Της Dorottya Tornai*
Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός έχουν εισβάλει στη σφαίρα της παγκόσμιας πολιτικής στον 21ο αιώνα, και η ΕΕ δεν αποτελεί εξαίρεση. Αυτή η αλλαγή στο πολιτικό περιβάλλον αναπόφευκτα προκαλεί αλλαγές στην οικονομική πολιτική, καθώς λαϊκιστές ηγέτες τείνουν να αυξάνουν τις κρατικές δαπάνες, να εστιάζουν σε πιο προστατευτικές πολιτικές, και να εγείρουν φράγματα στο εμπόριο. Παρ’ όλα αυτά, ο συσχετισμός ανάμεσα στην εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος και στη μείωση της οικονομικής ελευθερίας δεν είναι τόσο ευθύς.
Οι εθνικιστικές, λαϊκιστικές και αντιφιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν κερδίσει περισσότερο έδαφος κατά την τελευταία δεκαετία. Η επιθυμία της επιστροφής στο δίχτυ ασφαλείας του έθνους-κράτους έχει αυξηθεί σημαντικά ως αντίδραση στις εσωτερικές διαμάχες της ΕΕ. Τα παραδείγματα κυμαίνονται από το Brexit μέχρι την επιτυχία των δεξιών κομμάτων στις ιταλικές, τις αυστριακές και της γερμανικές εκλογές του 2017. Η έκδοση του δείκτη αυταρχισμού του Timbro το 2019 αποτυπώνει αυτή την αύξηση του ενδιαφέροντος και της εμπιστοσύνης του κοινού σε ακραία κόμματα. Η έρευνα καταδεικνύει ότι το 26,8%, δηλαδή πάνω από ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους πολίτες, ψηφίζουν υπέρ ενός λαϊκιστικού κόμματος. Αυτά τα αυταρχικά κόμματα έχουμε κερδίσει και πολιτική εξουσία, όπως καταδεικνύεται στις περιπτώσεις της Ουγγαρίας (68,9% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές), της Ελλάδας (57%) και της Ιταλίας (56,7%).
Υπάρχει όμως άραγε κάποιος συσχετισμός ανάμεσα στην άνοδο του λαϊκισμού και τις αποκλίσεις στην κατάταξη της οικονομικής ελευθερίας; Το Fraser Institute δημοσίευσε μόλις την ετήσια έκθεση για το 2020 του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας στον Κόσμο, και τα δεδομένα της προσφέρουν συγκροούμενες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Ο δείκτης μετρά την έκταση στην οποία οι πολιτικές και οι θεσμοί των χωρών υποστηρίζουν την οικονομική ελευθερία. Οι χώρες βαθμολογούνται από 0 έως 10, με το 10 να δηλώνει την περισσότερο οικονομικώς ελεύθερη χώρα και το 0 τη λιγότερο οικονομικώς ελεύθερη.
Αν δούμε την Ουγγαρία, τη χώρα με την πιο αξιοσημείωτη υποστήριξη στον λαϊκισμό, ο Δείκτης αντιστοιχεί στην πολιτική μετακίνηση καταδεικνύοντας μια πτώση στην οικονομική ελευθερία όταν το δεξιό αντιφιλελεύθερo κόμμα FIDESZ κέρδισε τις εκλογές το 2010. Η βαθμολογία της χώρας έπεσε από το 7,60 στο 7,39 κατά το διάστημα 2010 - 2015. Παρ’ όλα αυτά βελτιώθηκε στην ετήσια έκθεση για το 2020, όπου η χώρα βαθμολογήθηκε με 7,44. Αν όμως δούμε τις μεταβλητές που συνθέτουν τον συνολικό δείκτη, η αύξηση της κρατικής κατανάλωσης, των επιδοτήσεων και των επενδύσεων, προκάλεσαν τη σημαντικότερη πτώση μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2010. Ένα παράδειγμα είναι το CSOK, μια κρατική επιδότηση που εισήχθη το 2015 για την ενίσχυση της οικοδομής οικιών.
Μια ισχυρή πτώση σε ό,τι αφορά τη δικαστική ανεξαρτησία και την αμεροληψία μπορεί να παρατηρηθεί ομοίως αυτή την περίοδο. Η κατάταξη της Ουγγαρίας στον δείκτη θα μπορούσε να βελτιωθεί παρά την ενίσχυση του λαϊκισμού αυτά τα χρόνια λόγω της εύρωστης οικονομικής ανάπτυξης που ήρθε ως αποτέλεσμα των πόρων από την ΕΕ και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι διαδικασίες αδειοδότησης εκσυγχρονίστηκαν, το επιχειρηματικό περιβάλλον ενισχύεται από την ελευθερία των συναλλαγών (όπου διαρκώς βελτιώνονται οι επιδόσεις) και οι φορολογικοί συντελεστές του ατομικού εισοδήματος μειώθηκαν. Όλα αυτά αντισταθμίζουν τις υπερβολικές κρατικές δαπάνες, τη διαφθορά, και τις απειλές για τη δικαστική ανεξαρτησία.
Η Ελλάδα γνώρισε επίσης μια αύξηση στην υποστήριξη των λαϊκιστικών κομμάτων στις εκλογές του 2012, όταν το εκλογικό ποσοστό υπέρ των περισσότερο αυταρχικών κομμάτων εκτινάχθηκε από το 19% στο 50,5%. Είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί ότι η Ελλάδα - σε αντίθεση με την Ουγγαρία - είχε να αντιμετωπίσει αριστερό λαϊκισμό. Η πολιτική μετακίνηση προς τον λαϊκισμό αντανακλάται και στην κατάταξη της χώρας στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας η οποία μειώθηκε όπως και στην Ουγγαρία. Η βαθμολογία της Ελλάδας μειώθηκε από 7,12 σε 6,63 κατά το διάστημα 2010-2015 λόγω της σημαντικής αύξησης των κρατικών επιδοτήσεων και επενδύσεων και της πτώσης στην υγεία του χρήματος.
Για παράδειγμα, το 2011 η κυβέρνηση εισήγαγε ένα πρόγραμμα “νέας καινοτόμου επιχειρηματικότητας” που διένεμε πόρους για την υποστήριξη δυνητικών και υφιστάμενων επενδυτών. Ακόμη, όπως και στην Ουγγαρία, η Ελλάδα γνώρισε μια ανάκαμψη μετά το 2015, και η βαθμολογία της αυξήθηκε κατά τι στο 6,71 στην έκθεση του 2020. Αυτή η ανάκαμψη είναι η συνέπεια της περιθωριοποίησης του εξτρεμισμού στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό κατεφάνη επίσης στα εκλογικά αποτελέσματα το 2019, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία από την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία.
Στην Ιταλία επίσης η εμφάνιση και επιτυχία των λαϊκιστικών κομμάτων είναι αξιοσημείωτη. Τα κόμματα αυτά κέρδισαν τις γενικές εκλογές το 2018, όταν η δεξιά λαϊκιστική συμμαχία Lega έλαβε το 37% των ψήφων ενώ τη δεύτερη θέση κέρδισε ένα αριστερό λαϊκιστικό κόμμα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων με 32,7%. Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης από μια κεντροδεξιά συμμαχία, η Ιταλία σημείωσε μια ελαφρά βελτίωση στη βαθμολογία της (από 7,57 σε 7,71 κατά το διάστημα 2010-2015).
Η αλλαγή της κυβέρνησης ακολουθήθηκε από μια πτώση σε ό,τι αφορά την οικονομική ελευθερία (7,51). Αυτή η τελευταία βαθμολογία είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη για το 2020. Υπάρχει εντονότερη συμμετοχή της κυβέρνησης (6,24 - 5,54) και μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια ελαφρά πτώση στην ελευθερία διεξαγωγής διεθνούς εμπορίου (8,66 - 8,59). Αυτές οι νέες πολιτικές έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες στην έρευνα, την εκπαίδευση, την πρόνοια, εισαγωγή κατώτατου μισθού και εγγυήσεων συντάξεων για νέους ανθρώπους.
Εν κατακλείδι, η εγκαθίδρυση μιας λαϊκιστικής κυβέρνησης έχει ως αποτέλεσμα πτώση στο επίπεδο της οικονομικής ελευθερίας. Σε ό,τι αφορά τον μόνιμο ή μη χαρακτήρα αυτής της πτώσης, υπάρχουν ακόμη αναπάντητα ερωτήματα λόγω της αστάθειας αυτών των λαϊκιστικών κομμάτων. Η Ελλάδα είναι ένα παράδειγμα του πώς τα αυταρχικά κόμματα δεν κατάφεραν να διαχειριστούν την πραγματικότητα και του ότι αν δεν είχαν καταφύγει σε πιο ορθόδοξα μέτρα, θα επιτάχυναν την πρόκληση σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων. Αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η Ουγγαρία θα γνωρίσει μια πιο έντονη μείωση στο επίπεδο της οικονομικής ελευθερίας τα προσεχή χρόνια αν επιμείνει σε αυτό το στυλ διακυβέρνησης.
--
Η Dorottya Tornai είναι συνεργάτιδα του δικτύου Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.