Του Stephen Davies
Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στον τρόπο ζωής μας, και κάποια άλλα στα οικονομικά μας συστήματα, που καθιστούν πιθανότερη την εμφάνιση πανδημιών όπως αυτή του COVID-19. Η πανδημία που αντιμετωπίζουμε σήμερα είχε προβλεφθεί με προειδοποιήσεις από πολλούς ανθρώπους τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αν και όχι στην ακριβή μορφή που έλαβε, και θα πρέπει να διδαχθούμε από το γεγονός ότι αυτός ο κίνδυνος ήταν τόσο σαφής και προφανής, ώστε να αντιδρούμε αντιστοίχως.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι επιπτώσεις σήμερα υπήρξαν μεγαλύτερες απ’ ό,τι θα ήταν, για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1960. Με άλλα λόγια, μια πανδημία γρίπης όπως αυτή του 1968-9, ενώ ήταν λιγότερο βαριά από ιατρικής σκοπιάς απ’ ό,τι αυτή του COVID-19, θα είχε κι αυτή σήμερα πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις απ’ όσες είχε όταν εκδηλώθηκε. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Διότι η κοινωνία και η οικονομία του πλανήτη έχουν αλλάξει κατά τρόπο που μεγεθύνει τις επιπτώσεις μιας μεγάλης υγειονομικής έκτακτης ανάγκης, όπως μιας σοβαρής επιδημίας.
Η πρώτη από αυτές τις αλλαγές είναι τα υψηλότερα επίπεδα της οικονομικής ενσωμάτωσης όπως αυτά μετριούνται από διάφορους δείκτες. Ιδίως, το μεγαλύτερο σήμερα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από πολύ μακρύτερες και περίπλοκες εφοδιαστικές αλυσίδες, με ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό τελικών ή ενδιάμεσων αγαθών να αντλούνται από σημαντικές αποστάσεις, ή συχνά από διάφορες μακρινές πηγές για διάφορα μέρη του τελικού προϊόντος. Ακόμη, υπάρχουν πολύ λιγότερα αποθέματα υλικών και πολύ μεγαλύτερη χρήση της παράδοσης τους την ώρα που χρειάζονται για την παραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη εξάρτηση από έναν πολύ μικρό αριθμό πηγών για ένα μεγάλο εύρος αγαθών με συχνά λίγους παρόχους που κυριαρχούν σε παγκόσμια βάση.
Όλα αυτά είναι οικονομικώς αποδοτικότερα, που σημαίνει μεγαλύτερη παραγωγή και πλούτο. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι κοινωνίες έχουν περισσότερους πόρους για να αντιμετωπίσουν σοκ όπως οι μεγάλες επιδημίες. Σημαίνει όμως επίσης ότι τα συστήματα προσφοράς και παραγωγής είναι πολύ πιο ευάλωτα σε διαταραχές αν πληγούν από ένα γεγονός παγκόσμιου εύρους (όπως μια πανδημία). Υπάρχει πολύ μεγαλύτερος βαθμός ευθραυστότητας και έλλειψη εναλλακτικών πλεονασμού. Συνεπώς η διαταραχή που θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο γεγονός όπως μια πανδημία είναι πολύ μεγαλύτερη.
Δεύτερον, στις αναπτυγμένες χώρες υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού που απασχολείται σε πληρωμένες θέσεις εργασίας εκτός της οικίας απ’ ό,τι πριν το 1970. Αυτό οφείλεται κυρίως στην είσοδο στο εργατικό δυναμικό των έγγαμων γυναικών με παιδιά σε μεγάλους αριθμούς. Αυτό έχει σημασία σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση επιδημιών, καθώς μεγεθύνει τις οικονομικές συνέπειες του κλεισίματος των σχολείων. Οι Wren-Lewis et al. βρήκαν ότι το κλείσιμο των σχολείων θα υπερτριπλασίαζε τις οικονομικές επιπτώσεις μιας πανδημίας γρίπης, λόγω των αποτελεσμάτων του στην οικονομική δραστηριότητα, που δεν θα εκδηλώνονταν όταν ένας μεγάλος αριθμός γυναικών ήταν εκτός εργατικού δυναμικού.
Αυτό σχετίζεται με τον τρίτο λόγο για τον οποίο μια μεγάλη επιδημία σήμερα έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις, ο οποίος αφορά ιδιαίτερα τον COVID-19 λόγω των ειδικών ιατρικών χαρακτηριστικών του. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και όλες οι αναπτυσσόμενες κοινωνίες, έχει σήμερα πολύ περισσότερους ηλικιωμένους, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ως ποσοστό του πληθυσμού, απ’ ό,τι κατά τη δεκαετία του 1960 και 1970. Ακόμη, εκείνη την εποχή πολλοί περισσότεροι ηλικιωμένοι φροντίζονταν στο σπίτι από συγγενείς, συνήθως νεαρότερες γυναίκες. Σήμερα υπάρχει ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός, τόσο απόλυτος όσο και ποσοστιαίος, ηλικιωμένων που ζουν σε κάποιου είδους οίκους φροντίδας. Αυτό έχει σημασία καθώς ο ιός του COVID-19 είναι σαφές ότι πλήττει τους ηλικιωμένους πολύ πιο βαριά σε μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι ισχύει για τις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες. Επειδή υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι, που είναι επίσης πιο συγκεντρωμένοι χωρικά, υπάρχει αφενός μεγαλύτερος αριθμός σοβαρών περισταστικών και αφετέρου πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα διάδοσης λόγω του μεγάλου αριθμού των ηλικιωμένων που ζουν σε στενή εγγύτητα. Το προσωπικό φροντίδας τους επίσης εκτίθεται σε υψηλότερο κίνδυνο μόλυνσης και (επειδή αυτοί δεν είναι οικόσιτοι) είναι πολύ πιθανότερο να διαδώσουν με τη σειρά τους τον ιό όπως και οι επισκέπτες. Ο τρόπος με τον οποίο οι πλούσιες κοινωνίες φροντίζουν σήμερα τους ηλικιωμένους τους εκθέτει σε υψηλότερο κίνδυνο και καθιστά τις συνέπειες αυτού του κινδύνου πιο εκτεταμένες απ’ ό,τι πριν από λίγες δεκαετίες.
Ακόμη, σήμερα γίνονται πολύ περισσότερα ταξίδια απ’ ό,τι πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, τόσο εντός της ίδιας χώρας, όσο και διεθνώς, αλλά ιδίως ταξίδια μακράς απόστασης τόσο για επαγγελματικούς λόγους, όσο και για τουρισμό. Ξανά, αυτό έχει τεράστια οφέλη. Το πρόβλημα όμως όταν συνδυάζεται με μια πανδημία είναι διπλό. Πρώτον, σημαίνει ότι η επιδημία διαδίδεται πολύ πιο γρήγορα σήμερα απ’ ό,τι πριν από πενήντα χρόνια. Αυτό κάνει δυσκολότερο στις κυβερνήσεις να αντιδράσουν εγκαίρως και σημαίνει ότι πρέπει να αναλάβουν πιο εκτεταμένες και αυστηρές δράσεις, λόγω του ότι ο στόχος που έχουν να αντιμετωπίσουν κινείται με ραγδαία ταχύτητα. Σημαίνει ότι εφόσον περάσει η πολύ αρχική φάση της διάδοσης γίνεται πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι στο παρελθόν να ιχνηλατηθούν και να εντοπιστούν τα περιστατικά και οι φορείς, το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι εκτός αν οι φορείς είναι αρκετά τυχεροί και αποτελεσματικοί για να προλάβουν αυτή τη διαδικασία πολύ νωρίς, θα οδηγηθούν στο σημείο να αντιμετωπίσουν μια εμπεδωμένη διάδοση μέσω καραντίνας.δεύτερον, επειδή το ταξίδι κάθε είδους μεγάλης απόστασης είναι σήμερα τόσο σημαντικό για την οικονομία, η οικονομική επίπτωση και οι δευτερογενείς συνέπειες των ελέγχων στα ταξίδια είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι θα ήταν πριν από πενήντα χρόνια.
Η τελευταία μεγάλη διαφορά σήμερα σε σχέση με το, για παράδειγμα, 1970 είναι αυτή που ώθησε τόσο πολλές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μια αυστηρή καραντίνα και θα έκανε ακόμη και μια πανδημία γρίπης πολύ πιο καταστροφική από αυτές που ζήσαμε στα χρόνια πριν τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για τη δομική έλλειψη ανθεκτικότητας και μηχανισμών πλεονασμού στα σύγχρονα συστήματα υγείας ανά τον κόσμο. Δεν πρόκειται για ζήτημα χρηματοδότησης σε ό,τι αφορά τις ανεπτυγμένες χώρες, είτε μιλάμε για το Ηνωμένο Βασίλειο, είτε για οπουδήποτε αλλού. (Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες είναι μια άλλη υπόθεση). Σε πολλές χώρες διαπιστώθηκε ή κρίθηκε ότι τα νοσοκομειακά συστήματα αντιμετωπίζουν έντονο κίνδυνο να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στην ένταση της πίεσης που θα προκληθεί από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιδημίας του COVID-19. Αυτός ο λόγος ώθησε τόσες πολλές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν την αντιμετώπιση της αυστηρής καραντίνας (του lockdown) που προκαλεί τόσο μαζικές διαταραχές.
Από τη δεκαετία του 1970 έχουμε μετακινηθεί από ένα σύστημα με μεγαλύτερο αριθμό κλινών, που κατανέμονται ευρέως γεωγραφικά σε έναν μεγάλο αριθμό νοσοκομείων μικρού και μεσαίου μεγέθους, σε ένα άλλο με πολύ λιγότερες κλίνες που χρησιμοποιούνται πολύ πιο εντατικά (περισσότερες διαδικασίες με πολύ λιγότερο χρόνο νοσηλείας) και συγκεντρώνονται σε μικρότερο αριθμό μεγάλων νοσοκομείων. Ξανά, αυτό είναι οικονομικώς αποδοτικότερο, αλλά σημαίνει πως υπάρχει πολύ λίγος πλεονασμός ή δυναμικό ελεύθερων κλίνων (και γι’ αυτό και το σύστημα πάντα δέχεται πιέσεις τον χειμώνα). Αυτό το σύστημα ξανά είναι πολύ εύθραυστο και έχει δομικά χαρακτηριστικά που σημαίνουν ότι μια πανδημία ή μια πανεθνική έκτακτη ανάγκη υγείας θα προκαλέσει μαζικές διαταραχές. Ακόμη και μια μικρή αύξηση στα περιστατικά εισαγωγής, αν οδηγήσει στην πλήρωση πολλών κλινών για ένα διάστημα, θα υποβάλει το σύστημα σε τεράστιες πιέσεις. Η συγκεντρωτική φύση της παροχής υπηρεσιών υγείας σημαίνει αφενός πολύ περισσότερα ταξίδια και αφετέρου μεγάλα κέντρα προσβολής και διάδοσης της ασθένειας.
Γι’ αυτούς τους λόγους συνεπώς η επιδημία του κορονοϊού είναι πιθανό να έχει μαζικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Πλήττει και διαταράσσει περισσότερο από τις πανδημίες του παρελθόντος (κι αυτό θα ίσχυε σήμερα και για μια σοβαρή πανδημία γρίπης) καθώς διάφορα κομβικά συστήματα είναι σήμερα πιο εύθραυστα. Η έλλειψη ανθεκτικότητας σε κομβικά συστήματα, και πάνω απ’ όλα σε υπηρεσίες υγείας, σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις που κατέστησαν την διάδοση μιας λοιμώδους ασθένειας πιο ραγδαία και ανεξέλεγκτη, συνεπάγεται ότι οι κυβερνήσεις οδηγήθηκαν να υιοθετήσουν μέτρα που θα έχουν μαζικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Το άρθρο είναι επεξεργασμένο απόσπασμα από τη μελέτη Going Viral: The history and economics of pandemics, που μπορείτε να βρείτε δωρεάν εδώ.
--
Ο Stephen Davies είναι επικεφαλής εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Μαΐου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.