Γράφει ο Daniel Freeman
Ο Σεπτέμβριος δεν ήταν καλός μήνας για τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ξεκίνησε με μια ουκρανική επίθεση που έσπασε τις ρωσικές άμυνες κοντά στην ανατολική πόλη Χάρκοβο και επανέκτησε 2500 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους σε διάστημα μιας εβδομάδας. Τελειώνει με την ανάγκη να ξεκινήσει την πρώτη κινητοποίηση που διέταξε Ρώσος ηγέτης από το 1941.
Ακόμη και οι Ρώσοι προπαγανδιστές έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι αυτό σηματοδοτεί μια αλλαγή στην προσέγγιση του Πούτιν σε έναν πόλεμο που μέχρι τώρα διεξάγεται κυρίως από τους kontraktniki, τους επαγγελματίες στρατιώτες που στρατολογούνται κυρίως από τις φτωχότερες περιοχές της Ρωσίας.
Η ταμπλόιντ που πρόσκειται στο Κρεμλίνο, Komsomolskaya Pravda έχει για μια φορά δίκιο όταν γράφει ότι η Ρωσία εγκαταλείπει μια «γκρίζα ζώνη» στην οποία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα μπορούσε να επιλέξει να αγνοήσει τον πόλεμο και εισέρχεται σε μια φάση όπου κάθε τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας είναι πιθανό να επηρεαστεί άμεσα.
Παρ’ όλο που ο Πούτιν και ο υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου ήθελαν να τονίσουν τη «μερική» φύση της κινητοποίησης, η διατύπωση του διατάγματος επιτρέπει τη στρατολόγηση σχεδόν οποιουδήποτε ικανού άνδρα ηλικίας μεταξύ 18 και 60 ετών. Σίγουρα, πολλές αναφορές δείχνουν ότι οι αρχές στρατολογούν άνδρες χωρίς να αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία για την ηλικία ή την προηγούμενη στρατιωτική τους εμπειρία.
Αυτό έχει πυροδοτήσει μια αναζωπύρωση του αντιπολεμικού κινήματος διαμαρτυρίας, αύξηση των εμπρηστικών επιθέσεων σε κέντρα στρατολόγησης, και ενδείξεις σοβαρής αναταραχής στην περιοχή του Νταγκεστάν όπου η πλειονότητα είναι μουσουλμανική. Αλλά θα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές σχετικά με την πιθανότητα επιτυχίας αυτών των αντιδράσεων.
Ο Πούτιν πέρασε τα τελευταία 20 χρόνια χτίζοντας ένα μεγάλο και βάναυσα αποτελεσματικό κράτος ασφαλείας το οποίο, υπό την προϋπόθεση ότι θα του παραμείνει πιστό, θα είναι σε θέση να συντρίψει το μεγαλύτερο μέρος της ανοιχτής αντίστασης, όπως έκανε ο Λουκασένκο κατά τις διαδηλώσεις στη Λευκορωσία το 2020.
Ως εκ τούτου, η μετανάστευση είναι το πιο προφανές μέσο διαφυγής για τους Ρώσους που θα προτιμούσαν να μην περάσουν τον χειμώνα ως στόχοι για τα ουκρανικά HIMARS. Αυτό αποτελούσε αιτία ανησυχίας για τις ρωσικές αρχές ήδη από την έναρξη του πολέμου, αλλά η κινητοποίηση μετέτρεψε ένα σταθερό ρεύμα σε πλημμύρα. Σύμφωνα με την FSB, πάνω από 260.000 άνδρες εγκατέλειψαν τη Ρωσία τις τέσσερις ημέρες μετά το διάταγμα επιστράτευσης.
Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι τιμές των πτήσεων εκτός Ρωσίας αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 20 φορές, παρά το κλείσιμο των συνόρων από τα κράτη της ΕΕ και τις ουρές 36 ωρών για να περάσει κανείς από ξηράς στη Γεωργία και το Καζακστάν.
Όπως αναγνώρισε ο Ζελένσκι, αυτή η έξοδος είναι μια θετική εξέλιξη για την Ουκρανία. Κάθε νέος που φεύγει από τη Ρωσία δεν πρόκειται πλέον να συνεισφέρει στη ρωσική οικονομία και δεν μπορεί να σταλεί να καταλάβει την Ουκρανία. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ενθαρρύνουμε αυτή τη μετανάστευση.
Ένας τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να προσφέρουμε άσυλο σε όσους αποφεύγουν τη στρατολόγηση, όπως συζητείται επί του παρόντος στη Γερμανία και την Ιρλανδία. Ωστόσο, αυτό θα ήταν πολιτικά δύσκολο δεδομένου του μεγάλου δυνητικού αριθμού αυτών των μεταναστών (υπάρχουν περίπου 25 εκατομμύρια Ρώσοι που είναι επιλέξιμοι για στρατολόγηση) καθώς και της απροθυμίας του Ηνωμένου Βασιλείου να παραχωρήσει ελεύθερη είσοδο στη χώρα σε φυγάδες Ουκρανούς.
Εναλλακτικά, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στο να στερήσει τη Ρωσία από τα μυαλά της και όχι τους μύες της. Το αντιπολεμικό και φιλελεύθερο συναίσθημα είναι πιο έντονα εδραιωμένο στους καλά μορφωμένους Ρώσους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που εργάζονται στις επιστήμες, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το 85% των Ρώσων επιστημόνων είναι αντίθετοι με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι από την εισβολή η ρωσική κυβέρνηση επιδιώκει απεγνωσμένα να ανακόψει τη ροή εργαζομένων σε τεχνολογίες πληροφορικής και άλλων εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης που εγκαταλείπουν τη χώρα. Μεταξύ 50.000 και 70.000 Ρώσων εργαζομένων στον τομέα της τεχνολογίας πιστεύεται ότι έφυγαν από τη Ρωσία κατά τον πρώτο μήνα του πολέμου, κυρίως για χώρες όπως η Γεωργία και η Αρμενία που προσφέρουν σε κατόχους ρωσικών διαβατηρίων πρόσβαση χωρίς βίζα.
Ωστόσο, πολλοί επέστρεψαν έκτοτε στην πατρίδα τους αφού αντιμετώπισαν δυσκολίες να βρουν δουλειά σ’ αυτές τις σχετικά φτωχές χώρες ή παρασύρθηκαν να επιστρέψουν από κυβερνητικές προσφορές για φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια.
Παρά την απελπιστική ανάγκη του στρατού για ανθρώπινο δυναμικό, το Υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε γρήγορα ότι οι εργαζόμενοι στους τομείς της πληροφορικής, των οικονομικών και των επικοινωνιών θα εξαιρεθούν από την κινητοποίηση, υποδεικνύοντας πόσο ζωτικής σημασίας είναι αυτοί για τη ρωσική οικονομία. Αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους θα έπρεπε να προσπαθούμε να βοηθήσουμε να φύγουν από τη Ρωσία, όπως καλωσορίσαμε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσους δραπέτευαν από το Ανατολικό Μπλοκ.
Θα μπορούσαμε να το διευκολύνουμε αυτό δημιουργώντας μια νέα βίζα βάσει του μοντέλου της βίζας για άτομα υψηλών δυνατοτήτων (High Potential Individual - HPI). Θα προσφέρουμε έτσι σε νέους αποφοίτους από κορυφαία πανεπιστήμια της Ρωσίας και σε όσους έχουν εμπειρία σε στρατηγικά σημαντικούς τομείς το δικαίωμα να ζήσουνκαι να εργάζονται στη Βρετανία. Αυτό θα ήταν κάθε άλλο παρά μια πράξη φιλανθρωπίας εκ μέρους μας.
Οι Ρώσοι μετανάστες με υψηλή μόρφωση θα μπορούσαν να καλύψουν τα κενά στην αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποτελέσουν καθαρό όφελος για τα δημόσια οικονομικά. Πράγματι, οι Ρώσοι στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ήδη από τους υψηλότερους φορολογικούς συνεισφέροντες μεταξύ των μεταναστών. Το 2019 ο μέσος Ρώσος φορολογούμενος εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο πλήρωσε πάνω από 16.500 £ σε φόρους εισοδήματος, περισσότερο από τον μέσο Νεοζηλανδό, Ιάπωνα ή Ελβετό. Είναι επίσης από τις λιγότερο πιθανές υπηκοότητες εκτός του ΕΟΧ να διεκδικήσουν επιδόματα τέκνων ή φορολογικές εκπτώσεις.
Ακόμη, υιοθετώντας τώρα μια γενναιόδωρη πολιτική απέναντι στους Ρώσους πολίτες, θα υπονομεύσουμε το κεντρικό στοιχείο της εσωτερικής προπαγάνδας του Κρεμλίνου. Ανοίξτε τη ρωσική τηλεόραση και θα βομβαρδιστείτε με την ιδέα ότι οι ενέργειες της Δύσης καθοδηγούνται από μια βαθιά «ρωσοφοβία» και όχι από την όποια υποστήριξη αρχών προς την Ουκρανία. Καλωσορίζοντας τους Ρώσους που επιθυμούν να αυτομολήσουν θα δείξουμε ότι η αντίθεσή μας αφορά τον Πούτιν και όχι τον ρωσικό λαό.
Με την κινητοποίηση και την προετοιμασία της προσάρτησης των κατεχόμενων περιοχών της Ουκρανίας, ο Πούτιν έχει δεσμευτεί πλήρως στον πόλεμο στην Ουκρανία. Στόχος της βρετανικής κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει την ήττα του.
Αυτό σημαίνει φυσικά τη συνέχιση της στρατιωτικής και οικονομικής μας υποστήριξης στην Ουκρανία και τη διατήρηση εκείνων των κυρώσεων που στερούν τη ρωσική κυβέρνηση από τα έσοδα και την εξοπλιστική βιομηχανία που χρειάζεται για να συνεχίσει τον πόλεμο. Αλλά πρέπει επίσης να εργαστούμε για να στερήσουμε από τη Ρωσία και το ανθρώπινο κεφάλαιο στο οποίο βασίζεται η οικονομία και η στρατιωτική της ικανότητα.
* Ο Daniel Freeman είναι συνεργάτης του Institute of Economic Affairs.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Σεπτεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.