Πώς οι οικονομολόγοι εγκλωβίζουν την σκέψη τους σε μοντέλα

Πώς οι οικονομολόγοι εγκλωβίζουν την σκέψη τους σε μοντέλα

Του Geza Kovacs-Dobak

Ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιό μου ρώτησε κάποτε την τάξη του κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης με θέμα την οικονομική ανάπτυξη: “Η απελευθέρωση του εμπορίου αυξάνει ή μειώνει την ανισότητα των μισθών σε μια αναπτυσσόμενη χώρα”. Όντας δραστήριος και καλός, συμμετοχικός φοιτητής, σήκωσα το χέρι μου για να απαντήσω την ερώτηση με τον παρακάτω συλλογισμό: Εξαρτάται από το ποιος τομέας της χώρας επηρεάζεται από την απελευθέρωση του εμπορίου. Αν αυτοί που επηρεάζονται είναι το μικρότερο τμήμα του εργασιακού δυναμικού, ή οι εργαζόμενοι με υψηλότερους μισθούς, τότε μπορεί να αυξήσει την ανισότητα. Αν επηρεάζεται το μεγαλύτερο τμήμα του εργατικού δυναμικού ή οι εργαζόμενοι με χαμηλότερους μισθούς, τότε η ανισότητα μπορεί και να μειωθεί.

Ανεξάρτητα από το αν η απάντησή μου ήταν σωστή ή όχι, ο καθηγητής μου με κοίταξε προβληματισμένος και με ρώτησε το εξής: “Εντάξει, ναι, αλλά πάνω σε ποιο οικονομικό μοντέλο βασίζεις αυτές τις υποθέσεις σου;”

Κι εγώ του απάντησα: “Χρησιμοποίησα τις γνώσεις μου, την απλή λογική και τις υποθέσεις που διατυπώσαμε μέχρι τώρα”.

Οπότε μου είπε: “Αυτό είναι καλό, αλλά εδώ πλέον σκεφτόμαστε με μοντέλα και το θεώρημα Stomper-Samuelson υποστηρίζει ότι η ανισότητα θα ενταθεί ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του εμπορίου”.

Τα όρια των μοντέλων

Οι οικονομολόγοι, όπως και οι κοινωνικοί επιστήμονες γενικότερα, συνηθίζουν να σκέφτονται με όρους μοντέλων προκειμένου να καταλάβουν καλύτερα το πώς λειτουργεί η κοινωνία από μια οικονομική σκοπιά. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τα μοντέλα όντως βοηθούν στο να καταλάβουμε τις τάσεις, και εξηγούν ως έναν βαθμό την συμπεριφορά των υποκειμένων της οικονομικής δράσης. Όμως στα μοντέλα, κάποιες υποθέσεις και παράμετροι λαμβάνονται υπόψη και κάποιες όχι. Παρ' όλα αυτά, πιστεύουν ότι μπορούν να συμπεράνουν το πώς σκέφτονται τα οικονομικά υποκείμενα.

Διαφορετικοί επιστήμονες συνυπολογίζουν διαφορετικό αριθμό μεταβλητών. Κάποιοι θέλουν να κρατούν τα πράγματα απλά και προσπαθούν να εξηγήσουν τα μετρήσιμα οικονομικά οφέλη και κόστη μόνο με λίγες μεταβλητές, ενώ άλλοι θέλουν να κάνουν τα πράγματα πιο περίπλοκα και εισάγουν όσες γίνεται περισσότερες μεταβλητές οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με τα μετρήσιμα οικονομικά οφέλη και κόστη.

Δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως το να μην έχεις αρκετές μεταβλητές οδηγεί σε ατελή συμπεράσματα, αλλά και το να έχεις υπερβολικές μεταβλητές μπορεί να καθιστά το μοντέλο παραπλανητικό και παραφορτωμένο. Συνήθως όμως μαθαίνουμε και διδάσκουμε αυτά τα οικονομικά μοντέλα και παραβλέπουμε την πραγματικότητα και την απλή λογική στην σκέψη μας αποδεχόμενοι παράλογα μοντέλα βάσει της ιδέας ότι “αυτή είναι η οικονομική θεωρία, αυτό είναι το μοντέλο, αυτό είναι το σύνολο των δεδομένων που έχουμε, αυτές είναι οι αφετηριακές μας υποθέσεις”.

Είναι όμως άραγε ακριβές να περιορίζουμε την σκέψη μας σε αυτούς τους παράγοντες και να μην σκεφτόμαστε πιο δημιουργικά;

Πολλές οικονομικές θεωρίες, όπως το περίφημο μοντέλο Solow-Swan της ενδογενούς ανάπτυξης ή τα κεϋνσιανά οικονομικά μοντέλα της απασχόλησης, των επιτοκίων, και του χρήματος διατυπώνουν θεμελιώδεις αφετηριακές υποθέσεις όπως:

- Την ύπαρξη ορθολογικών ληπτών αποφάσεων στην οικονομία
- Ότι τα υποκείμενα δράσεις έχουν συμμετρικές ροές πληροφόρησης
- Ότι οι αγορές εκκαθαρίζουν χωρίς τριβές
- Ότι οι εξωτερικότητες μπορούν να αποκλειστούν

Μπορεί κάποιος να πει ότι όντως αυτά τα μοντέλα κατά κανόνα εκτιμούν τα οφέλη και τα κόστη των οικονομιών με σχετική ακρίβεια. Όμως, στην οποιαδήποτε επιστημονική έρευνα, αν δεν λάβουμε υπόψη τις αναγκαίες αφετηριακές υποθέσεις της εμπειρικής πραγματικότητας, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι σωστά, αλλά θα έχουν με τη σειρά τους ως αποτέλεσμα το φαινόμενο που οι οικονομολόγοι στο πλαίσιο της γενικής κριτικής έναντι του Υπολογίσιμου Γενικού Σημείου Ισορροπίας (Computable General Equilibrium - CGE) ονομάζουν GIGO - “Garbage In - Garbage Out” (Μπαίνουν σκουπίδια, βγαίνουν σκουπίδια).

Το παράδειγμα της NAFTA

Ένα χειροπιαστό παράδειγμα όπου τα όρια των οικονομικών μοντέλων φαίνεται να συγκρούονται με την πραγματικότητα αλλά παρ' όλα αυτά έγιναν αποδεκτά ως “αποδείξεις” στον διάλογο για τη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής αφορά τα μοντέλα για την εξομοίωση των αποτελεσμάτων της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου, NAFTA.

Πολλές φορές διατυπώνεται η κριτική ότι τα μοντέλα δεν λαμβάνουν υπόψη τους εξωτερικότητες λόγω της προκατάληψης των οικονομολόγων υπέρ της ελεύθερης αγοράς, πράγμα που δεν είναι αναγκαστικά λάθος να υποστηρίζεται, αλλά έχει ως αποτέλεσμα αφετηριακές υποθέσεις που μόνο εν μέρει ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και μη πλήρη μοντέλα.

Η NAFTA είναι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε έναν εντεινόμενο σκεπτικισμό έναντι της συμφωνίας και μια γενικευμένη δυσαρέσκεια λόγω των απωλειών των επιχειρήσεων και της παραγωγής, που κορυφώθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ. Ακόμη και σήμερα, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει η εγκατάλειψη της NAFTA από τον Τραμπ ή το γεγονός ότι εγκατέλειψε ήδη την TPP, αλλά αυτοί οι οικονομολόγοι δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να προειδοποιήσουν για τις σοβαρές επιπτώσεις της υπογραφής αυτών των συμφωνιών εξαρχής και είδαν μόνο τα οφέλη των υπολογισμών τους που βασίζονταν στα μοντέλα.

Ακόμη και οι οικονομολόγος Joseph Stiglitz υποστήριξε στη διάλεξή του κατά την τελετή αποδοχής του βραβείου Νόμπελ ότι η υπόθεση της πληροφοριακής συμμετρίας πάνω στην οποία βασίζουμε τα γενικά μας μοντέλα είναι παρωχημένη και ότι το νεοκλασικό παράδειγμα του χθες δεν είναι βιώσιμο στη σημερινή οικονομία και μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες συνέπειες ως προς την εφαρμογή πολιτικών και σε προτάσεις που βασίζονται στις μη ρεαλιστικές του αφετηριακές υποθέσεις.

Ας επικεντρωθούμε στο χειροπιαστό

Μπορεί λοιπόν ο Napoleon Hill (τον οποίο δεν θα πρέπει να μπερδέψουμε για τον Γάλλο Ναπολέοντα) να είχε δίκιο στο βιβλίο του αυτοβοήθειας με τίτλο Think and Grow Rich, το οποίο έχει ως θέμα άτομα που επιδιώκουν να δώσουν κίνητρα στον εαυτό τους αλλά αναγνωρίζει ότι οι σκόπιμες αστοχίες θα συνεχίσουν να έχουν ως αποτέλεσμα εσφαλμένες απαντήσεις. Έτσι, αντί να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την οικονομία μέσω μοντέλων που βασίζονται σε ένα σύνολο αφετηριακών υποθέσεων για να κάνουμε το πράγμα απλούστερο στη σκέψη μας, προκειμένου να αποκτήσουμε μια πλήρη εικόνα  πρέπει να κατανοήσουμε την οικονομία και να εξετάσουμε συγκεκριμένα ζητήματα ενώ ταυτόχρονα να κατανοήσουμε τα σφάλματα των μοντέλων. Φυσικά, στην πράξη εξετάζουμε εν συντομία τα σφάλματα των μοντέλων ως προς την κατανόηση των οικονομιών, αλλά συνήθως επικεντρωνόμαστε λιγότερο σ' αυτό και περισσότερο στις χειροπιαστές και κατανοητές συνεπαγωγές ενός μοντέλου - κι έτσι καταλήγουμε στα λάθος συμπεράσματα.

Όντως, δεν υπάρχουν όρια στον νου, αλλά δεν υπάρχουν όρια ούτε στον αριθμό των περιορισμών που μπορούμε να επιβάλλουμε στον νου και που μας παραπλανούν στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε καλύτερα τα οικονομικά.

--

Ο Geza Kovacs-Dobak είναι Ούγγρος δημοσιογράφος.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Οκτωβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.