Η επίκληση στην ταυτότητα δεν είναι επιχείρημα

Η επίκληση στην ταυτότητα δεν είναι επιχείρημα

Του Bryan Caplan

Πρόσφατα επεσήμανα πως «Το να επικαλείσαι την ταυτότητά σου είναι ένας λόγος να σου δώσει κανείς λιγότερη σημασία σε όσα λες, όχι περισσότερη». Γιατί το πιστεύω αυτό;

Λογική εναντίον συναισθήματος

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι θέλετε να κάνετε κάποιους να συμφωνήσουν μαζί σας. Μπορείτε να ακολουθήσετε δύο βασικές οδούς:

  • Να προσφέρετε επιχειρήματα υπέρ της θέσης σας για να αλλάξετε αυτά που όντως πιστεύουν. 
  • Να κάνετε άβολη την συνεχή διαφωνία ώστε οι ακροατές σας να κάνουν πως συμφωνούν μαζί σας.

Μόνο η πρώτη επιλογή αξίζει επιστημικώς τον σεβασμό μας. Έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: τα καλά επιχειρήματα σπανίζουν. Η δεύτερη επιλογή είναι επιστημικώς ανέντιμη, αλλά έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είναι διαθέσιμη σε όλους, ανεξάρτητα από την αξία των απόψεών τους.

Ποια λοιπόν ρητορική οδό θα πρέπει να περιμένουμε να παίρνουν οι ομιλητές; Αν έχετε τουλάχιστον στοιχειωδώς σοβαρά επιχειρήματα, πιθανότατα θα τα διατυπώσετε ελπίζοντας να αλλάξετε τόσο την σκέψη των ακροατών σας, όσο και τα λόγια τους. Αντιθέτως, αν τα επιχειρήματά σας είναι σαθρά, τότε πιθανότατα θα παίξετε με τα συναισθήματα των ανθρώπων.

Δεν θα τους πείσετε στην πραγματικότητα, αλλά τουλάχιστον θα συμπεριφέρονται ως εάν είχαν πειστεί. (Εννοείται πως και οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούν μόνο τάσεις - άνθρωποι με καλά επιχειρήματα απευθύνονται ενίοτε στο συναίσθημα, και άνθρωποι με κακά επιχειρήματα ενίοτε τα διατυπώνουν ούτως ή άλλως).

Πώς σχετίζεται αυτό με την ταυτότητα; Είναι απλό: Όταν κάποιος με τον οποίο διαφωνείτε επικαλείται την ταυτότητά του, αυτό συνήθως είναι άβολο! Αν θέλω να συζητήσω τα πολλά κρούσματα σεξουαλικής κακοποίησης μεταξύ του Καθολικού κλήρου, και ένας ακροατής μου απαντήσει λέγοντας «Εγώ, ως Καθολικός…», ουσιαστικά μου λέει με όχι και τόσο διακριτικό τρόπο «Καλά θα κάνεις να προσέχεις ειδεμή θα προσβάλεις την πίστη μου!»

Αν θέλω να συζητήσω το δικαίωμα να καίει κανείς τη σημαία και ένας ακροατής μου απαντήσει λέγοντας «Εγώ, ως Αμερικανός», ουισιαστικά μου λέει με όχι και τόσο διακριτικό τρόπο «Πρόσεχε τα λόγια σου, ειδεμή θα προσβάλεις τη χώρα μου». Το ίδιο ισχύει για όλες τις συνήθειες επικλήσεις στην ταυτότητα - τη θρησκευτική, την εθνική, την εθνοτική, την ταυτότητα φύλου κλπ. Όταν κάποιος τις επικαλείται, υπονομεύει την αποστολή της συζήτησης να αναζητήσει την αλήθεια, και η εύλογη αντίδραση είναι οι ακροατές του να δώσουν λιγότερη σημασία σε όσα λέει.

Είναι ποτέ η ταυτότητα έγκυρο επιχείρημα;

Δεν είναι δυνατόν όμως η ταυτότητα να δώσει περαιτέρω πληροφόρηση; Πότε-πότε ναι. Αλλά ξανά, η οδός της αναζήτησης της αλήθειας συνήθως συνίσταται στο να μοιραζόμαστε απλώς την περαιτέρω πληροφόρηση χωρίς να εγείρουμε το ζήτημα της ταυτότητας. Ομολογουμένως, σε ειδικές περιπτώσεις δεν μπορεί κάποιος να επιβεβαιώσει την αξιοπιστία του χωρίς να αναφέρει την ταυτότητά του.

Για παράδειγμα: «Είμαι μέλος της Καθολικής Εκκλησίας εδώ και 32 χρόνια ποτέ δεν είδα ούτε το πιο αμυδρό σημάδι σεξουαλικής κακοποίησης από μέλη του κλήρου». Ακόμη κι εδώ όμως, οι αναζητητές τις αλήθειας θα αναφερθούν στην ταυτότητά τους εν τη ρύμη του λόγου ώστε να επιτρέψουν την ελεύθερη ροή της πληροφορίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ταυτότητά σας προσφέρει πολύ λιγότερες πληροφορίες απ' ό,τι νομίζετε. Κι αυτό για δύο λόγους:

  • Η ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας σας επιτρέπει να μάθετε πολλές λεπτομέρειες για την ομάδα αυτή, αλλά αυτό το βάθος το κερδίζετε εις βάρος του εύρους. Το να είστε Δανός, σας διδάσκει πολλά για το πώς είναι οι Δανοί. Όσο περισσότερη όμως ενέργεια επενδύσετε στην δανέζικη ταυτότητά σας, τόσα λιγότερα θα μάθετε για τους μη Δανούς.
  • Όσο περισσότερο ταυτίζεστε με μια ομάδα, τόσο χειρότερη συνήθως γίνεται η προκατάληψή σας υπέρ αυτής. Όταν επενδύετε ενέργεια στη δανέζική σας ταυτότητα, αυξάνετε τις πιθανότητες να υπερεκτιμήσετε τα επιτεύγματα των Δανών και να υποεκτιμήσετε τις αδυναμίες τους.

Αντιστοίχως, καθένας από μας γνωρίζει περισσότερα για τη δική του ζωή από οποιονδήποτε άλλον επί γης. Αλλά όσο περισσότερο ασχολείται κανείς με την προσωπική του ιστορία ζωής, τόσο λιγότερο πιθανότατα να μάθει πώς μοιάζει η ζωή του οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Ακόμη, το γεγονός ότι κάποιος γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες για τη δική του ζωή δεν τον καθιστά αξιόπιστο κριτική των δικών του αρετών και αδυναμιών. Ακριβώς το αντίθετο.

Η γνώση που παρέχει η ταυτότητα είναι της ίδιας φύσης με την αυτογνωσία. Πιθανότατα μάλιστα είναι χειρότερη καθώς η κοινωνική κατάκριση της προσωπικής αλαζονείας είναι πολύ ισχυρότερη από την κοινωνική κατάκριση της ομαδικής αλαζονείας. Ακόμη και οι γονείς σας και οι στενοί σας φίλοι θα σας επικρίνουν να πείτε «Εγώ είμαι ο καλύτερος». Αν όμως βρίσκεστε μεταξύ ανθρώπων που μοιράζονται την ταυτότητά σας, το να πείτε «Εμείς είμαστε οι καλύτεροι» μπορεί μέχρι και να σας χαρίσει νέους φίλους.

Το αξίωμα «μη δίνετε σημασία σε επικλήσεις στην ταυτότητα» ξεκάθαρα μπορεί να γίνει αντικείμενο κατάχρησης. Ένας Ινδός εθνικιστής μπορεί να το χρησιμοποιήσει επιλεκτικά εναντίον Πακιστανών εθνικιστών, και οι Πακιστανοί εθνικιστές μπορεί να κάνουν το ίδιο. Το ίδιο όμως ισχύει και για τον κανόνα της αντιμετώπισης των προκαταλήψεων. Δεν μπορούμε να κάνουμε ολόκληρο τον κόσμο να συμπεριφέρεται λογικά. Αλλά ακόμη κι έτσι, μπορούμε να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε στον κόσμο.

Το άρθρο αναδημοσιεύεται με άδεια της Library of Economics and Liberty.

--

Ο Bryan Caplan είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο George Mason, ερευνητής στο Mercatus Center, εντεταλμένο επιστημονικό στέλεχος στο Cato Institute και συντάκτης στο μπλογκ EconLog. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Οκτωβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».