Της Noemi Amelynck*
Την 1η Ιουλίου η Γερμανία ανέλαβε την κυλιόμενη προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Η ανάληψη αυτή ήρθε σε μια σημαντική συγκυρία καθώς η ευρωπαϊκή ήπειρος και ολόκληρος ο κόσμος αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες του κορονοϊού. Αυτή η πραγματικότητα άλλαξε τις προτεραιότητες της γερμανικής προεδρίας, καθώς οι στόχοι της πλέον συνδέονται αμεσότερα με την ανάκαμψη από την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία διατήρησε τη δέσμευσή της να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή στο ενωσιακό επίπεδο
Στο πρόγραμμά της, η Γερμανία υποστηρίζει έντονα την Πράσινη Νέα Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει μακροπρόθεσμο στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην ΕΕ μέχρι το 2050. Η γερμανική προεδρία μπόρεσε να καταδείξει τη δέσμευσή της στην Πράσινη Νέα Συμφωνία κατά τις διαπραγματεύσεις του πακέτου ανάκαμψης από τον κορονοϊό και του επόμενου μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ. Από τα 750 δις ευρώ του πακέτου ανάκαμψης από τον κορονοϊό και τα 1.074 τρις ευρώ του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού, περίπου το 30% θα επενδυθεί σε πολιτικές για την κλιματική αλλαγή. Αυτές θα περιλαμβάνουν τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης που παρέχει οικονομική υποστήριξη και τεχνική αρωγή σε ανθρώπους, επιχειρήσεις και περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο από την πράσινη μετάβαση. Η ύπαρξη ενός ειδικού ευρωπαϊκού ταμείου για το ζήτημα αυτό μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση της πιθανότητας ότι αυτοί οι πόροι μπορεί να μην είναι διαθέσιμοι στο εκάστοτε κρατικό επίπεδο. Είναι ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής.
Οι διαπραγματεύσεις όμως αυτές είχαν ένα μεγάλο σφάλμα. Η Πολωνία πέτυχε να αφαιρεθεί η αιρεσιμότητα της αποδοχής του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας της ΕΕ έως το 2050 για την πρόσβαση στο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Αυτό είναι ανησυχητικό, καθώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Πολωνία ή άλλα κράτη-μέλη θα χρησιμοποιήσουν το ταμείο για τους καθορισμένους του σκοπούς. Αυτό καθιστά δύσκολη τη λογοδοσία αυτών των κρατών για τις πράξεις τους. Ακόμη, αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για το 2050, καθώς οι 33 από τις 55 πιο μολυσμένες πόλεις στην Ευρώπη βρίσκονται στην Πολωνία και παράγουν το μεγαλύτερο ποσό άνθρακα.
Η Πολωνία υποστηρίζει έναν συνοριακό μηχανισμό προσαρμογής για τον άνθρακα στην ΕΕ καθώς τον βλέπει ως μια πηγή εισοδήματος για την χρηματοδότηση του κόστους της πράσινης μετάβασης. Εντός της χώρας, η πολωνική κυβέρνηση έχει κι αυτή εκφράσει την υποστήριξή της για την πράσινη μετάβαση. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η πολωνική κυβέρνηση δεν επενδύει στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να επιδοτεί τη συμβατική ενέργεια. Συνεπώς παραμένει το ερώτημα του πώς θα διασφαλιστεί ότι οι χώρες θα επενδύσουν το εισόδημα που θα λάβουν από έναν συνοριακό μηχανισμό προσαρμογής άνθρακα στην πράσινη μετάβαση.
Η απλή απάντηση είναι πως δεν θα το κάνουν. Οι προσπάθειες για τη διατύπωση μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής για το κλίμα αποδείχθηκαν εξαιρετικά δύσκολες λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών. Αντί γι’ αυτό, η γερμανική προεδρία θα πρέπει να εστιάσει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ώστε αυτές να ανοίξουν τον δρόμο της αλλαγής. Στην Πολωνία, οι μεγάλες ενεργειακές εταιρίες μετακινούν με αργό ρυθμό τις επενδύσεις τους από τα ανθρακωρυχεία προς τον κλάδο της ανανεώσιμης ενέργειας. Τα έσοδα από τον συνοριακό φόρο πρέπει να κατευθυνθούν για να βοηθήσουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που επιχειρούν να κάνουν μια πράσινη μετάβαση αλλά δυσκολεύονται να επωμιστούν το κόστος που αυτή συνεπάγεται, όπως για την έρευνα και την ανάπτυξη.
Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις στην Ευρώπη καταδεικνύουν προθυμία να τεθούν στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής, και πάνω από 70 εταιρίες έχουν θέσει στόχους πιο φιλόδοξους από αυτούς που προτείνει η Επιτροπή. Για να ενθαρρυνθεί αυτή η συμπεριφορά, η ΕΕ πρέπει να εφαρμόσει μέτρα όπως φοροαπαλλαγές που μπορούν να ενθαρρύνουν περισσότερες εταιρίες να υιοθετήσουν στόχους που βασίζονται στην επιστήμη. Ακόμη, τίθεται έτσι το ερώτημα αν η ΕΕ θα πρέπει στη συνέχεια να αναθεωρήσει τους στόχους τους.
Αυτό το ενδεχόμενο είναι στο τραπέζι καθώς η Επιτροπή έχει προτείνει την ενίσχυση του στόχου μειώσεων των αερίων θερμοκηπίου εντός της ΕΕ για το 2030 σε 50-55% έναντι 45%, και αυτή η πρόταση υποστηρίζεται από τη γερμανική προεδρία. Θα είναι όμως δύσκολο η Γερμανία να πείσει άλλα κράτη-μέλη να κάνουν περισσότερα, καθώς η ίδια δεν έχει πετύχει τους στόχους της και είναι πιθανόν οι επιδόσεις της να απέχουν πολύ από αυτούς.
Από την άλλη πλευρά, η γερμανική προεδρία θα πρέπει επίσης να εργαστεί και για τη βελτίωση των υφιστάμενων πολιτικών της ΕΕ, όπως το σύστημα ανώτατου ορίου και εμπορίας. Ο αριθμός των αδειών θα πρέπει να μειωθεί καθώς παραμένει υψηλός, και έτσι θα μειωθούν και οι συνολικές εκπομπές άνθρακα. Αυτή παραμένει μια βιώσιμη λύση που βασίζεται στην αγορά και δεν επιλέγει άμεσα νικητές και ηττημένους.
Ακόμη, η γερμανική προεδρία έχει την ευκαιρία να αναθεωρήσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) με τη βοήθεια της στρατηγικής “Από το Αγρόκτημα στο Τραπέζι” της Επιτροπής, ένα πεδίο της Πράσινης Νέας Συμφωνίας. Η ΚΑΠ έχει δεχθεί κριτικές για τον τρόπο με τον οποίο ενθαρρύνει την χρήση μη βιώσιμων πρακτικών καλλιέργειας για την αύξηση της παραγωγής. Η στρατηγική Από το Αγρόκτημα στο Τραπέζι εστιάζει σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων μέσω επενδύσεων στην έρευνα και την καινοτομία. Ακόμη, έχει ως στόχο την επιβράβευση των παραγωγών που έχουν κάνει μια πράσινη μετάβαση. Παραμένει όμως ασαφές πώς θα υλοποιηθεί αυτό.
Χωρίς τα σχετικά κίνητρα, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί μια μεγάλη αλλαγή. Αν οι παραγωγοί μπορέσουν να εκτιμήσουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη μιας μετάβασης, θα ενισχυθούν οι πιθανότητες να υιοθετήσουν αυτές τις μεθόδους. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής και της αλιείας δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατ’ εξαίρεση και να λάβει περισσότερες επενδύσεις σε σχέση με άλλους κάλους. Αντίθετα, θα πρέπει να αντικατασταθεί με έναν μηχανισμό φόρου άνθρακα, παρόμοιο με αυτόν που παρουσιάστηκε παραπάνω, ο οποίος θα αφορά όλους όσοι συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή.
Μολονότι η γερμανική προεδρία διατηρεί τη δέσμευσή της έναντι της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η εστίαση θα πρέπει ολοένα και περισσότερο να αφορά την αγορά και όχι τα κράτη-μέλη. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μπορούν να ηγηθούν στον αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής.
*Η Noemi Amelynck είναι συνεργάτιδα του δικτύου Epicenter.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.