Του Michael Chapman
Ο κομμουνισμός ως πολιτική και οικονομική ιδεολογία κυριάρχησε κατά τον 20ο αιώνα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρέασε σχεδόν κάθε κράτος και θεσμό στον κόσμο - και επιβιώνει σε μερικά κράτη ακόμη και σήμερα. Ο κομμουνισμός υποστηρίζει ότι ένας κόσμος που θα χαρακτηρίζεται από υλική αφθονία και ειρήνη μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επιτρέποντας στη συλλογικότητα, με τη διαμεσολάβηση του κράτους, να σχεδιάσει και να κατευθύνει όλες τις πτυχές της κοινωνίας με επιστημονικό και ορθολογικό τρόπο. Είναι μια ουτοπική ιδέα που θυσιάζει τον ατομισμό προς χάρη του συλλογικού καλού. Ιδεολογικά, είναι το αντίθετο του ατομικισμού και των οικονομικών του laissez-faire. Κατά τον προηγούμενο αιώνα, κομμουνιστικά καθεστώτα αναδύθηκαν στη Ρωσία, την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, την Κούβα, το Βιετνάμ και αλλού, κυριαρχώντας επί σχεδόν του μισού πληθυσμού και της μισής έκτασης του πλανήτη. Στο διανοητικό επίπεδο, ο κομμουνισμός κέρδισε επίσης την καρδιά και το μυαλό πολλών διανοούμενων σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετρώντας ανθρώπινες ζωές, περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας του κομμουνισμού. Οι κομμουνιστές ακόμη εξουσιάζουν τη Βόρεια Κορέα, την Κούβα και μερικά άλλα κράτη φτωχαίνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ενδείξεις όμως καταδεικνύουν ότι αυτά τα ολοκληρωτικά κράτη είτε πεθαίνουν, είτε μετεξελίσσονται σε πιο φιλελεύθερα, καπιταλιστικά κράτη.
Οι φιλοσοφικές ρίζες του κομμουνισμού μπορούν να εντοπιστούν στον Πλάτωνα. Πρακτικά, η πρώτη λεπτομερειακή ανάλυση του σύγχρονου κομμουνισμού διατυπώθηκε από τους Γερμανούς διανοούμενους Καρλ Μαρξ (1818-1883) και Φρίντριχ Ένγκελς (1820-1895), οι οποίοι παρουσίασαν το σχέδιό τους στον κόσμο το 1848 με την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς προτιμούσαν τον όρο “σοσιαλιστική” για την κοινωνία προς την οποία η ανθρωπότητα κινείται αναπόδραστα, αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν τον όρο “κομμουνιστικός” προκειμένου να διακριθούν από τις πολυάριθμες θεωρίες ουτοπικού σοσιαλισμού που κυκλοφορούσαν τότε και για να υπογραμμίσουν την, κατά την κρίση τους, επιστημονική βάση της κομμουνιστικής φιλοσοφίας.
Οι στοχαστές αυτοί υποστήριξαν ότι όλη η ιστορία υπήρξε στην ουσία ιστορία της ταξικής πάλης, μιας πάλης μεταξύ εκείνων που έχουν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής κι όσων δεν την έχουν - μεταξύ ελεύθερου και δούλου, πατρικίου και πληβείου, άρχοντα και δουλοπάροικου, μάστορα και κάλφα, με άλλα λόγια, μεταξύ καταπιεστή και καταπιεζόμενου. Δανειζόμενοι από την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου και τον διαλεκτικό υλισμό του Χέγκελ, οι Μαρξ και Ένγκελς είδαν αυτή την σύγκρουση ως αναπόδραστη και εγγενή στη φύση. Ο άνθρωπος και οι κοινωνικές δυνάμεις εντός των οποίων αυτός βρίσκεται εξελίσσονται στον χρόνο. Μέχρι τον 19ο αιώνα, η μάχη αυτή είχε πια φτάσει στην ανώτατη μορφή της: τη μάχη μεταξύ της αστικής τάξης, που ήλεγχε τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της κοινωνίας, και των εργατών που υφίσταντο εκμετάλλευση προς το συμφέρον της τάξης των ιδιοκτητών.
Οι Μαρξ και Ένγκελς υποστήριξαν ότι οι εργάτες, ή με άλλα λόγια το προλεταριάτο, θα έπρεπε να ενωθούν και, με τους κομμουνιστές στην πρωτοπορία τους, να ανατρέψουν τους καπιταλιστές και να εγκαθιδρύσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία, το τελικό σημείο προς το οποίο οδηγεί όλη η Ιστορία. Σ' αυτή τη νέα κοινωνία, που θα είναι απαλλαγμένη από τη θρησκεία και άλλες “ψευδείς ιδέες” θα αναδυθεί ένας νέος, ανιδιοτελής άνθρωπος. Ως υλιστές, οι Μαρξ και Ένγκελς πίστευαν ότι αυτός ο νέος κόσμος θα δημιουργήσει μια νέα ανθρωπότητα. Κανείς δεν θα καταπιεζόταν και συνεπώς δεν θα υπήρχαν πια συγκρούσεις. Το Κράτος εντέλει θα αυτοεξαφανιζόταν.
Εξήντα εννέα χρόνια μετά τη διατύπωση αυτού του σχεδίου από τους Μαρξ και Ένγκελς, ο Βλαδήμιρος Λένιν (1870-1924) και το Κόμμα των Μπολσεβίκων προσπάθησαν να θέσουν σε εφαρμογή μια εκδοχή της θεωρίας του Μαρξ στη Ρωσία. Την περίοδο 1916-1917 η Ρωσία βίωνε μια ακραία πολιτική, οικονομική και κοινωνική αναταραχή, κυρίως λόγω της εμπλοκής της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και της αδέξιας ηγεσίας του Τσάρου Νικολάου Β'. Τελικά, οι αναταραχές από φιλελεύθερες δημοκρατικές και σοσιαλιστικές ομάδες έφεραν το τέλος του καθεστώτος τον Φεβρουάριο του 1917. Δεχόμενος πιέσεις από τους στρατιωτικούς του συμβούλους, ο τσάρος παραιτήθηκε και εγκαθιδρύθηκε μια Προσωρινή Κυβέρνηση, με πρωθυπουργούς αρχικά έναν φιλελεύθερο και στη συνέχεια έναν σοσιαλδημοκράτη. Τον Νοέμβριο του 1917 ο Λένιν και ο Λέων Τρότσκι, επικεφαλής της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος, απέκτησαν το έλεγχο της Μόσχας και έτσι ουσιαστικά ολόκληρης της χώρας. Εγκαθιδρύθηκε μια μονοκομματική δικτατορία με επικεφαλής τον Λένιν και οι κομμουνιστές μαζί του κινήθηκαν με γρήγορα βήματα για να κρατικοποιήσουν όλη την παραγωγή και να οικοδομήσουν το νέο σοσιαλιστικό κράτος που θα βασιζόταν στην συγκέντρωση της οικονομίας.
Ο Λένιν και οι βοηθοί του εξέδωσαν κύματα διαταγών για να εξαλείψουν κάθε υπόλειμμα του προηγούμενου καθεστώτος και να οικοδομήσουν τον νέο κόσμο τους. Εγκαθιδρύθηκαν αμέτρητα επαναστατικά δικαστήρια, όπως και η Τσεκά, προπομπός της ΚαΓκεΜπε, για να εφαρμόσουν τις διαταγές της Μόσχας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άνθηση της γραφειοκρατίας και του συνολικού κρατικού μηχανισμού. Όλοι οι κρατικοί θεσμοί, τα διατάγματα και οι νόμοι σχεδιάστηκαν με τρόπο ώστε να εξυπηρετούν το κράτος, το κόμμα και την επανάσταση. Τα δικαστήρια και οι νόμοι άλλαξαν ώστε να αντανακλούν τις επιθυμίες του Κόμματος και ιδίως του ηγέτη του. Στην ουσία, ο ατομικισμός και τα ατομικά δικαιώματα συντρίφθηκαν. Όπως είπε η Βρετανή Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ το 1991, υπό τον κομμουνισμό “το κράτος είναι τα πάντα, και το άτομο δεν είναι τίποτε”. Πρακτικά, όλα τα δικαιώματα ανήκαν στο κράτος και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όλοι εξαναγκάζονταν να υπηρετούν το κράτος. Την ίδια ώρα, τα εκατομμύρια των ανθρώπων που εργάζονταν για το κράτος συνεχώς ελίσσονταν για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ένα μέρος του συνολικού σχεδίου ήταν να αξιοποιηθεί η οικονομική και πολιτική ισχύς της Ρωσίας για την προετοιμασία κομμουνιστικών επαναστάσεων στο εξωτερικό, και ιδίως στη βιομηχανοποιημένη Ευρώπη. Όμως το εύρος του σχεδίου - η διαχείριση της πέμπτης μεγαλύτερης οικονομίας και της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας στον κόσμο - και η αδυναμία ορισμού των τιμών μέσω επιτροπών αποδείχθηκε μοιραίο για την υλοποίησή του. Στην κομμουνιστική Ρωσία, όπως και σε άλλες κομμουνιστικές χώρες, το κράτος ήταν ο ιδιοκτήτης και ο διαχειριστής των μέσων παραγωγής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η μεγάλη ιδιωτική περιουσία είχε πάψει να υφίσταται. Για παράδειγμα, οι αγρότες δεν ήταν πλέον οι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν, και οι τιμές των προϊόντων που πουλούσαν δεν καθορίζονταν από την αγορά, από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά “υπολογίζονταν” από μια επιτροπή που επέβλεπε την αγροτική παραγωγή. Καθώς όμως δεν υπήρχε κανένα μέσο για τον υπολογισμό του κόστους της παραγωγής, αυτές οι επιτροπές δεν διέθεταν στην πραγματικότητα κανέναν τρόπο να υπολογίσουν τι, για παράδειγμα, αξίζει ένα κιλό σιτάρι.
Αν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός τιμών, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η αξία όλων των ανθρώπινων δράσεων που εμπλέκονται στην παραγωγή ή την πώληση του εκάστοτε προϊόντος. Μόνο όταν οι καταναλωτές και οι παραγωγοί συναλλάσσονται χωρίς εξαναγκασμό είναι δυνατός ο ορισμός μιας βιώσιμης τιμής ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ζήτησης για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία και της προσφοράς της. Ο Λένιν και ο διάδοχός του Στάλιν όμως νόμισαν ότι μπορούσαν να το πετύχουν αυτό για μια ολόκληρη χώρα και για κάθε προϊόν και υπηρεσία. “Ο σοσιαλισμός είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος” είπε ο laissez-faire οικονομολόγος Λούντβιχ φον Μίζες “αλλά δεν διαθέτει τη δυνατότητα να υπολογίζει τις τιμές και συνεπώς να εξελίσσεται ορθολογικά”. Χωρίς την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, υπογράμμιζε ο Μίζες, “δεν θα μπορούσε να υπάρχει ορθολογική κατανομή των πόρων στην οικονομία”.
Το οικονομικό σύστημα που κυριάρχησε στην κομμουνιστική Ρωσία δεν διέθετε λογική. Καθώς οι επιτροπές που είχαν την εξουσία του ορισμού των τιμών δεν διέθεταν κανέναν τρόπο να γνωρίζουν την αξία του οποιουδήποτε αγαθού ή της οποιασδήποτε υπηρεσίας, δεν είχαν τη δυνατότητα να πουν στις βιομηχανίες και τους εργάτες ποιο αγαθό να παράγουν και σε ποια ποσότητα, πράγμα που οδήγησε σε αμέτρητους λάθος υπολογισμούς. Οι επενδύσεις, η παραγωγή και η διανομή των αγαθών δεν είχε καμία λογική. Ορίστηκαν στόχοι παραγωγής των οποίων ο πραγματικός σκοπός ήταν να παρουσιάζουν μια καλή εικόνα των επιτροπών και του κράτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα εργοστάσια να παράγουν μεγάλους αριθμούς πραγμάτων που δεν ήθελαν οι άνθρωποι - 5.000 αριστερά παπούτσια, και ούτω καθεξής. Ακόμη, η οικονομία είχε να αντιμετωπίσει ατελείωτες ελλείψεις. Ακόμη πιο δραματικά αποτελέσματα είχε η κολλεκτιβοποίηση των αγροκτημάτων που οδήγησε σε εκτεταμένο λιμό στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 κατά τον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν.
Αυτές οι συνεχείς αποτυχίες που προκαλούνταν από τις ανορθολογικές κρατικές οικονομικές πολιτικές, αποδίδονταν σε όλους και τα πάντα εκτός από τους πραγματικούς υπαίτιους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του αριθμού των συλλήψεων. Κατασκευάστηκε ένα τεράστιο δίκτυο καταναγκαστικών έργων και στρατοπέδων συγκέντρωσης, που ξεκίνησε από τον Λένιν και επεκτάθηκε από τον Στάλιν. Σ' αυτά τα στρατόπεδα, οι άνθρωποι εργάζονταν μέχρι θανάτου ή λιμοκτονούσαν, ενώ μεγάλος αριθμός κρατουμένων εκτελούνταν. Ο κεντρικός “σχεδιασμός” και οι αριθμητικοί στόχοι εφαρμόστηκαν και στις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και τις εκτελέσεις.
Αφού ο Ιωσήφ Στάλιν κατέλαβε την εξουσία μετά το θάνατο του Λένιν το 1928, εφάρμοσε διάφορα “πενταετή σχέδια” για την ενίσχυση της παραγωγής των κεφαλαιακών αγαθών και των εξοπλισμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα “την κατακόρυφη πτώση των συνθηκών ζωής, καθώς η χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης συνεπαγόταν την ελαχιστοποίηση των μισθών” όπως καταγράφει ο Richard Pipes στο βιβλίο του Communism: A History. “Οι πραγματικές απολαβές των εργατών το 1993 βυθίστηκαν στο ένα δέκατο των απολαβών τους στην απαρχή της προσπάθειας για εκβιομηχάνιση (1926-1927). Σύμφωνα με τον ειδικό για θέματα που αφορούν τη σοβιετική οικονομία Alec Nove, 'το 1933 ήταν το αποκορύφωμα της πιο απότομης μείωσης του βιωτικού επιπέδου που καταγράφηκε ποτέ στην Ιστορία σε περίοδο ειρήνης'”.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Στάλιν επεδίωξε επίσης την εκβιομηχάνιση της επαρχίας μέσω της εκτεταμένης κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής. Όπως επισημαίνει ο Pipes “αυτό σήμαινε ότι οι γεωργοί θα παρείχαν τροφή για τους βιομηχανικούς εργάτες, τις πόλεις και τις ένοπλες δυνάμεις στις χαμηλότερες δυνατές τιμές”. Αυτή η διαδικασία οδήγησε σε περισσότερες ελλείψεις και σε κρατικές διώξεις. Ακόμη, ο Στάλιν αξιοποίησε αυτή την πολιτική για να εξολοθρεύσει τους προσωπικούς του εχθρούς και ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων τους οποίους θεωρούσε εχθρούς του κράτους.
Οι μόνες σχεδόν βιομηχανίες στις οποίες διακρίθηκε η σοβιετική Ρωσία στην εβδομηντάχρονη ιστορία της ήταν η παραγωγή εξοπλισμών και ιδίως πυρηνικών όπλων, η εξερεύνηση του διαστήματος και η παραγωγή αργού πετρελαίου. Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ήταν η πρώτη χώρα που εκτόξευσε έναν πύραυλο ο οποίος τέθηκε με επιτυχία σε τροχιά γύρω από τη σελήνη. Το ρωσικό άρμα μάχης Τ-34 ήταν στην κορυφή της κατηγορίας του για πολλά χρόνια. Το τυφέκιο Καλάσνικοφ ΑΚ-47 ακόμη πουλάει καλά και χρησιμοποιείται από τους στρατούς τουλάχιστον 50 κρατών.
Η πρόσφατη έρευνα από τον Richard Pipes στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και τον R.C. Raack καταδεικνύει ότι οι Σοβιετικοί ενθάρρυναν την επιτυχία των Ναζί στη Γερμανία και δεν έβλεπαν αρνητικά έναν πόλεμο μεταξύ της Γερμανίας και των δυτικών συμμάχων το 1939. Ακόμη, η Σοβιετική Ένωση, μαζί με την Κίνα και άλλα κομμουνιστικά κράτη, υποδαύλισε πολυάριθμες εξεγέρσεις στον 20ο αιώνα, μεταξύ άλλων στην Κορέα, το Βιετνάμ, την Καμπότζη, τη Λατινική Αμερική, την Αφρική, και τη Μέση Ανατολή.
Η παρέμβαση της σοβιετικής Ρωσίας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, το κόστος της κατοχής της Ανατολικής Ευρώπης για 46 χρόνια, και οι τεράστιες στρατιωτικές της δαπάνες συνέβαλαν στην πτώση του καθεστώτος. Η ΕΣΣΔ, κυρίως εξαιτίας της γραφειοκρατίας και της αναποτελεσματικότητάς της - καθώς και της αποτυχίας της να επιτρέψει στις ελεύθερες αγορές να ορίζουν τις τιμές - δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό με την πιο αποδοτική Δύση. Το κομμουνιστικό σύστημα στη Ρωσία κατέρρευσε το 1991 και η χώρα βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία ανάκαμψης απ' αυτόν τον εβδομηντάχρονο εφιάλτη.
Σοβιετικού τύπου οικονομικές πολιτικές εφαρμόστηκαν στην Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, την Κούβα, το Βιετνάμ και σε άλλα κομμουνιστικά κράτη και παρήγαγαν παρόμοια ζοφερά αποτελέσματα. Ο ηγέτης της Κίνας, Μάο Τσε Τουνγκ κατάφερε να αναλάβει την εξουσία στη χώρα το 1949, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια αιματηρών συγκρούσεων με θύματα 4 εκατομμύρια ανθρώπους. Κατά το παράδειγμα του Λένιν, εγκαθίδρυσε μια μονοκομματική δικτατορία και επεδίωξε την εκβιομηχάνιση και την μετάβαση μιας ολόκληρης χώρας στον κομμουνισμό μέσω της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, καθώς και μιας σειράς πενταετών πλάνων με στόχο την εκβιομηχάνιση. Όπως και στη Ρωσία, οι πολιτικές αυτές παρήγαγαν περιοδικές ελλείψεις και πολλούς εκτεταμένους λιμούς. Στον χειρότερο απ' αυτούς τους λιμούς, κατά το “Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός” το διάστημα 1958-1960, περισσότερα από 20 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Όπως και στην Σοβιετική Ένωση, εγκαθιδρύθηκε μια μυστική αστυνομική δύναμη καθώς και ένα εκτεταμένο σύστημα φυλακών και στρατοπέδων συγκέντρωσης - τα λαογκάι. O Μάο, όπως και οι Λένιν και Στάλιν, κατά καιρούς προέβαινε σε εκκαθαρίσεις των υποτιθέμενων εχθρών του, όπως για παράδειγμα συνέβη κατά την Πολιτιστική Επανάσταση (1964-1975) οπότε σχεδόν 8 εκατομμύρια άνθρωποι θανατώθηκαν.
Μετά το θάνατο του Μάο, ανέλαβαν ηγέτες με λιγότερο πολεμικό χαρακτήρα. Τα τελευταία 25 χρόνια, η Κίνα έχει υιοθετήσει μια σειρά πολιτικών υπέρ των αγορών και ανέχεται μια εκτεταμένη μαύρη αγορά που έχει ωφελήσει σημαντικά τους Κινέζους καταναλωτές. Η επέκταση του εμπορίου με τη Δύση συνέβαλε στην αποδυνάμωση της κομμουνιστικής εξουσίας, αλλά υπάρχει ακόμη μακρύς δρόμος μπροστά, όπως έδειξε η σφαγή στην Πλατεία Τιενανμέν το 1989. Επίσης, παρά την οικονομική φιλελευθεροποίηση, οι Κινέζοι κομμουνιστές έχουν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θανατώσει ένα εκατομμύριο ανθρώπους για πολιτικούς λόγους από το 1976. Το σύστημα φυλακών λαογκάι υφίσταται ακόμη και σήμερα με πάνω από 1.000 στρατόπεδα.
Υπό τα κομμουνιστικά καθεστώτα, οι τέχνες (και η εκπαίδευση) είχαν παρόμοια μοίρα με το υπόλοιπο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, στη σοβιετική Ρωσία και τα άλλα κομμουνιστικά κράτη θεσπίστηκαν επιτροπές τεχνών που στελεχώθηκαν από γραφειοκράτες στους οποίους δόθηκε η αρμοδιότητα να επιβλέπουν και να καθοδηγούν την παραγωγή βιβλίων, περιοδικών, έργων ζωγραφικής, αρχιτεκτονικής, χορού και μουσικής. Η κομμουνιστική “σχεδιασμένη” τέχνη είχε ως στόχο να υπηρετεί τα συμφέροντα του κράτους και, στις περισσότερες περιπτώσεις, να εξυμνεί τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτού του είδους οι τέχνες εξύψωσαν τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Μάο, τον Κάστρο, τον Κιμ Ιλ Σουνγκ και τους Μαρξ και Ένγκελς μεταξύ άλλων στο επίπεδο των επίγειων θεοτήτων.
Ακολουθεί ένας κατάλογος των κομμουνιστικών καθεστώτων και η χρονική τους διάρκεια:
- ΕΣΣΔ (Ρωσία) 1917-1991
- Κίνα 1949 μέχρι σήμερα
Ανατολική Ευρώπη (δορυφόροι της ΕΣΣΔ)
- Πολωνία 1945-1990
- Ανατολική Γερμανία 1949-1990
- Ουγγαρία 1948-1989
- Τσεχοσλοβακία 1948-1989
- Ρουμανία 1947-1989
- Γιουγκοσλαβία 1946-1990
- Αλβανία 1944-1991
- Βουλγαρία 1946-1990
- Βόρεια Κορέα 1948 μέχρι σήμερα
- Κούβα 1959 μέχρι σήμερα
- Βόρειο Βιετνάμ 1954-1976
- Βιετνάμ 1976 μέχρι σήμερα
- Λάος 1975 μέχρι σήμερα
- Καμπότζη 1975-1993
- Ανγκόλα 1976-1993
- Μοζαμβίκη 1974-1994
- Νικαράγουα 1979-1990
- Αφγανιστάν 1978-1992
Ο κομμουνισμός υποσχόταν να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να δημιουργήσει μια επίγεια ουτοπία, όπου οι άνθρωποι θα γίνονταν σαν θεοί. Με την εφαρμογή της επιστήμης και της λογικής, ο άνθρωπος θα κατακτούσε τη φύση και θα δημιουργούσε άπειρη αφθονία. Αλλά σ' αυτή την “επιστημονική” προσπάθεια επίτευξης του σημείου όπου η Ιστορία και η πάλη των τάξεων τερματίζονται, το άτομο θεωρήθηκε απλώς ως πρώτη ύλη - ως κεφάλαιο - για την προώθηση των συμφερόντων της ομάδας, του κράτους. Το άτομο δεν θεωρούταν τίποτε περισσότερο από “ένα στοιχείο, ένα μόριο του κοινωνικού οργανισμού, με το καλό του ατόμου να υπάγεται πλήρως στη λειτουργία του κοινωνικο-οικονομικού μηχανισμού” όπως υπογράμμισε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β', ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του μαχόμενος τον κομμουνισμό στην Πολωνία. “Η έννοια του προσώπου ως αυτόνομου υποκειμένου των ηθικών αποφάσεων εξαφανίστηκε”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να ριφθούν στην κρεατομηχανή της κομμουνιστικής πολιτικής και να θανατωθούν κατά εκατομμύρια, με περισσότερα από 100 εκατομμύρια θύματα σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Λένιν, ο Στάλιν και ο Μάο έθεσαν μάλιστα αριθμητικούς στόχους εκτελέσεων. Όριζαν ότι ίσως το 5% των ανθρώπων ήταν αντεπαναστάτες, κι έτσι διέταζαν τη θανάτωση του 5% του πληθυσμού, ανθρώπων από κάθε υπόβαθρο, όπως έγραψε ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης Rudolf J. Rummel, ένας κορυφαίος ειδικός επί των κρατικών θανατώσεων. Όπως εκτιμά ο Rummel, ο αριθμός των ανθρώπων που θανατώθηκαν σ' ολόκληρο τον κόσμο εξαιτίας του κομμουνισμού φτάνει τα 110 εκατομμύρια. Οι συντηρητικές εκτιμήσεις του αριθμού των ανθρώπων που θανατώθηκαν εξαιτίας του κομμουνισμού, όπως καταγράφονται στο ευρέως αναγνωρισμένης αξίας βιβλίο Black Book of Communism από το Harvard University Press είναι οι ακόλουθες:
- ΕΣΣΔ: 20 εκατομμύρια
- Κίνα: 65 εκατομμύρια
- Βιετνάμ: 1 εκατομμύριο
- Βόρεια Κορέα: 2 εκατομμύρια
- Καμπότζη: 2 εκατομμύρια
- Ανατολική Ευρώπη: 1 εκατομμύριο
- Λατινική Αμερική: 150.000
- Αφρική: 1,7 εκατομμύρια
- Αφγανιστάν: 1,5 εκατομμύρια
ΣΥΝΟΛΟ: 94,3 εκατομμύρια
Ο κομμουνισμός, παρά τους ισχυρισμούς του περί επιστήμης, υλισμού και ορθολογισμού, λειτουργεί σαν θρησκεία - μια κοσμική πίστη. Παρά την οικονομική επιτυχία του καπιταλισμού και της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας που τον συνόδευσε στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαρξ αρνήθηκε αυτές τις επιτυχίες και ο Λένιν επιχείρησε να τις συσκοτίσει. Οι Μαρξ, Λένιν, Στάλιν και οι ιδεολογικοί τους υποστηρικτές κατασκεύασαν μια επεξεργασμένη ονειροφαντασία - μια σφαλερή ιδέα που κατέκτησε τα συναισθήματα και στη συνέχεια και το πνεύμα πολλών ανθρώπων. Το μίσος έναντι του κεφαλαίου ήταν ένας στόχος που έδωσε σε πολλούς μια πίστη και έναν λόγο για τον οποίο να αγωνιστούν.
Ο κομμουνισμός ως εσαεί θρησκεία, υποσχέθηκε στον άνθρωπο αφθονία και ευτυχία. Είχε τους δικούς του αγίους, όπως τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Μάο. Είχε τη βίβλο του, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Είχε τις εντολές του, τη θεολογία του που παραδόθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Είχε τις θυσίες του στον βωμό του κράτους - όλα σχεδιασμένα για τη δημιουργία ενός επίγειου παραδείσου. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία του Μαρξ κατάφερε να δημιουργήσει μια επίγεια κόλαση, με παρακαταθήκη τους ομαδικούς τάφους και τα γκούλαγκ.
Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:
Conquest, Robert. The Great Terror: A Reassessment. Oxford: Oxford University Press, 1990.
Courtois, Stephane, Nicolas Werth, Jean-Louis Panne, and Andrzej Paczkowski. The Black Book of Communism. Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999.
Kowlakowski, Leszek. Main Currents of Marxism. 3 vols. Oxford: Oxford University Press, 1978.
Lenin, Vladimir I. Imperialism: The Highest Stage of Capitalism. New York: International Publishers, 1969.
Marx, Karl, and Friedrich Engels. The Communist Manifesto. New York: Signet Classics, 1998.
Mises, Ludwig von. Socialism: An Economic and Sociological Analysis. Indianapolis, IN: Liberty Fund, 1981.
Nove, Alec. An Economic History of the U.S.S.R. New York: Penguin, 1993.
Pipes, Richard. Communism, a History. New York: Modern Library, 2001.
Solzhenitsyn, Alexander. The Gulag Archipelago. 3 vols. New York: HarperCollins, 1991–1992.
Volkogonov, Dmitrii. Lenin: A New Biography. New York: Free Press/Simon & Schuster, 2006.
--
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.