Όποιος σπουδάζει οικονομικά, θα συναντήσει συχνά την έννοια της χρονικής προτίμησης. Επιφανειακά, φαίνεται να μιλά για το ίδιο το δράμα που βιώνει ο Άμλετ στην ομώνυμη τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο Άμλετ βρίσκεται σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου και στην περίπτωσή του η στιγμιαία ικανοποίηση ανταγωνίζεται με ένα μεγαλύτερο όφελος στο μέλλον.
Οι άνθρωποι τείνουν να αναβάλλουν την επένδυση στο μέλλον προς χάριν της σημερινής κατανάλωσης – σε τελική ανάλυση, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πώς θα εξελιχθούν σε μερικές δεκαετίες τα λίγα ευρώ που θα ξοδέψω σήμερα για τον αγαπημένο μου καφέ. Ωστόσο, η ποιότητα του μέλλοντος ενός ατόμου και, γενικότερα, η βιωσιμότητα της οικονομίας και του μακροπρόθεσμου συστήματος αποταμίευσης μιας χώρας εξαρτώνται από την επιλογή που θα γίνει. Σήμερα, τόσο οι ίδιοι οι άνθρωποι, όσο και οι πολιτικοί που εμπλέκονται στη λήψη των αποφάσεων τείνουν να το παραβλέπουν αυτό.
Για να διευκολυνθεί η επιλογή μεταξύ αποταμίευσης και δαπανών, εισήχθη η αυτόματη εγγραφή στο συνταξιοδοτικό σύστημα του δεύτερου πυλώνα καθώς και φορολογικά κίνητρα για την ανεξάρτητη αποταμίευση σε συνταξιοδοτικά ταμεία ανώτερου πυλώνα.
Το κράτος εφαρμόζει την αρχή της επικουρικότητας και συνεπώς μοιράζεται το βάρος της φροντίδας για τα γηρατειά με τα ίδια τα άτομα. Με άλλα λόγια, οι δημόσιες υπηρεσίες συμπληρώνονται από την ευθύνη που αναλαμβάνουν οι ιδιώτες και ο ιδιωτικός τομέας, από τις λειτουργίες τους και τη συσσώρευση των απαραίτητων κεφαλαίων. Αυτό δημιουργεί ένα φορολογικό καθεστώς που, εάν εκπληρώσει τον σκοπό του, συμβάλλει στη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Ωστόσο, η αρχική εφαρμογή αυτής της αρχής είναι το ένα ζήτημα. Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος, είναι επίσης σημαντικό το να τηρήσουμε αυτή την αρχή με συνέπεια. Το συνταξιοδοτικό σύστημα βρέθηκε στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου πολλές φορές πρόσφατα, με προτάσεις να καταργηθεί η αυτόματη εγγραφή, να επιτραπεί στους ανθρώπους να αποχωρούν ανά πάσα στιγμή από τα συνταξιοδοτικά συστήματα του δεύτερου πυλώνα συνυπολογίζοντας το συσσωρευμένο κεφάλαιο, και να καταργηθεί το καθεστώς φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων που αφορά εισφορές σε επενδυτικά ταμεία συντάξεων και ασφάλισης ζωής του τρίτου πυλώνα.
Στην εσωτερική διαμάχη του «να ζει κανείς ή να μη ζει», οι άνθρωποι φαίνεται να ενθαρρύνονται να επιλέξουν το δεύτερο – το να ζήσουν για το σήμερα και να «απολαύσουν» μια ζωή κοντά στο όριο της φτώχειας αντί για ένα αξιοπρεπές γήρας. Προφανώς, αυτό βολεύει τους πολιτικούς που προετοιμάζονται για εκλογές, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι θα πρέπει να ανησυχούν.
Δεν συνειδητοποιούμε το πώς οι πολιτικοί αλλάζουν το μέλλον μας αμφισβητώντας τις αρχές της δικαιοσύνης και της αναλογικότητας στο συνταξιοδοτικό σύστημα και προσπαθώντας να μας δώσουν περισσότερη ελευθερία να διαχειριστούμε τον συσσωρευμένο μας πλούτο. Η ελευθερία συμβαδίζει με την ευθύνη και η απεριόριστη χρήση των αποταμιεύσεών μας πριν από τη συνταξιοδότηση σημαίνει αποφυγή ευθυνών και αποδοχή του κράτους ως του κύριου πάροχου στα γηρατειά μας. Στο δράμα του Σαίξπηρ, οι υπό κατάρρευση εξουσίες λένε στον Άμλετ: «Εμπιστεύσου τον εαυτό σου και βασίσου μόνο σ’ αυτόν». Και τι λένε οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης για αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος; Ότι κανείς δεν θα σε φροντίσει όπως εσύ μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου.
Ο μόνος τρόπος για να καταστεί βιώσιμο το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι να αναλάβουμε συνειδητά την ευθύνη και να αναβάλουμε ένα μέρος της σημερινής μας κατανάλωσης για το μέλλον. Για να αποφύγουμε να ανταλλάξουμε ένα αξιοπρεπές γήρας με μια στιγμιαία ικανοποίηση, πρέπει να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από τις τρέχουσες φιλοδοξίες των πολιτικών.
Από το 2004, το ποσοστό εισφοράς στα συνταξιοδοτικά συστήματα του δεύτερου πυλώνα στη Λιθουανία έχει αλλάξει πάνω από δέκα φορές. Οι αναλυτές της Παγκόσμιας Τράπεζας υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος πυλώνας αποτελεί ουσιαστικό συμπλήρωμα των συντάξεων που συσσωρεύονται στον πρώτο πυλώνα, αλλά τονίζουν ότι ο ρόλος του είναι σημαντικός μόνο εάν το ποσοστό εισφορών αυξάνεται συνεχώς. Αυτό καθιστά το σύστημα πιο ελκυστικό για τον πληθυσμό και τους δίνει κίνητρα να παραμείνουν σε αυτό. Υπήρξαν προσπάθειες να γίνει αυτό στη Λιθουανία. Ωστόσο, αφού το ποσοστό εισφοράς στα συνταξιοδοτικά ταμεία του δεύτερου πυλώνα στη Λιθουανία κορυφώθηκε στο 5,5% το 2007, σήμερα έχει κολλήσει στο 3%, πολύ κάτω από το ελάχιστο 10% που συνιστάται παγκοσμίως.
Οι συντάξεις στη Λιθουανία είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έως και το 41% του πληθυσμού της χώρας δεν αισθάνεται ασφάλεια ότι θα έχει αρκετές αποταμιεύσεις για να διατηρήσει το επιθυμητό βιοτικό επίπεδο κατά τη συνταξιοδότηση. Οι συχνές και ασυνεπείς αλλαγές στο συνταξιοδοτικό μοντέλο αναμφίβολα συμβάλλουν σε αυτό, με την αβεβαιότητα για το μέλλον να οδηγεί σε χαμηλή εμπιστοσύνη του κοινού ως προς τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Το σημερινό σύστημα επιδεινώνει τα επίμονα δημογραφικά προβλήματα και κάνει την επιλογή μεταξύ της αποταμίευσης και της μη αποταμίευσης για το μέλλον ακόμη πιο επίπονη. Οι συχνές αλλαγές στο σύστημα, ακόμα κι αν βαθιά μέσα στην καρδιά μας γνωρίζουμε ότι μόνο εμείς μπορούμε να φροντίσουμε για μια αξιοπρεπή σύνταξη, καταλήγουν να μας λένε ότι αυτή η φροντίδα για το μέλλον είναι απλά αδύνατη. Παρεμπιπτόντως, έτσι ένιωθε και ο Άμλετ.
Έτσι, όπως ο πρωταγωνιστής του δράματος του Σαίξπηρ αποκτά το θάρρος να αναλάβει να αποδώσει δικαιοσύνη στην πορεία του έργου, έτσι και η ανθρώπινη πρωτοβουλία και η ευθύνη πρέπει να βγαίνουν νικητήριες σε κάθε έναν από τους εσωτερικούς μας αγώνες. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος μειώνοντας την πίεση να αυξάνονται διαρκώς τα κρατικά ωφελήματα και επιτρέποντας στους ίδιους τους ανθρώπους να ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους σε μια ηλικία που δεν θα έχουν καμία ενεργή πηγή εισοδήματος.
Η Reda Simonaityte είναι στέλεχος του λιθουανικού Free Market Institute (LFMI) μιας ιδιωτικής, μη κερδοσκοπικής, μη κομματικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1990 με σκοπό την προώθηση των ιδεών της ατομικής ελευθερίας και υπευθυνότητας, της ελεύθερης αγοράς και του περιορισμένου κράτους. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.