Της Victoria Hewson
Είναι δύσκολο να μη χαμογελάσει κανείς ειρωνικά βλέποντας το πώς ο Κώδικας Πρακτικής για την Παραπληροφόρηση που διατύπωσε η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απειλεί να υπονομεύσει τις εκστρατείες των πολιτικών κομμάτων κατά τις επικείμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όπως αναφέρει το Politico, οι νέοι κανόνες του Facebook σχετικά με την πολιτική διαφήμιση ορίζουν ότι οι διαφημιστές θα πρέπει να εγγράφονται στη χώρα όπου θα στοχεύει η διαφημιστική τους δράση. Έτσι, οι πανευρωπαϊκές κομματικές ομάδες, που έχουν έδρα τις Βρυξέλλες, επιτρέπεται να διαφημίζουν μόνο σε ψηφοφόρους του Βελγίου. Η απαίτηση της εγγραφής εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των προβλέψεων του Κώδικα για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία που έχουν ως στόχο “να μειώσουν τα έσοδα των διακινητών παραπληροφόρησης”.
Ο Κώδικας ενσωματώθηκε στο Facebook, το Twitter, το Google και το Mozilla, καθώς και σε κάποιους φορείς του κλάδου. Διατυπώθηκε σε απάντηση μιας ανακοίνωσης της Επιτροπής από τον Απρίλιο του 2018 με τίτλο Tackling online disinformation: a European Approach (Αντιμετωπίζοντας τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση: Μια ευρωπαϊκή προσέγγιση). Περιλαμβάνει φιλόδοξες, και αρκετά τρομακτικές, προβλέψεις καλώντας τα υπογράφοντα μέρη να “επενδύσουν σε τεχνολογικά μέσα για την προτεραιοποίηση επίκαιρων, αυθεντικών και έγκυρων πληροφοριών στα πεδία αναζήτησης” και να “μειώσουν την ευρεσιμότητα της παραπληροφόρησης βελτιώνοντας την ευρεσιμότητα αξιόπιστου περιεχομένου”. Ποιος είναι ο κριτής του επίκαιρου χαρακτήρα, της αυθεντικότητας και της εγκυρότητας; Πώς θα καθορίζουν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και οι μηχανές αναζήτησης τι είναι αξιόπιστο; Η απάντηση που έχει κατά νου η Επιτροπή φαίνεται να περιλαμβάνει ένα δίκτυο έμπιστων καταμαρτύρων και ελεγκτών εγκυρότητας - “ανεξάρτητων” φυσικά, αλλά με την υποστήριξη και τη διευκόλυνση της Επιτροπής. Η εξάρτηση από ελεγκτές εγκυρότητας είναι κατ' αρχήν αμφιλεγόμενη λόγω πρακτικών περιορισμένων και του κινδύνου προκαταλήψεων και σφαλμάτων. Η εξάρτηση όμως από ελεγκτές εγκυρότητας που θα υποστηρίζονται και θα υιοθετούνται από το κράτος και τις μεγάλες εγκατεστημένες τεχνολογικές εταιρείες για το φιλτράρισμα του περιεχομένου είναι ανησυχητική. Πέρα από τον κίνδυνο που αυτό συνεπάγεται για την ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι, μια τόσο στενή συνεργασία με μεγάλους εγκατεστημένους παρόχους για τον έλεγχο του περιεχομένου στο διαδίκτυο αντιτίθεται στον διακηρυγμένο πολιτικό στόχο της Επιτροπής και των κρατών-μελών να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στον ψηφιακό τομέα.
Όπως μάλιστα υποστηρίζει ο Julian Jessop στο κείμενο εργασίας του ΙΕΑ με τίτλο “Supervising the Tech Giants” (Επιτηρώντας τους τεχνολογικούς γίγαντες) “Είναι αξιοσημείωτο ότι οι “ψευδείς ειδήσεις” φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία εκεί όπου υπάρχει λιγότερος ανταγωνισμός - στη Ρωσία για παράδειγμα. Η ποικιλομορφία στις πηγές ενημέρωσης είναι συνεπώς κρίσιμη παράμετρος. Αυτός μάλιστα μπορεί να είναι ένας τρόπος που το διαδίκτυο στην πραγματικότητα μειώνει την απειλή από τις “ψευδείς ειδήσεις”, και γι' αυτό τόσο πολλά αυταρχικά καθεστώτα επιλέγουν να περιορίσουν την πρόσβαση σ' αυτό”. Κατά τον Τζέσοπ “τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι κατ' αρχήν, οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέγουν τι θα παρακολουθούν, τι θα ακούν και θα διαβάζουν, χωρίς οι επιλογές τους να περιορίζονται από πολιτικούς, ρυθμιστές ή μια χούφτα κυρίαρχων παραγωγών”.
Οι υπογράφοντες του Κώδικα Πρακτικής θα αναφέρονται μηνιαίως στην Επιτροπή μέχρι τις Ευρωπαϊκές Εκλογές του Μαΐου, καθώς τα παραδοσιακά κόμματα ανησυχούν ότι θα χειραγωγηθούν από λαϊκιστές και κόμματα που επιθυμούν να διαταράξουν το κατεστημένο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα τις τελευταίες αυτές αναφορές που δημοσιεύθηκε στις 23 Απριλίου δεν αναφέρει τις δυσκολίες που ανέκυψαν στις πανευρωπαϊκές εκστρατείες, αλλά αναγνωρίζει θετικά τις προσπάθειες για μεγαλύτερη διαφάνεια, μολονότι ζητά “περαιτέρω τεχνολογικές βελτιώσεις… αναγκαίες ώστε τρίτοι εμπειρογνώμονες, ελεγκτές εγκυρότητας και ερευνητές να διεξάγουν ανεξάρτητες αποτιμήσεις”. Η λειτουργία του Κώδικα Πρακτικής φαίνεται να είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ρυθμιστικού καθεστώτος που δεν βελτιώνει την αποτελεσματικότητα, αλλά εξυπηρετεί τα συμφέροντα όσων διαθέτουν πολιτική ισχύ - στην περίπτωση αυτή, μεταξύ άλλων και των ίδιων των τεχνολογικών γιγάντων - εγείροντας ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην είσοδο.
Άραγε αυτή η εμπειρία των απρόθετων συνεπειών θα λειτουργήσει παιδευτικά στους νομοθέτες, στο επίπεδο της ΕΕ και σ' αυτό των κρατών-μελών, που σήμερα ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς το ποιος θα είναι ο αυστηρότερος και ο πιο αποφασισμένος στην καταστολή των δεινών του διαδικτύου; Αν αυτό ίσχυε, οι ευρωβουλευτές και οι Επίτροποι έχουν εκ θέσεως την ευκαιρία να σηματοδοτήσουν την ενόχλησή τους για τα αποτελέσματα του Κώδικα Πρακτικής και να επηρεάσουν τη μελλοντική κατεύθυνση του ρυθμιστικού πλαισίου και των όρων λειτουργίας των εμπλεκόμενων τεχνολογικών γιγάντων. Οι περισσότεροι χρήστες και πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών δεν έχουν αυτό το προνόμιο και θα υποστούν το κόστος των κακοσχεδιασμένων ρυθμιστικών παρεμβάσεων για πολύ καιρό ακόμη στο μέλλον.
--
Η Victoria Hewson είναι νομικός και σύμβουλος επί θεμάτων διεθνούς εμπορίου, ρυθμιστικού πλαισίου και ανταγωνισμού στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.