Θα υπέθετε κανείς ότι για τη Λιθουανία, για ένα κράτος δηλαδή της Βαλτικής, η κορυφαία προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής είναι η αντιμετώπιση της Ρωσίας. Ενώ αυτό ισχύει, πρόσφατα η Λιθουανία υιοθέτησε μια δυναμική στάση έναντι της άλλης μεγάλης απειλής προς τη Δύση: της Κίνας.
Μια σειρά από γεγονότα οδήγησαν φέτος στην επιδείνωση των διμερών σχέσεων Βίλνιους-Πεκίνου. Η Κίνα ανακάλεσε τον πρέσβη της στη Λιθουανία, υποβάθμισε τις διπλωματικές της σχέσεις με τη χώρα και, πιο πρόσφατα, η Λιθουανία απέσυρε όλο το διπλωματικό της προσωπικό από την Κίνα. Γιατί όμως επιδεινώθηκαν έτσι οι σχέσεις των δύο χωρών;
Η απάντηση αφορά την Ταϊβάν. Τον Ιούλιο, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν ανακοίνωσε την ίδρυση ενός Γραφείου Αντιπροσώπευσης (μίας ντε φάκτο πρεσβείας) στη Λιθουανία. Δήλωσε επίσης ότι οι δύο χώρες έχουν κοινές τις θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνεπώς θα ωφεληθούν από την ενισχυμένη συνεργασία τους.
Τον Νοέμβριο άνοιξε επισήμως το γραφείο - η πρώτη πρεσβεία της Ταϊβάν στην Ευρώπη εδώ και 18 χρόνια - και όπως αναμενόταν, η Κίνα δεν χάρηκε γι’ αυτή τη διπλωματική επαναπροσέγγιση. Με μια χαρακτηριστικά πιεστική και γεμάτη απειλές δήλωσή του, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέφρασε την «έντονη διαμαρτυρία» του για την «ανήκουστη αυτή πράξη» αναφέροντας ότι η Λιθουανία θα ευθύνεται για “όλες τις επικείμενες επιπτώσεις”.
Η αντίδραση της Κίνας στο άνοιγμα του γραφείου της Ταϊβάν οφείλεται στην επιμονή της έναντι της “πολιτικής της μίας Κίνας”, η οποία βλέπει την Ταϊβάν ως μια αποσχισθείσα επαρχία αντί για την ανεξάρτητη και ζωντανή δημοκρατία που πραγματικά είναι. Εξαιτίας αυτού, τα περισσότερα διπλωματικά γραφεία της Ταϊβάν στο εξωτερικό χρησιμοποιούν στον τίτλο τους τον όρο “Ταϊπέι” αντί για “Ταϊβάν” για να συμμορφώνονται με την εγκεκριμένη από το Πεκίνο θεώρηση του νησιού.
Παρά τον αυστηρό όμως τόνο του Πεκίνου, η Λιθουανία έμεινε αμετακίνητη και αντέδρασε στον εξαναγκασμό της Κίνας.
Μετά την απόφαση της Κίνας τον Αύγουστο να ανακαλέσει τον πρέσβη της στη Λιθουανία, τον Σεπτέμβριο το λιθουανικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξέδωσε μια επίσημη ανακοίνωση με την οποία συμβουλεύει τους πολίτες να μην αγοράζουν κινεζικά έξυπνα τηλέφωνα και καλεί όσους τα έχουν ήδη αγοράσει να τα πετάξουν. Ακόμη, η Λιθουανία ανακοίνωσε ότι θα αναπτύξει το τηλεπικοινωνιακό της δίκτυο 5G χωρίς τη συμμετοχή κινεζικών εταιριών επικαλουμενη «ανησυχίες ασφάλειας». Ακόμη και πριν την τρέχουσα διπλωματική κρίση, η Λιθουανία αντέδρασε έναντι της Κίνας όντας η μόνη χώρα που αποχώρησε από το φόρουμ οικονομικής συνεργασίας 17+1 μεταξύ της Κίνας και αρκετών χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Σε περισσότερες από μία περιστάσεις, η Λιθουανία έδωσε το παράδειγμα αντιδρώντας έναντι της ολοένα και αυξανόμενης επιρροής της Κίνας.
Η σημερινή προσέγγιση που υιοθετήθηκε από την Λιθουανία έναντι της Κίνας μπορεί να περιγραφεί με τον καλύτερο τρόπο με τα λόγια του Λιθουανού Υπουργού Εξωτερικών Gabrielius Landsbergis. Στα μέσα του Νοεμβρίου, είπε στους δημοσιογράφους ότι οι οικονομικές σχέσεις με δημοκρατικές χώρες είναι “πιο βιώσιμες” και, καθώς βασίζονται “στην αρχή της νομοκρατίας” είναι “περισσότερο ευθυγραμμισμένες” με τα συμφέροντα της Λιθουανίας.
Στη βάση του ζητήματος, το Βίλνιους αναγνωρίζει ότι η Κίνα είναι ένα αυταρχικό, αντι-ανταγωνιστικό και καταπιεστικό κράτος με το οποίο δεν θέλει να έχει στενές σχέσεις, και συνεπώς υιοθετεί την ανάλογη εξωτερική πολιτική.
Υπάρχει επίσης ένα ιστορικό κίνητρο πίσω από τις πολιτικές της Λιθουανίας, καθώς η ιστορία της χώρας την κάνει να αντιμετωπίζει τα κομμουνιστικά καθεστώτα με εγγενή επιφυλακτικότητα. Ακόμη, το 1990, η Λιθουανία υπήρξε η πρώτη χώρα που ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση, και έκτοτε η ελευθερία, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει οι αξίες που οι Λιθουανοί πολιτικοί υποστηρίζουν ισχυρότερα.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η αντίδραση της Λιθουανίας έναντι της Κίνας κατέστη σε μεγάλο βαθμό εφικτή καθώς, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν εξαρτάται οικονομικά από την Κίνα.
Οι εξαγωγές της Λιθουανίας προς την Κίνα ανέρχονται σε περίπου 350 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι εισαγωγές φτάνουν περίπου τα 1,4 δις. Αντιθέτως, η Κίνα είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας με όγκο εμπορίου που φτάνει τα 213,2 δις ευρώ (εισαγωγές και εξαγωγές) το 2020, ενώ την ίδια χρονιά, η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ και έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ με 709 δις δολάρια εμπορικές συναλλαγές. Έτσι, λόγω του σχετικά μικρότερου επιπέδου οικονομικής εξάρτησης από την Κίνα, η Λιθουανία έχει σημαντικά περισσότερο χώρο να διαμορφώσει μια εξωτερική πολιτική που ευθυγραμμίζεται με τις ηθικές της αρχές.
Εξάλλου, υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά σημάδια από την ΕΕ που δείχνουν ότι, παρά το βάθος των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα, η Ευρώπη μπορεί να ορθώσει το ανάστημά της έναντι του Πεκίνου. Για παράδειγμα, η ανεπίσημη απαγόρευση της Λιθουανίας ως εμπορικού εταίρου από την Κίνα ανακλήθηκε μετά από μόλις τέσσερις μέρες μετά από πίεση από ΕΕ. Στις αρχές του Δεκεμβρίου ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομίας και Εμπορίου Valdis Dombrovskis παρουσίασε ένα σχέδιο για την αποτροπή της “κηδεμόνευσης” από εξωτερικούς παράγοντες των κρατών-μελών της ΕΕ.
Το σχέδιο αφορά περιπτώσεις “οικονομικού εξαναγκασμού” για πολιτική συμμόρφωση με μέτρα που περιλαμβάνουν την απαγόρευση εισαγωγών και το πάγωμα επιδοτήσεων από την ΕΕ. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πρόσφατα το πρόγραμμα “Global Gateway” ύψους 476 δις δολαρίων για τη χρηματοδότηση υποδομών σε αναπτυσσόμενες χώρες που θα ανταγωνιστεί την πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου της Κίνας. Όλα αυτά τα βήματα είναι θετικά και καταδεικνύουν αναμφίβολα ότι η οιονεί εκφοβιστική συμπεριφορά της Κίνας δεν θα συνεχιστεί αναπάντητη.
Εντέλει, η πολιτική της Λιθουανίας έναντι της Κίνας είναι αξιοθαύμαστη. Η Λιθουανία αντιστάθηκε στις τακτικές εξαναγκασμού του Πεκίνου, και όταν η Κίνα ενέτεινε τις επιθέσεις της παρέμεινε αμετακίνητη. Η ανάδυση της Κίνας στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ καταδεικνύει η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την Ευρώπη, πράγμα που σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να σκεφτούν σοβαρά πώς θα αντιμετωπίσουν την Κίνα. Στη διαμόρφωση των πολιτικών τους, πρέπει να ξεκινήσουν εξετάζοντας το παράδειγμα της Λιθουανίας.
--
Ο Roberto White είναι αρθρογράφος στο 1828.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.