Αν είχα αρχίσει να διαβάζω από τη μέση το πρόσφατο άρθρο της αρθρογράφου των Financial Times, Rana Foroohar με τίτλο “Free Trade has not made us free” «Το ελεύθερο εμπόριο δεν μας έκανε ελεύθερους», θα έπεφτα πρώτα σ’ αυτήν την πρόταση: «Το σύστημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχει δημιουργήσει περισσότερο πλούτο σε παγκόσμια κλίμακα τον τελευταίο μισό αιώνα απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε». Και βασιζόμενος αποκλειστικά σε αυτόν τον ισχυρό -και ακριβή- ισχυρισμό, θα μπορούσα να υποθέσω ότι η στήλη αποτελούσε μια συναρπαστική υπεράσπιση της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» και του τρόπου με τον οποίο οι υποστηρικτές της πρέπει να αντιδράσουν έναντι όσων την υπονομεύουν.
Όπως όμως υποδηλώνει ο τίτλος του άρθρου, θα έκανα λάθος. Η Foroohar στριμώχνει αυτή τη σχεδόν παραχωρητική -σχεδόν τυπικού χαρακτήρα- πρόταση μέσα σε ένα ευρύτερο επιχείρημα που υποδηλώνει την ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» λόγω της «τεράστιας αύξησης της ανισότητας σε πολλές χώρες» - αυτής και τη νέας ανάγκης για μετακινήσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού στις “φιλικές ακτές” (friendshoring) των στρατηγικών συμμάχων. Επίσης, υπάρχει και η κλιματική αλλαγή. Γράφει η Foroohar:
“Το θέμα εδώ είναι ότι το τρέχον σύστημα οικονομικής παγκοσμιοποίησης δεν πρόκειται να διαλύσει ως δια μαγείας τις πολιτικές διαφορές. Οδεύουμε προς ένα νέο, μετανεοφιλελεύθερο παράδειγμα στο οποίο οι αξίες, και όχι απλώς οι «καθημερινές χαμηλές τιμές», όπως λέει το σλόγκαν της λιανικής πώλησης της Walmart, γίνονται πιο σημαντικός παράγοντας στις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής”.
Μερικά σημεία:
Πρώτον, ας μην υποβαθμίζουμε το κομμάτι που αφορά τον «πλούτο σε παγκόσμια κλίμακα». Μολονότι αυτή η φράση μπορεί να σας κάνει να σκεφτείτε τους μετόχους της Apple, εγώ σκέφτομαι αυτό το θαυμαστό δεδομένο από το Our World In Data: «Οι άνθρωποι που ζουν κάτω από το Διεθνές όριο της φτώχειας των 2,15 $ την ημέρα έχουν μειωθεί σήμερα παραπάνω από ένα δισεκατομμύριο σε σχέση με το 1990. Κατά μέσο όρο, ο αριθμός τους μειωνόταν κατά 47 εκατομμύρια κάθε χρόνο, ή κατά 130.000 άτομα κάθε μέρα».
Δεύτερον, ας δούμε το τοπικό επίπεδο. Πώς τα πάνε οι Αμερικανοί εργαζόμενοι από το 1990; Η ανάλυση του συναδέλφου μου στο AEI Michael Strain - η οποία μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο που εξέδωσε το 2020 με τίτλο The American Dream Is Not Dead (But Populism Could Kill It) (Το αμερικανικό όνειρο δεν έχει πεθάνει, αλλά μπορεί να το σκοτώσει ο λαϊκισμό) - διαπιστώνει ότι «τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι μισθοί των τυπικών εργαζομένων έχουν αυξηθεί κατά 20% χρησιμοποιώντας τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Και χρησιμοποιώντας τον Δείκτη Ατομικών Καταναλωτικών Δαπανών - το καλύτερο μέτρο του πληθωρισμού - βρίσκει κανείς μια αύξηση στους μισθούς κατά ένα τρίτο». Και με ισχυρότερη αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση των μισθών θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ακόμη ισχυρότερη.
Τρίτον, ενώ η Foroohar μπορεί να ελπίζει ότι αυτό το «νέο, μεταφιλελεύθερο παράδειγμα» θα σημαίνει μεγαλύτερη δέσμευση στις «αξίες, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων για την κλιματική αλλαγή», θα σημείωνα ότι οι δεξιοί λαϊκιστές που πιέζουν επίσης για ένα νέο παράδειγμα δεν νοιάζονται καθόλου για αυτές τις αξίες. Πρέπει κανείς να προσέχει τι εύχεται. Οι λαϊκιστές θέλουν iPhone κατασκευασμένα στο Κουπερτίνο, όχι στο Μπανγκαλόρ.
Τέταρτον, σχετικά με αυτό το «friendshoring» θα αναφερθώ σε ένα εξαιρετικό κομμάτι του αρθρογράφου των FT, Alan Beattie. Εδώ είναι ένα από τα πολλά δυνατά του σημεία:
“Τα εργαλεία που διαθέτουν οι αρχές για να αναμορφώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού στο πλαίσιο των γραμμών της στρατηγικής είναι αδέξια και ακριβά. Από την πλευρά των εξαγωγών, οι κυβερνήσεις μπορούν να περιορίσουν τις πωλήσεις ευαίσθητης τεχνολογίας, όπως έχουν κάνει οι ΗΠΑ και η ΕΕ όσον αφορά τους ημιαγωγούς και άλλα προϊόντα για τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά με τις εισαγωγές, οι εταιρείες θα αναζητήσουν φθηνές εισροές και θα χρειαστούν σοβαρές δημοσιονομικές ή ρυθμιστικές προσπάθειες για να εξαναγκαστούν να αλλάξουν προμηθευτές σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό έχει επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, στις τιμές των προϊόντων ή και στα δύο”.
Πέμπτον, οι αγορές λειτουργούν. Όπως τονίζει ο μελετητής του Cato Institute για το εμπόριο, «Πολλές μεγάλες εταιρείες που καταναλώνουν τσιπ προσαρμόζουν ήδη τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για να λάβουν υπόψη τις γεωπολιτικές εντάσεις». Και οι κινήσεις της αγοράς που βασίζονται σε κίνητρα θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από τις κυβερνητικές εντολές.
Τέλος, πολλοί σκεπτικιστές έναντι της παγκοσμιοποίησης εξακολουθούν να είναι κολλημένοι στο «εμπορικό σοκ της Κίνας». Επιτρέψτε μου λοιπόν να επισημάνω αυτήν τη συνομιλία που είχα σε podcast του 2017 με τον Gordon Hanson, έναν από τους συγγραφείς μαζί με τον David Autor και τον David Dorn του επιστημονικού άρθρου "The China Shock". Λέει εκεί ο Χάνσον:
“Αν έλεγε κανείς ότι το εμπόριο με την Κίνα είναι κακό για τους εργάτες στο Νότιο Οχάιο, για κάποια μέρη του Τενεσί και της Βόρειας Καρολίνας, για κάποια μέρη της Πενσυλβάνια, θα ήταν δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος μαζί του. Αλλά από αυτό το συμπέρασμα δεν μπορεί κανείς να πείτε ότι το εμπόριο είναι κακό για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο σύνολό τους. … Και έτσι, αν θέλουμε να αγκαλιάσουμε την παγκοσμιοποίηση, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε εφαρμόσει τις πολιτικές που βοηθούν τους εργαζόμενους που χάνουν από αυτό το διευρυμένο διεθνές εμπόριο. Και νομίζω ότι αυτό που μάθαμε εκ των υστέρων και αυτό που μάθαμε πολύ αργά από την οπτική γωνία πολλών ανθρώπων είναι ότι έχουμε ένα αντίθετο σύνολο πολιτικών σε ό,τι αφορά το να βοηθήσουμε τις αγορές εργασίας να προσαρμοστούν. … Έτσι, από την πλευρά της εμπορικής συμφωνίας, δεν ήταν εκεί οι αποτυχίες. Οι αποτυχίες αφορούν το ότι δεν εκτιμήσαμε τη σημασία που επρόκειτο να έχει η Κίνα για έναν σχετικά μικρό αριθμό θέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες που ήταν καλούνταν να ανταγωνιστούν άμεσα οικονομίες χαμηλών μισθών στον υπόλοιπο κόσμο”.
--
Ο James Pethokoukis κατέχει την έδρα Dewitt Wallace στο American Enterprise Institute, όπου είναι υπεύθυνος του μπλογκ AEIdeas και φιλοξενεί το εβδομαδιαίο podcast, “Political Economy with James Pethokoukis”.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Οκτωβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.