Του Brian Balfour
Είναι μάλλον αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των καθηγητών στα αμερικανικά πανεπιστήμια ανήκει στην πολιτική αριστερά. Μια συχνή απάντηση των αριστερών ως προς τον λόγο που συμβαίνει αυτό είναι ότι “οι πανεπιστημιακοί είναι αριστεροί επειδή έτσι σκέφτονται οι ευφυείς άνθρωποι”.
Είναι εύκολο να καταρρίψει κανείς μια τέτοια απάντηση, καθώς δεν αντανακλά τίποτε περισσότερο από την υπόθεση πως “όλοι οι έξυπνοι άνθρωποι σκέφτονται σαν κι εμένα” την οποία υιοθετούν άνθρωποι που απομονώνονται σε μια ιδεολογική φούσκα.
Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε γιατί ένα τόσο δυσανάλογο μέρος των πανεπιστημιακών είναι αριστεροί.
Εξετάζοντας το ερώτημα αυτό, ο Φρίντριχ Χάγιεκ στο δοκίμιό του με τίτλο “Οι διανοούμενοι και ο σοσιαλισμός” (The Intellectuals and Socialism) του 1949 έκανε κάποιες παρατηρήσεις οι οποίες διατηρούν την επικαιρότητά τους και σήμερα.
Το πρόβλημα με τους διανοούμενους
Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, οι διανοούμενοι έλκονται από ουτοπικά οράματα. Ανάμεσα σ' αυτά, το πρώτο και κύριο είναι η δημιουργία μιας νέας κοινωνικής τάξης, σχεδιασμένης από “ειδικούς”. Ακόμη, οι διανοούμενοι διαπράττουν την ύβρη να αυτοχρίζονται ως οι ειδικοί που θα σχεδιάσουν αυτή την τάξη. Όπως έγραφε ο Χάγιεκ “ο διανοούμενος εκ προδιάθεσης δεν ενδιαφέρεται για τις τεχνικές λεπτομέρειες ή τις πρακτικές δυσκολίες. Αυτό που τον έλκει είναι τα μεγάλα οράματα, η πλατιά κατανόηση της κοινωνικής τάξης ως ενός συνόλου, την οποία υπόσχεται ένα σχεδιασμένο σύστημα”.
Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι συχνά χρησιμοποιούν λανθασμένα παρατηρήσεις από τις σκληρές επιστήμες ως πηγές έμπνευσης για τον σχεδιασμό μιας νέας κοινωνίας. Ο Χάγιεκ επεσήμανε ότι αυτού του είδους οι διανοούμενοι παρατηρούν τις τεχνικές της μηχανικής που επέτρεψαν στον άνθρωπο να οργανώσει τις δυνάμεις της φύσης (τους φυσικούς πόρους) και να τις μετατρέψει σε χρήσιμες τεχνολογίες. Αυτές οι παρατηρήσεις “συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία της πεποίθησης ότι ένας παρόμοιος έλεγχος των δυνάμεων της κοινωνίας θα απέδιδε αντίστοιχες βελτιώσεις στην ανθρώπινη κατάσταση”.
Με λίγα λόγια, οι προοδευτικοί διανοούμενοι θεωρούν τους εαυτούς τους ριζοσπάστες και θέλουν να τεθούν επικεφαλής της προσπάθειας για την ανατροπή του καπιταλισμού και του παραδοσιακού δυτικού πολιτισμού. Ποια όμως είναι τα καλύτερα μέσα για την επίτευξη των σκοπών τους; Για τους φιλόδοξους ανάμεσά τους, μια ακαδημαϊκή καριέρα προσφέρει μια πρώτης τάξης τέτοια ευκαιρία. Για αυτούς τους ριζοσπάστες “μια καριέρα στο πεδίο της διανόησης είναι η πιο υποσχόμενη οδός τόσο για την άσκηση επιρροής όσο και για την απόκτηση εξουσίας που θα συμβάλει στην πραγμάτωση αυτών των ιδανικών” όπως εξηγεί ο Χάγιεκ.
Εξουσία μεταμφιεσμένη ως ειδική γνώση
Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και οι αριστεροί διανοούμενοι θέλουν να ασκήσουν επιρροή και να αισθανθούν έτσι σημαντικοί. Οι επιθυμίες τους να αναμορφώσουν την κοινωνία μπορούν να επιτευχθούν ρεαλιστικά μόνο μέσω ενός τεράστιου κράτους - ενός κράτους το οποίο αυτοί οι ακαδημαϊκοί θα μπορούν να επηρεάσουν, υπό τον μανδύα της ακαδημαϊκής “ειδικής γνώσης”. Η εγγενής αριστερή προκατάληψη μεταξύ των πανεπιστημιακών υπέρ του μεγαλύτερου ελέγχου της κοινωνίας από το κράτος υπάρχει σε μεγάλο βαθμό γιατί αυτή είναι μόνη οδός που διαθέτουν οι πανεπιστημιακοί για να γίνουν οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές που επιθυμούν.
Ο Χάγιεκ επεσήμανε ακόμη ότι οι νέοι είναι ιδιαίτερα δεκτικοί στις ιδεαλιστικές θεωρίες που αποσκοπούν στην αλλαγή του κόσμου. Όπως εξηγεί “η σοσιαλιστική σκέψει οφείλει την ελκυστικότητά της μεταξύ των νέων ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό στον οραματικό της χαρακτήρα - το θάρρος της να ασχολείται με τον ουτοπικό στοχασμό είναι ως προς αυτό μια πηγή δύναμης των σοσιαλιστών που ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός δυστυχώς δεν διαθέτει”.
Το θέλγητρο της προαγωγής ενός ουτοπικού οράματος, σε συνδυασμό με τάξεις διδασκαλίας γεμάτες από εύπλαστους φοιτητές αποδεικνύεται ένας ισχυρός μαγνήτης που έλκει τους αριστερούς διανοούμενους σε πανεπιστημιακές θέσεις. Και από την στιγμή που η πλειονότητα των πανεπιστημιακών διαμορφωθεί προς την αριστερά, η προκατάληψη της επιβεβαίωσης κάνει κάποιους να κάνουν την σύνδεση και να συμπεράνουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή “έτσι σκέφτονται οι ευφυείς άνθρωποι”.
Όπως γράφει ο Χάγιεκ “Οι σοσιαλιστές θα διακρίνουν βεβαίως σ' αυτό το γεγονός απλώς και μόνο την απόδειξη ότι οι πλέον ευφυείς σήμερα είναι βέβαιο πως θα γίνουν σοσιαλιστές”.
Έπαρση και εγωισμός
Στο μεταξύ, όσοι επιθυμούν να διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά συστήματα βρίσκουν άλλες οδούς για να επιδιώξουν την προσωπική τους επιτυχία. Ακόμη και όσοι αγωνίζονται για την ελευθερία και την υποχώρηση του κράτους θεωρούνται, όπως περιγράφει ο Χάγιεκ, ότι απλώς “στοχεύουν σε μια σταδιακή βελτίωση της υφιστάμενης τάξης”. Μια τέτοια προσέγγιση δεν διεγείρει τη φαντασία πολλών νέων διανοουμένων.
Τέλος, υπάρχει και ο ρόλος του ιδιοτελούς συμφέροντος. Οι κρατικές επιδοτήσεις και η χρηματική βοήθεια σε φοιτητές συνιστούν ένα σημαντικό ποσοστό των εσόδων των πανεπιστημίων. Ακόμη, οι κρατικές επιχορηγήσεις αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης της ακαδημαϊκής έρευνας. Οι πανεπιστημιακοί αποκομίζουν χρηματικά οφέλη από αυτή την κρατική γενναιοδωρία. Δεν είναι λοιπόν σύμπτωση το γεγονός ότι οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν το μεγάλο κράτος.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πολύ μεγάλη πλειονότητα των πανεπιστημιακών σε ολόκληρη τη χώρα είναι αριστεροί, προοδευτικοί ή σοσιαλιστές. Το να προσπαθήσει κανείς να εξηγήσει αυτό το δεδομένο με την ανόητη κοινοτοπία ότι “έτσι σκέφτονται οι ευφυείς άνθρωποι” καταδεικνύει έλλειψη διανοητικής περιέργειας.
Η ακαδημαϊκή έρευνα και οι πανεπιστημιακοί συνεχίζουν να ασκούν επιρροή στη δημόσια πολιτική και την κοινή γνώμη. Οφείλουμε λοιπόν τουλάχιστον στους εαυτούς μας να εξετάσουμε σοβαρά τον λόγο που απουσιάζει σε τόσο μεγάλο βαθμό η διανοητική ποικιλομορφία στα πανεπιστήμιά μας.
--
Ο Brian Balfour είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ινστιτούτου Civitas.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.