Του Michael Rubin
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Πρόεδρος Τραμπ συνομίλησε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης υποσχέθηκε στον Τραμπ ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ δεν χρειάζονταν πλέον εντός της Συρίας καθώς η Τουρκία θα πολεμούσε το Ισλαμικό Κράτος. Ο Τραμπ πιθανόν δεν αντιλήφθηκε την ανειλικρίνεια του Ερντογάν: ο Ερντογάν ήταν συνένοχος στην ανάδυση και τη διατήρηση του Ισλαμικού Κράτους, όπως αποκάλυψε τόσο η αντικατασκοπία όσο και τα αποδεικτικά στοιχεία. “Οι στρατιώτες μας επιστρέφουν σπίτι” τουίταρε ο Τραμπ.
Η ξαφνική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ οδήγησε τόσο τον Υπουργό Αμύνης James Mattis, όσο και τον Ειδικό Απεσταλμένο Brett McGurk σε παραίτηση, αλλά τις εβδομάδες που ακολούθησαν, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας και της άμυνας έπεισαν τον Τραμπ να επιβραδύνει την αποχώρηση, αν όχι να αλλάξει στάση τελείως. Ο λόγος να διατηρηθούν δυνάμεις των ΗΠΑ στη Συρία είναι σαφής: Η διατήρηση μιας μικρής παρουσίας λειτουργεί αποτρεπτικά στο να καλύψουν άλλες ομάδες το κενό. Μια ολιγάριθμη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ για παράδειγμα αποκόπτει τη λεγόμενη επίγεια γέφυρα μέσω της οποίας το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν στέλνει μαχητές και προμήθειες μέσω του Ιράν και του Λιβάνου. Μια μικρή παρουσία είναι επίσης σημαντική για την συγκέντρωση πληροφοριών. Ακόμη πιο σημαντικό είναι πως μια αμερικανική “νάρκη” εμποδίζει την εισβολή άλλων χώρων όπως η Τουρκία στην περιοχή.
Η Τουρκία φυσικά θέλει να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τη Συρία ώστε να έχει την ελευθερία να στοχοποιήσει τους Κούρδους της Συρίας και την αυτοδιοικούμενη οντότητα που έχουν εγκαθιδρύσει εντός της Συρίας. Με απλά λόγια, το ιστορικό της επί δεκαετίες αντιμετώπισης της κουρδικής εξέγερσης στο εσωτερικό της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τον ανεξέλεγκτο ρατσισμό της ηγεσίας της Τουρκίας, έχει αφήσει τις τουρκικές αρχές ανίκανες ή απρόθυμες να διακρίνουν μεταξύ της ειρηνικής έκφρασης της κουρδικής ταυτότητας και της τρομοκρατίας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που, αφού ο Ερντογάν διέταξε την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Αφρίν της Συρίας (παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε εντοπίσει ούτε ένα τρομοκρατικό γεγονός να κατευθύνεται από εκεί), οι τουρκικές αρχές επέδραμαν σε σπίτια Κούρδων, κατέστρεψαν νεκροταφεία και γκρέμισαν αγάλματα, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποίησαν εθνοκάθαρση εναντίον του πληθυσμού της περιοχής.
Οι ΗΠΑ όμως έχουν επενδύσει στην προστασία των Κούρδων. Οι πολιτοφυλακές των Κούρδων της Συρίας ήταν οι ομάδες με τη μεγαλύτερη επιτυχία στην αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους εντός της Συρίας. Ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα κράτησε αρχικά σε απόσταση τους Κούρδους της Συρίας για να κερδίσει τη συνεργασία της Τουρκίας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, το διπλό παιχνίδι της Τουρκίας έπεισε εντέλει της αρχές των ΗΠΑ ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το συνεργαστούν άμεσα με τους Κούρδους της Συρίας. Αν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν τους Κούρδους στα χέρια της Τουρκίας αυτό θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση για σφαγή των Κούρδων που δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Θα έστελνε επίσης σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εταίρους των ΗΠΑ το σήμα ότι οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν τους συμμάχους τους.
Με την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συρία να έχει βγει προς το παρόν από το τραπέζι, και με τους Τούρκους να αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να κινηθούν εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων, οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται τώρα στη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας εντός της Συρίας για την συγκράτηση των κουρδικών δυνάμεων μακριά από τα τουρκικά σύνορα. Μια ζώνη ασφαλείας έναντι του τουρκικού στρατού και των κουρδικών δυνάμεων μπορεί να είναι καλή ιδέα, αλλά για να πετύχει στον διακηρυγμένο της σκοπό και να μην αποτελεί απλώς κάλυμμα για μια νέα τουρκική εθνοκάθαρση, θα πρέπει αυτή να είναι από την τουρκική πλευρά των συνόρων και όχι μέσα στη Συρία.
Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, ο τουρκικός στρατός επέδραμε εναντίον χιλιάδων κουρδικών χωριών στην τουρκική πλευρά των συνόρων ως μέρος της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής της Άγκυρας και με τον στόχο να δημιουργήσει ένα υγειονομικό κορδόνι που θα εμποδίζει την είσοδο ανταρτών και τρομοκρατών από τη Συρία και την αναζήτηση καταφυγίου στα κουρδικά χωριά. Η καταστροφή αυτών των πόλεων και χωριών έστειλε εκατομμύρια ανάγκασε εκατομμύρια Κουρδους να μεταναστεύσουν την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα, τη Σμύρνη και άλλες μεγάλες τουρκικές πόλεις. Δεν σημειώθηκε όμως εντός της Συρίας αντίστοιχη καταστροφή κέντρων κουρδικού πληθυσμού, πολλά από τα οποία αγκαλιάζουν τα τουρκικά σύνορα.
Ουσιαστικά, η υποστήριξη της οποιασδήποτε ζώνης ασφαλείας στη Συρία θα έχει ως συνέπεια οι τουρκικές πόλεις και τα χωριά να πάθουν ότι έκανε ο τουρκικός στρατός στη δική του επικράτεια πριν από 25 χρόνια. Αν προσθέσουμε σ' αυτά το γεγονός ότι η πίεση για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας τροφοδοτείται περισσότερο από τον ανορθολογισμό της Άγκυρας και την επιθυμία του Ερντογάν να στρέψει το ενδιαφέρον μακριά από τις δικές του οικονομικές αποτυχίες, καθίσταται σαφές ότι απλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πληρώσουν οι Κούρδοι αυτό το τίμημα.
Αν η Τουρκία θέλει μια ζώνη ασφαλείας, η θέση των ΗΠΑ πρέπει να είναι σαφής: ο τουρκικός στρατός θα πρέπει να αποχωρήσει από τη Συρία και να απομακρυνθεί ίσως 10 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Συρίας για να τοποθετηθούν στην περιοχή διεθνείς παρατηρητές. Αν αυτό ακούγεται εξωφρενικό στο τουρκικό ακροατήριο, τότε θα πρέπει ίσως να σκεφτούν το πώς οι δικες τους απαιτήσεις φαίνονται σε όσους δεν βρίσκονται εγκλωβισμένοι εντός της μηντιακής φούσκας της Τουρκίας.
--
Ο Michael Rubin είναι ακαδημαϊκό στέλεχος του American Enterprise Institute, πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράν και τη διπλωματία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (ΑΕΙ) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.