Του Scott Burns
Στις 5 Μαΐου του 2018 συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Επ' αφορμή της επετείου, κάποιοι συγγραφείς διατύπωσαν το επιχείρημα ότι, παρά την κακή δημοσιότητα που έχει λάβει ο μαρξισμός κατά τον περασμένο αιώνα, πολλά στοιχεία του πυρήνα της κριτικής του Μάρξ στον καπιταλισμό ήταν “ουσιαστικά ορθά”.
Ένα από αυτά τα άρθρα που κυκλοφόρησε περισσότερο διατύπωνε το ολοένα και δημοφιλέστερο επιχείρημα ότι, ενώ τα μαρξιστικά καθεστώτα απέτυχαν απολύτως τον προηγούμενο αιώνα, τα θεωρητικά του επιχειρήματα υπέρ της αποτελεσματικότητας του κεντρικού σχεδιασμού και οι προβλέψεις του για την αναπόφευκτη κατάρρευση του σοσιαλισμού ήταν ουσιαστικά εύστοχα.
Ο λόγος που τα καθεστώτα που επηρεάστηκαν από τον Μαρξ απέτυχαν ιστορικά, σύμφωνα με αυτή την γραμμή σκέψης, δεν είναι τα οποιαδήποτε εγγενή προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού. Αντίθετα, είναι επειδή οι σχεδιαστές δεν διέθεταν τα αναγκαία δεδομένα προκειμένου να εφαρμόσουν τον έλεγχο και τη διεύθυνση της οικονομίας που οραματίστηκε ο Μαρξ. Με άλλα λόγια, ο Μαρξισμός δεν απέτυχε επειδή ήταν εσφαλμένος.
Απέτυχε, όπως ένας διαπρεπής αριστερός οικονομολόγος υποστήριξε συνοψίζοντας το ευπώλητο έργο του Τομας Πικετύ Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, γιατί ήταν “απλώς πρώιμος”. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, υποστηρίζουν οι υπερασπιστές του μαρξισμού, η εφεύρεση των υπολογιστών και η ανάδυση των “μεγάλων δεδομένων” θα προσδώσουν νέα ζωή στις σοσιαλιστικές ιδέες που κάποτε θεωρήθηκαν νεκρές.
Η διαμάχη του σοσιαλιστικού υπολογισμού
Προμηνύει λοιπόν η ανάδυση των μεγάλων δεδομένων τη δύση του καπιταλισμού και την αυγή μιας τώρα βιώσιμης σοσιαλιστικής εναλλακτικής; Μήπως το μέλλον θα μοιάζει σαν ένα εξισωτικό μείγμα του Westworld του ΗΒΟ και του Zeitgeist Movement του Peter Joseph;
Είχα πρόσφατα αυτή τη συζήτηση με έναν φοιτητή μου που μεγάλωσε στη Σίλικον Βάλεϊ. Αν και με κανέναν τρόπο δεν είναι μαρξιστής, έκανε τον δικηγόρο του διαβόλου επισημαίνοντας, όπως και πολύ σύγχρονοι μαρξιστές, ότι:
“Σήμερα, έχουμε δημόσια πρόσβαση σε περισσότερη γνώση απ' ό,τι μπορούσαμε προηγουμένως να φανταστούμε… Ούτε ένας άνθρωπος που ζούσε κατά την Κομμουνιστική Επανάσταση θα μπορούσε να φανταστεί το εύρος και το μέγεθος των διαθέσιμων δεδομένων και πληροφοριών που συγκεντρώνουν μέσα σε μία ώρα εταιρίες όπως η Facebook, η Google και η Equinix. Με αυτό κατά νου, νομίζετε ότι θα ήταν εφικτό να έχουμε πρόσβαση στην πληροφορία που απαιτείται για την αποτελεσματική κατανομή των πόρων;... Με όλα τα δεδομένα που συγκεντρώνει η Amazon, νομίζετε ότι ένα συγκεντρωτικό κράτος θα μπορούσε υπό κάποιες συνθήκες να κατανείμει τους πόρους αποτελεσματικότερα από μια ελεύθερη αγορά;”
Η λογική είναι δελεαστική. Η αξίωσή της όμως βασίζεται σε μια επιφανειακή κατανόηση των βασικών ιδεών της ίσως σημαντικότερης οικονομικής διαμάχης του 20ου αιώνα, της διαμάχης περί του σοσιαλιστικού υπολογισμού.
Σε αντίθεση προς ό,τι πιστεύεται ευρέως, το επιχείρημα του Λούντβιχ φον Μίζες και του Φρίντριχ Χάγιεκ εναντίον των σοσιαλιστικών τους αντιπάλων κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 δεν ήταν απλώς ότι οι σοσιαλιστές σχεδιαστές δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες.
Το επιχείρημά τους ήταν ότι οι σχεδιαστές δεν διαθέτουν πρόσβαση στο συγκεκριμένο εκείνο είδος γνώσης που καθιστά εφικτή την αποτελεσματική κατανομή των μέσων παραγωγής μιας οικονομίας μεταξύ ενός απεριόριστου εύρους πιθανών χρήσεων.
Αυτή είναι η ουσία του κεντρικού ζητήματος των οικονομικών το οποίο οι οικονομολόγοι ονομάζουν “το οικονομικό πρόβλημα”: ποιος είναι ο καλύτερος (δηλαδή ο αποτελεσματικότερος) τρόπος κατανομής των σπάνιων πόρων μιας οικονομίας ώστε να παραχθεί το τελικό αποτέλεσμα που εντέλει θα επιθυμούν οι καταναλωτές; Με άλλα λόγια, τι θα πρέπει να παράγουμε και πώς;
Το βασικό συστατικό για τον ορθολογικό οικονομικό υπολογισμό σύμφωνα με τον Μίζες και τον Χάγιεκ είναι οι τιμές που προσδιορίζονται από την αγορά. Οι τιμές επιτρέπουν στους παραγωγούς να υπολογίσουν το κόστος ευκαιρίας των διάφορων μεθόδων παραγωγής.
Οι παραγωγοί στη συνέχεια μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις τιμές αγοράς για να προσδιορίσουν ποια είναι τα λιγότερο δαπανηρά μέσα για την παραγωγή των οποιωνδήποτε τελικών προϊόντων που επιθυμούν εντέλει οι καταναλωτές.
Μια κριτική πτυχή της διαμάχης περί του υπολογισμού που έχει ιδιαίτερη εφαρμογή για όσους ενδιαφέρονται για υγιή νομίσματα είναι η ανάδυση ενός κοινώς αποδεκτού μέσου συναλλαγών, δηλαδή του χρήματος. Το χρήμα διαδραματίζει έναν ουσιώδη ρόλο καθώς παρέχει έναν κοινό παρονομαστή για τη σύγκριση της αξίας όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών μιας οικονομίας.
Όπως εδώ και καιρό έχουν υποστηρίξει οι οικονομολόγοι της νομισματικής ισορροπίας, το χρήμα αντιστοιχεί στο μισό της κάθε συναλλαγής που δεν αποτελεί ανταλλαγή. Καθώς το χρήμα είναι τόσο εκτεταμένο, είναι πιθανότατα το σημαντικότερο αγαθό σε μια οικονομία. Γι' αυτό ακριβώς το χρήμα και η οικονομική ευημερία συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους.
Για την επεξήγηση αυτού του επιχειρήματος μπορεί να βοηθήσει ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι είστε ένας κεντρικός σχεδιαστής και σας έχει ανατεθεί η κατασκευή ενός σιδηροδρόμου. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι σας έχει δοθεί η αποτελεσματικότερη διαδρομή και επαρκείς πόροι ώστε να υλοποιήσετε το σχέδιο, πώς θα αποφασίσετε ποιους συντελεστές παραγωγής θα χρησιμοποιήσετε για να κατασκευάσετε τον σιδηρόδρομο με τον πιο αποτελεσματικό από πλευράς κόστους τρόπο;
Χωρίς τους δείκτες των χρηματικών τιμών, δεν θα μπορούσατε να προσδιορίσετε το αν θα κόστιζε λιγότερο να κατασκευάσετε έναν σιδηρόδρομο από χρυσό ή από χάλυβα. Ο χρυσός είναι εξάλλου ποιοτικότερο μέταλλο απ' ό,τι ο χάλυβας. Χωρίς τις χρηματικές τιμές, μπορεί να φαινόταν προφανές στον μέσο μηχανικό ότι θα πρέπει να κατασκευάσει τον σιδηρόδρομο από χρυσό.
Όμως για διάφορους λόγους, πολλοί από τους οποίους μπορεί να είναι εντελώς άγνωστοι στους σχεδιαστές, και να μη μπορούν να γίνουν γνωστοί σ' αυτούς, ο χρυσός θα είναι πιθανότερα σημαντικά πιο δαπανηρός συντελεστής παραγωγής από τον χάλυβα. Χωρίς τις χρηματικές τιμές και την ικανότητα της “λογιστικής του κέρδους και της ζημίας” η πιο “τεχνολογικώς αποτελεσματική” μέθοδος παραγωγής πάντα θα επικρατεί έναντι της πιο “οικονομικώς αποτελεσματικής” (δηλαδή, αυτής με το μικρότερο κόστος ευκαιρίας), με μεγάλο κόστος για την κοινωνία.
Όπως υπογράμμισε ο Χάγιεκ σε όλα του τα έργα που αφορούν αυτό το ζήτημα, η γνώση που απαιτείται για τον ορθολογικό οικονομικό σχεδιασμό δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη έξω από το συγκείμενο πλαίσιο εντός του οποίου δημιουργείται. Με άλλα λόγια, η οικονομική γνώση μπορεί να παραχθεί μόνο σε ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο προστατεύει την ιδιωτική ιδιοκτησία, ιδίως ως προς τα κεφαλαιακά αγαθά της οικονομίας - μπορεί να δημιουργηθεί μόνο σε μια οικονομία της αγοράς.
Χωρίς την ιδιωτικό ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δεν μπορεί να υπάρχει αγορά γι' αυτά, και συνεπώς ούτε και τιμές που θα πληροφορούν τους επιχειρηματίες - την κατά τον Μίζες “κινητήρια δύναμη” της οικονομίας της αγοράς - ποια είναι η λιγότερο δαπανηρή μέθοδος για την παραγωγή του οποιουδήποτε αγαθού ή υπηρεσίας.
Τα δεδομένα έχουν κομβική σημασία, αλλά η πληροφορία δεν επαρκεί
Για να χρησιμοποιήσω ένα άλλο παράδειγμα, φανταστείτε ότι είστε ο διευθυντής των New York Yankees (οπαδοί των Red Sox, ανεχθείτε με). Ας υποθέσουμε ότι σας έκλειναν τα μάτια, σας τοποθετούσαν σε έναν ηχομονωμένο λάκκο με παίκτες του μπέηζμπολ και σας αφαιρούσαν κάθε προηγούμενη γνώση που είχατε για τους παίχτες στο ρόστερ σας, μαζί με τα στατιστικά και τις θέσεις τους.
Πώς θα στήνατε μια εναρκτήρια σύνθεση που θα σας έδινε τις καλύτερες δυνατότητες να κερδίσετε; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: δεν θα μπορούσατε να το κάνετε. Ακόμη κι αν είχατε μια εναρκτήρια σύνθεση με πολύ ταλέντο, δεν θα μπορούσατε καν να πλησιάσετε κοντά στο να προσδιορίσετε τον πιο αποτελεσματικό (δηλαδή οικονομικό) τρόπο να τη δομήσετε. Θα είχατε τις ίδιες πιθανότητες να βάλετε τον Aaron Judge στη θέση του πίτσερ και τον C.C. Sabathia ως batting cleanup όσο και να κάνετε το αντίστροφο.
Προσθέστε σ' αυτό το γεγονός ότι τα μεγάλα δεδομένα από το παρελθόν δεν μπορούν απαραίτητα να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν τις μελλοντικές προτιμήσεις των καταναλωτών ή για να προκαλέσουν την καινοτομία και τη “δημιουργική καταστροφή” που οικονομολόγοι σαν τον Τζόζεφ Σουμπέτερ τοποθετούσαν στην πρώτη γραμμή των λόγων που το καπιταλιστικό σύστημα έχει τόσο δυναμική, και έχετε τη συνταγή που χρειάζεστε για να κατανοήσετε το γιατί υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία του πώς τα καπιταλιστικά συστήματα ήκμασαν ενώ τα αντίστοιχα σοσιαλιστικά απέτυχαν.
Ο Boetkke (1998) συνοψίζει τα κεντρικά επιχειρήματα του Μίζες και του Χάγιεκ σε τρία βήματα. Κάθε σημείο είναι τόσο σημαντικό, που βάζω τους φοιτητές μου να τα μάθουν απ' έξω σε κάθε ένα από τα μαθήματά μου.
1.Χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δεν θα υπάρχει αγορά για τα μέσα παραγωγής της οικονομίας.
2.Χωρίς αγορά για τα μέσα παραγωγής, δεν θα υπάρχουν χρηματικές τιμές γι' αυτά.
3.Χωρίς χρηματικές τιμές που αντανακλούν την σχετική σπανιότητα των κεφαλαιακών αγαθών, οι επιφορτισμένοι με τη λήψη των οικονομικών αποφάσεων δεν θα μπορούν να σχεδιάσουν ορθολογικά εναλλακτικές χρήσεις των κεφαλαιακών αγαθών.
Πόσο καλά αντέχουν λοιπόν αυτά τα επιχειρήματα στην εποχή των μεγάλων δεδομένων; Όπως αποδεικνύεται, πολύ καλά. Το βασικό επιχείρημα του Μίζες και του Χάγιεκ είναι πως το θεμελιώδες πρόβλημα του σοσιαλισμού δεν είναι πληροφοριακό - είναι θεσμικό.
Οι πιο πρώιμες κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες δεν είχαν απλώς το πρόβλημα της ανεπαρκούς πληροφόρησης. Αν το πρόβλημα ήταν η ανεπάρκεια της πληροφόρησης, τότε θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η εκθετική αύξηση της υπολογιστικής ισχύος θα μπορούσε όντως να θεραπεύσει τα ελαττώματα της οικονομίας της διεύθυνσης και του ελέγχου.
Όπως όμως εύστοχα υποστήριξαν ο Μίζες και ο Χάγιεκ, η γνώση που απαιτείται για τον ορθολογικό οικονομικό σχεδιασμό δημιουργείται και υπάρχει μόνο στο πλαίσιο μιας οικονομίας της αγοράς. Η πληροφόρηση και τη γνώση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και χωρίς χρηματικές τιμές και τα σήματα του κέρδους και της ζημιάς που αυτές παράγουν δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η περισσότερη πληροφορία θα οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.
Αν η θεωρία πίσω από τη διαμάχη περί του σοσιαλιστικού υπολογισμού είναι υπερβολικά έντονη για το ακροατήριό σας, κρατήστε κατά νου πως υπάρχει ένα εξίσου ισχυρό εμπειρικό επιχείρημα ως προς το γιατί ο κεντρικός σχεδιασμός δεν αποδίδει ακόμη και στην ψηφιακή εποχή. Σήμερα, έχουμε κεντρικό σχεδιασμό σε χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και η Βενεζουέλα.
Γιατί λοιπόν δεν αποδίδει, δεδομένου του ότι έχουν πρόσβαση σε σχεδόν όλους τους υπερυπολογιστές και τα μεγάλα δεδομένα; Ξανά, για να επαναλάβω το κεντρικό μας επιχείρημα, η απάντηση έγκειται στο ότι το θεμελιώδες πρόβλημα του σοσιαλισμού δεν είναι πληροφοριακό, αλλά θεσμικό.
Το θεωρητικό επιχείρημα εναντίον του κεντρικό σχεδιασμού παραμένει ισχυρό και ενόψει της επανάστασης των μεγάλων δεδομένων. Τα μεγάλα δεδομένα μπορεί να βοηθήσουν τις εταιρίες και τις κυβερνήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται προκειμένου να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις.
Αλλά δεν απειλούν τον καπιταλισμό. Και σίγουρα δεν συνιστούν ένα μαγικό ελιξήριο στα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα του σοσιαλισμού. Η επανάσταση των μεγάλων δεδομένων μπορεί να βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Οι ιδέες του Μαρξ όμως παραμένουν απολύτως εσφαλμένες.
--
Ο Scott Burns είναι βοηθός καθηγητής οικονομικών στο Ursinus College της Φιλαδέλφειας στην Πενσυλβάνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Ιουνίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.