Των Tanja Porčnik και Miguel Cervantes
Το Ομάν ξεκίνησε το 2020 θετικά σε ό,τι αφορά την οικονομική ελευθερία. Λίγες μέρες πριν τον θάνατο του Σουλτάνου Καμπούς στις 10 Ιανουαρίου, τέθηκε σε ισχύ ένας νέος Νόμος για τις Επενδύσεις Ξένων Κεφαλαίων (Foreign Capital Investment Law - FCIL) με στόχο να μειώσει ορατά τα εμπόδια στις ξένες επενδύσεις στο σουλτανάτο. Η σημαντική αλλαγή είναι ότι πλέον είναι εφικτή η 100% ξένη ιδιοκτησία στο Ομάν.
Γιατί αυτή η θεσμική αλλαγή στο Ομάν είναι σημαντική για την ΕΕ; Και ευρύτερα, μήπως η ΕΕ δεν αξιοποιεί τις ευκαιρίες να εντείνει το εμπόριο και τις επενδύσεις στην περιοχή καθώς δεν υπάρχει μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ΕΕ-Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) που απέτυχε μια δεκαετία πριν;
Το εμπόριο είναι αναγκαίο για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και βγάζει τους ανθρώπους από τη φτώχεια, τους βοηθά να αυξήσουν τα εισοδήματά τους και βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσής τους. Χάρη στο εμπόριο, οι χώρες εξειδικεύονται στους πιο παραγωγικούς τους κλάδους, πετυχαίνουν οικονομίες κλίμακας και υιοθετούν τα πιο καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα.
Δεδομένων των πλεονεκτημάτων που προσφέρει το ελεύθερο εμπόριο, η ΕΕ, η μεγαλύτερη οικονομία και το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ του κόσμου, θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει έμφαση στην ελάττωση των εμποδίων στο εμπόριο που η ίδια επιβάλλει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα γίνει ευκολότερο και φθηνότερο για τις ευρωπαϊκές εταιρίες να παράγουν, να πωλούν και να αγοράζουν αγαθά σε ολόκληρο τον κόσμο, τα οποία νωρίτερα ή αργότερα θα οδηγήσουν σε υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα ανά νοικοκυριό.
Ένα καλό μέρος εκκίνησης για την ΕΕ θα ήταν η περιοχή του Κόλπου.
Σήμερα, οι χώρες μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) αποτελούν την τέταρτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για την ΕΕ, ενώ η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για το GCC.
Τα τελευταία δεδομένα καταδεικνύουν ένα σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα για την ΕΕ. Πράγματι, οι συνολικές συναλλαγές σε αγαθά μεταξύ ΕΕ-GCC ανήλθαν το 2017 σε 143,7 δις ευρώ. Από αυτά, οι εξαγωγές της ΕΕ στο GCC ανήλθαν σε 99,8 δις ευρώ και οι εισαγωγές από το GCC ανήλθαν σε 43,8 δις ευρώ.
Φέτος είναι μια καλή ευκαιρία να ξεκινήσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις για μια Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (FTA) μεταξύ ΕΕ-GCC. Από την εποχή της κατάρρευσης των προηγούμενων συναλλαγών μεταξύ ΕΕ και GCC το 2009, πολλά έχουν αλλάξει στην περιοχή του Κόλπου.
Ο δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας στον Αραβικό Κόσμο του Ινστιτούτου Fraser, που παρέχει μια ποσοτικοποιημένη εκτίμηση του βαθμού οικονομικού φιλελευθερισμού, κατατάσσει τις 22 χώρες της Αραβικής Ένωσης ως προς την οικονομική τους ελευθερία.
Στην έκθεση αυτή, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν μοιράζονται τη δεύτερη θέση, το Κατάρ και το Ομάν μοιράζονται την πέμπτη θέση, το Κουβέιτ κατατάσσεται όγδοο και η Σαουδική Αραβία ένατη.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι χώρες του GCC σημειώνουν υψηλές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τα χαμηλά τους εμπόδια στο διεθνές εμπόριο. Αυτό αντανακλάται στον μέσο όρο των εισαγωγικών δασμών της τάξης του 4,8%, τη χαμηλή διακύμανση των δασμών και τα χαμηλά ρυθμιστικά εμπόδια στο εμπόριο που μετριούνται βάσει της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας ελέγχου από τους φορείς συνοριακού ελέγχου.
Η έκθεση ακόμη συμπεραίνει ότι τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Κατάρ, το Ομάν και η Σαουδική Αραβία δεν επιβάλλουν φόρο προσωπικού εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, στις χώρες του Κόλπου το κράτος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις οικονομίες και τις κοινωνίες μέσω των κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων και του κράτους πρόνοιας.
Είναι σαφές ότι η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ΕΕ-GCC θα ενισχύσει τη διμερή οικονομική συνεργασία και θα αυξήσει αμφίπλευρα τις εμπορικές ροές. Θα συμπεριλάβει επίσης ολόκληρο το GCC σε μια επενδυτική συμφωνία. Σήμερα, κάθε χώρα του GCC έχει διάφορες επενδυτικές συμφωνίες με επιμέρους χώρες της ΕΕ, δημιουργώντας το “φαινόμενο του πιάτου μακαρονιών”.
Μια τέτοια συμφωνία μεταξύ ΕΕ-GCC μπορεί να δημιουργήσει εναρμονισμένες και προβλέψιμες ρυθμίσεις στο GCC και να ανοίξει τον κλάδο των υπηρεσιών και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στον ανταγωνισμό. Ο δεύτερος σήμερα κυριαρχείται από κρατικές τράπεζες στη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και το Κατάρ.
Η μεγαλύτερη ευκολία στην επιχειρηματική δράση και η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για τις ευρωπαϊκές εταιρίες στην περιοχή του Κόλπου.
Την ίδια ώρα, θα δημιουργήσει μια ισχυρή ώθηση για την ανάπτυξη, τα εισοδήματα και την ποιότητα της ζωής στην ΕΕ και το GCC τα επόμενα χρόνια.
Ιδανικά, οι διμερείς εμπορικές συμφωνίες θα πρέπει να εστιάζουν στη δημιουργία εμπορίου αντί στην εκτροπή του. Δηλαδή, δύο περιφερειακές αγορές δεν θα πρέπει απλώς να γίνονται αμοιβαία ευκολότερα προσβάσιμες, αλλά και να ανοίγουν περισσότερο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ ΕΕ-GCC μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα στην κατεύθυνση ενός πιο ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου.
--
Η Tanja Porčnik είναι πρόεδρος και συνιδρύτρια του σλοβενικού Visio Institute, διακεκριμένο στέλεχος του Fraser Institute και ερευνήτρια στο Cato Institute. Ο Miguel Cervantes είναι στέλεχος του δικτύου Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.