε όχι στην ανθρωπιά τους αλλά στην αγάπη για τον εαυτό τους και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις δικές μας ανάγκες, αλλά για τα οφέλη τους», δεν είναι, όπως κάποιοι απρόσεχτοι αναγνώστες το έχουν εκλάβει, μια υπόδειξη ότι οι άνθρωποι κινούνται μόνο από ιδιοτελές συμφέρον για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Όπως το θέτει ο Schmidtz: 

«Δεύτερον, έχει απόλυτο νόημα για τον συγγραφέα που στο πρώτο του βιβλίο θεωρούσε την καλή βούληση ως πρωταρχική παράμετρο να αναρωτηθεί στη συνέχεια πώς μπορεί κανείς να ανταποκριθεί με καλή βούληση προς τους εμπορικούς συνεργάτες του. Γιατί, ως άνθρωποι καλής βούλησης που ελπίζουμε να ανταλλάξουμε αγαθά και να συναλλαχθούμε με ζυθοποιούς και αρτοποιούς,  απευθυνόμαστε στην αγάπη για τον εαυτό τους; Απάντηση: επειδή θέλουμε να ωφεληθούν από την επαφή τους μαζί μας.

Παρατηρείστε ότι ο Σμιθ δεν λέει ότι οι αρτοποιοί κινούνται αποκλειστικά από αγάπη για τον εαυτό τους. Λέει ότι εμείς δεν απευθυνόμαστε στην καλή τους βούληση, αλλά στην αγάπη για τον εαυτό τους (WN, Βιβλίο Ι, κεφάλαιο 2). Πρόκειται για μια σκέψη που αφορά τη δική μας ψυχολογία, και όχι τη δική τους. Ο Σμιθ διατυπώνει μια ιδέα όχι για την αγάπη των αρτοποιών προς τον εαυτό τους, αλλά για το τι χρειάζεται για να είμαστε εμείς άνθρωποι καλής βούλησης στη συνεργασία μας μαζί τους. 

Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας των Ηθικών Συναισθημάτων δίνει κεντρική θέση στην αρετή και την καλή βούληση, αλλά, αναλύοντας τι σημαίνει η καλή βούληση, ο συγγραφέας του Πλούτου των Εθνών επιμένει στο αυτονόητο: δηλαδή, ένας άνθρωπος αληθινής καλής βούλησης θέλει οι συνεργάτες του να είναι καλύτερα με αυτόν παρά χωρίς αυτόν. Ο σκοπός του να απευθυνόμαστε στην αγάπη των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό τους είναι για να αναγνωρίζουμε έμπρακτα τη συμβολή τους. Έτσι πετυχαίνει κανείς στην προσπάθειά του να λειτουργεί με ενσυναίσθηση». 

Εδώ, ο Schmidtz τονίζει κάτι που είναι υπέροχα ανθρώπινο και ευγενές στις αγορές και τις συναλλαγές στην αγορά. Οι αγορές μας ενθαρρύνουν να βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους όχι απλά ως υπηρέτες των αναγκών μας, από τους οποίους έχουμε το δικαίωμα να πάρουμε και στους οποίους δεν οφείλουμε τίποτα ως αντάλλαγμα.

Οι αγορές μας ενθαρρύνουν να βελτιώσουμε τη ζωή μας κάνοντας καλύτερη τη ζωή των άλλων, παρέχοντάς τους αυτό που θέλουν και εκτιμούν. Ορισμένοι από τους λιγότερο διορατικούς κριτικούς του καπιταλισμού κατηγορούν τις αγορές ότι ενθαρρύνουν την απληστία και τον εγωισμό- αλλά δεν είναι έτσι. Οι αγορές μας ενθαρρύνουν βαθιά να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους όπως αυτοί θέλουν να αντιμετωπίζονται και καθιστούν τη βελτίωση της ζωής των άλλων γύρω μας το κεντρικό μέσο με το οποίο εμείς μπορούμε να βελτιώσουμε και τη δική μας ζωή.  

Το κράτος πρόνοιας, αντιθέτως, είναι ένα μέσο με το οποίο επιδιώκουμε να βελτιώσουμε τη δική μας κατάσταση εις βάρος των γειτόνων μας και της κοινότητάς μας. Και όπως κατανοούσε καλά ο Άνταμ Σμιθ και επαναλαμβάνει σωστά ο David Schmidtz, ένας άνθρωπος αληθινής καλής βούλησης και αληθινής ενσυναίσθησης, ο οποίος επιθυμεί να αναγνωρίσει τη συμβολή των άλλων, θα διακρίνει σαφώς την αξιοπρέπεια των συναλλαγών στην αγορά και τη ματαιότητα του κράτους πρόνοιας. 

* Ο Kevin Corcoran είναι βετεράνος πεζοναύτης και σύμβουλος οικονομικών και ανάλυσης υγείας.       

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Ιουλίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.