Του Martin van Staden
Μετά τον τερματισμό του Απαρτχάιντ το 1994, κανείς δεν θα πρόβλεπε ότι, μόλις δύο δεκαετίες μετά, η Νότιος Αφρική θα επαναλάμβανε πολλά από τα ίδια λάθη του καθεστώτος - από τη λογοκρισία μέχρι και την καταπάτηση των αγροτικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Στη διαδικασία της μετεξέλιξης, υποτίθεται ότι θα απομακρυνόμασταν από τη νοοτροπία του Απαρτχάιντ. Αντιθέτως όμως, επαναλαμβάνουμε πολλές από τις ίδιες πολιτικές: το νομοσχέδιο “για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση των Εγκλημάτων και του Λόγου του Μίσους” του 2016 είναι πιθανόν η σοβαρότερη απειλή έναντι της ελευθερίας της έκφρασης που έχουν ποτέ αντιμετωπίσει οι Νοτιοαφρικανοί, τουλάχιστον μετά την κατάργηση του Νόμου για την Καταστολή του Κομμουνισμού.
Το νομοσχέδιο για τον Λόγο του Μίσους του 2016
Το νομοσχέδιο αυτό, που βρίσκεται ακόμη στη φάση της συζήτησης στο Κοινοβούλιο, προβλέπει ποινή φυλάκισης για τους ενόχους για λόγο μίσους που φτάνουν μέχρι και τα τρία χρόνια και, στην περίπτωση που καταδικαστούν ξανά για το ίδιο αδίκημα, μέχρι δέκα χρόνια. Δεδομένης της έντονης τιμωρητικής φύσης αυτής της ποινής, θα υπέθετε κανείς ότι το νομοσχέδιο θα περιλάμβανε έναν αυστηρό ορισμό του “λόγου μίσους”. Όμως αυτό δεν συμβαίνει.
Ο λόγος μίσους ορίζεται ως η κάθε μορφή επικοινωνίας που προσβάλλει κάθε πρόσωπο ή ομάδα και καταδεικνύει την σαφή πρόθεση περιφρόνησης ή γελοιοποίησης στη βάση κάποιου από 17 προστατευόμενα πεδία. Αυτά τα πεδία περιλαμβάνουν τη φυλή, το φύλο, τις πεποιθήσεις, την κουλτούρα, τη γλώσσα, την ταυτότητα φύλου και την απασχόληση ή το επάγγελμα. Η προσβολή όμως είναι ένα εξαιρετικά χαμηλό κατώφλι αδικήματος, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά προστατευόμενα χαρακτηριστικά όπως οι πεποιθήσεις και το επάγγελμα. Με άλλα λόγια, θεωρητικά μπορεί κανείς να φυλακιστεί γιατί είπε “Οι πολιτικοί είναι ελεεινοί ψεύτες”.
Πρόσφατα, ο πρώην αρχηγός της αντιπολίτευσης έγραψε στο τουίτερ ότι δεν είχαν “όλες” οι παρακαταθήκες της αποικιοκρατίας καταστροφικές συνέπειες για τη Νότιο Αφρική. Μετά απ' αυτό, το κυβερνών κόμμα κάλεσε το Κοινοβούλιο να επισπεύσει την ψήφιση του Νομοσχεδίου για τον Λόγο του Μίσους ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν περιπτώσεις όπως αυτές. Αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείονται οι πολιτικές διώξεις, και ότι το κυβερνών κόμμα έχει δείξει το ενδιαφέρον του να χρησιμοποιήσει τον προτεινόμενο αυτόν νόμο εναντίον των αντιπάλων του.
Εν τω μεταξύ, το Σύνταγμα της Νοτίου Αφρικής ορίζει τον λόγο μίσους ως την έκφραση που υποστηρίζει το μίσος και “συνιστά προτροπή για πρόκληση βλάβης”, σε τέσσερα μόνο προστατευόμενα πεδία: τη φυλή, την εθνικότητα, το φύλο ή τη θρησκεία. Βάσει αυτού, το Νομοσχέδιο για τον Λόγο του Μίσους είναι σαφώς αντισυνταγματικό.
Δεν κινδυνεύουν όμως μόνο οι πολιτικές ελευθερίες των Νοτιοαφρικανών. Στο στόχαστρο της πολιτικής τάξης είναι και η ιδιωτική ιδιοκτησία.
Ξανά απαλλοτρίωση
Ο Πρόεδρος Jacob Zuma συντάχθηκε με το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα στο Κοινοβούλιο, τους αυτοαποκαλούμενους Αγωνιστές της Οικονομικής Ελευθερίας (Economic Freedom Fighters), και ζητά την απαλλοτρίωση της αγροτικής γης χωρίς αποζημίωση. Ο αναπληρωτής Πρόεδρος Cyril Ramaphosa επανέλαβε αυτό το συχνά πλέον εκφραζόμενο μαρξιστικό σύνθημα με πιο μετριοπαθή και προσεγμένο τρόπο.
Ο Chis Malikane, οικονομικός σύμβουλος του Υπουργού Οικονομικών και μέλος του Πανεπιστημίου του Witwatersrand, μονοπώλησε πρόσφατα τους τίτλους ειδήσεων της Νοτίου Αφρικής υποστηρίζοντας ρητά την απαλλοτρίωση και εθνικοποίηση του “κεφαλαίου του λευκού μονοπωλίου” θεσμών όπως οι τράπεζες, οι εταιρίες εξόρυξης, και οι ασφαλιστικές εταιρίες. Δήλωσε ότι αυτό πρέπει να συμβεί για να πετύχουμε τον μετασχηματισμό της Νοτίου Αφρικής, ειδάλλως μπορεί να έχουμε εμφύλιο πόλεμο.
Για να εφαρμόσει τις πολιτικές της εναντίον της ιδιοκτησίας, η κυβέρνηση ψήφισε πέρσι τον αμφιλεγόμενο Νόμο για τις Απαλλοτριώσεις και πλέον ετοιμάζεται να ψηφίσει το Νομοσχέδιο για την Ρύθμιση της Κατοχής Αγροτικής Γης του 2017.
Η κυβέρνηση δικαιολογεί τους νόμους αυτούς ως μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Απαρτχάιντ. Σύμφωνα με τους πολιτικούς, χωρίς την ανάληψη μέτρων από το κράτος, η ανισότητα που προκλήθηκε από το Απαρχάιντ μεταξύ των μαύρων και των λευκών Νοτιοαφρικανών μπορεί απλώς να αναπαραχθεί μέσα σε μια αρρύθμιστη αγορά. Η επίσημη ρητορική υποστηρίζει ότι αυτό θα σήμαινε ότι οι μαύροι θα συνεχίσουν να είναι φτωχοί ενώ οι λευκοί θα ζουν στη χλιδή.
Από το τέλος όμως του Απαρχάιντ και μετά, φαίνεται ότι το κράτος είναι αυτό που αναπαράγει τις οπισθοδρομικές τάσεις του τυραννικού παρελθόντος της Νοτίου Αφρικής.
Αν η κυβέρνηση όντως είχε την πρόθεση να διορθώσει τα λάθη του Απαρτχάιντ, θα είχε διανείμει τις τεράστιες εκτάσεις γης που κατέχει στους φτωχούς των αγροτικών περιοχών. Αντίθετα, επιδιώκει να αποκτήσει ακόμη περισσότερη γη - το Νομοσχέδιο για τη Γεωργία προβλέπει ότι όταν ξένοι πολίτες πωλούν αγροτική γη στη Νότιο Αφρική, πρέπει να δίνουν στο κράτος το δικαίωμα να αρνηθεί πρώτο να την αγοράσει. Αν όμως το κράτος είχε διανείμει τη γη που κατέχει στους φτωχούς, θα έχανε ένα πολύτιμο πολιτικό εργαλείο: τη συναισθηματική απεύθυνση στους “ακτήμονες” της πλειονότητας των μαύρων πολιτών.
Και τι συμβαίνει με τα εκατομμύρια των μαύρων Νοτιοαφρικανών που ακόμη ζουν σε ιδιοκτησίες των τοπικών συμβουλίων ως ενοικιαστές; Κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ, κανείς μαύρος δεν μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης γης σε “λευκές περιοχές”, και έτσι οι μαύροι έπρεπε να “νοικιάζουν” γη που ανήκε στο κράτος στις λεγόμενες κοινότητες (townships). Αυτό δεν έχει αλλάξει, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμά μας έχει δώσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους μαύρους Νοτιοαφρικανούς: δεν τους έχει ακόμη μεταφερθεί η πλήρης ιδιοκτησία των σπιτιών στα οποία αυτοί οι άνθρωποι ζουν για περισσότερο από έναν αιώνα.
Οι συνέπειες της εποχής του Απαρτχάιντ
Το Απαρτχάιντ ήταν στη βάση του ένα σύστημα κατά των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που μεταμφιεζόταν ως μια δυτική δημοκρατία που μάχεται εναντίον του σοβιετικού κομμουνισμού. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Walter Williams έγραψε το 1990 ότι “η ιστορία της Νοτίου Αφρικής υπήρξε ένας μακραίωνος πόλεμος εναντίον του καπιταλισμού, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των ατομικών δικαιωμάτων”.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Witwatersrand, Duncan Reekie συμφωνεί ότι “παρά τις διαμαρτυρίες της Πρετόρια, η Νότιος Αφρική είχε ένα καθεστώς εθνικού σοσιαλισμού”. Πράγματι, τα συμβούλια μισθών, τα συμβούλια ελέγχου των τιμών, και τα συμβούλια χωροταξίας ήταν συνήθη στην προσπάθεια να κατασταλεί η επιθυμία των μαύρων Νοτιοαφρικανών να συμμετέχουν στην οικονομία με τους ίδιους όρους όπως οι λευκοί.
Ο Νόμος για την Καταστολή του Κομμουνισμού χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από το προηγούμενο καθεστώς για λόγους πολιτικών διώξεων. Κάθε διακεκριμένος δημόσιος επικριτής των ρατσιστικών πολιτικών χαρακτηριζόταν “κομμουνιστής” ο οποίος επεδίωκε την ανατροπή της κυβέρνησης. Το Νομοσχέδιο για τον Λόγο του Μίσους θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά θα μεταμφιεστεί υπό τον μανδύα της πολιτικής ορθότητας. Με το νέο αυτό Νομοσχέδιο, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα εφαρμόσει τη δημοκρατική εντολή - ένα προνόμιο που δεν είχε το καθεστώς του Απαρτχάιντ - αλλά οι συνέπειες θα είναι ουσιαστικά οι ίδιες: η αποθάρρυνση του οποιουδήποτε προσώπου σε όλη τη χώρα τολμά να αντιταχθεί στην πολιτική τάξη.
Η διαιώνιση της αντιφιλελεύθερης σκέψης από την μετά το Απαρτχάιντ δημοκρατική κυβέρνηση συνιστά μια παρωδία επικών διαστάσεων. Αντί γι' αυτό, η Νότιος Αφρική θα έπρεπε να επιδιώκει την πραγματική μετεξέλιξή της στην κατεύθυνση των ελεύθερων αγορών και της ελευθερίας της επιλογής.
--
Ο Martin van Staden είναι νομικός ερευνητής στο Free Market Foundation της Νοτίου Αφρικής και Διεθυντής Ακαδημαϊκών Προγραμμάτων των Students For Liberty για την νότια Αφρική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιουνίου του 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.