Πολλά λέγονται αυτή την στιγμή για την αύξηση της οικονομικής αδράνειας και το γεγονός ότι η συνολική απασχόληση δεν έχει ακόμη επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα.
*Γράφει ο Len Shackleton
Λέγεται ότι υπάρχουν 500.000 – 600.000 «αγνοούμενοι εργαζόμενοι». Αυτό συμβάλλει στην αργή ανάπτυξη του ΑΕΠ, η οποία δεν έχει φτάσει στα προ πανδημίας επίπεδα και πλέον υποχωρεί. Έχει επίσης επιπτώσεις αφενός στα φορολογικά έσοδα και αφετέρου στις δημόσιες δαπάνες.
Αναφέρεται σχετικά η αποχώρηση εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας που συνταξιοδοτούνται πρόωρα και νεότερων που πηγαίνουν σε αυξανόμενους αριθμούς στην ανώτερη και ανώτερη εκπαίδευση. Η ανεπαρκής παροχή παιδικής μέριμνας έχει επίσης επισημανθεί ως ένας από τους λόγους που οι μητέρες δεν επιστρέφουν γρήγορα στην αγορά εργασίας.
Όπως τόνισα σε ένα ιστολόγιο την περασμένη εβδομάδα, γίνεται μια έντονη συζήτηση σχετικά με τον αυξανόμενο αριθμό ατόμων σε ηλικία εργασίας που έχουν εγγραφεί ως ανίκανοι προς εργασία. Είναι πιθανό ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις να αποτελούν απάτη, αλλά υπάρχουν και άλλες εύλογες εξηγήσεις, όπως το Long Covid (μολονότι δεν φαίνεται να συνέβαλε σημαντικά στο πρόβλημα), η αύξηση των λιστών αναμονής του NHS και ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που παρουσιάζονται ως σοβαρά άρρωστοι μετά από καθυστερήσεις διάγνωσης κατά τη διάρκεια των απαγορευτικών.
Υπάρχουν επίσης στοιχεία από την Επιθεώρηση Εργατικού Δυναμικού ότι δύο μεγάλα πεδία ασθενειών που περιγράφεται από τους πάσχοντες ότι περιορίζουν την ικανότητα προς εργασία και έχουν αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία δυόμισι χρόνια είναι ο χρόνιος πόνος στην πλάτη και τα ζητήματα ψυχικής υγείας.
Έχει προταθεί ότι ο πόνος στην πλάτη μπορεί να έχει αυξηθεί εν μέρει ως παράπλευρο αποτέλεσμα της εργασίας από το σπίτι, καθώς υπάλληλοι που προηγουμένως εργάζονταν σε γραφείο να κάθονται για πολλές ώρες με ένα φορητό υπολογιστή κυριολεκτικά στην αγκαλιά τους στα υπνοδωμάτια και στους καναπέδες τους και όχι σε εργονομικώς κατάλληλα γραφεία. Και τα προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως το στρες και οι αγχώδεις διαταραχές, που επηρεάζουν δυσανάλογα τους νέους, εκτοξεύτηκαν παγκοσμίως κατά τη διάρκεια των απαγορευτικών σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας του NHS δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο.
Η ανάλυση της αυξανόμενης μη εργασίας ατόμων σε ηλικία εργασίας πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τις μειωμένες ευκαιρίες απασχόλησης σε συγκεκριμένα επαγγέλματα όπως το λιανικό εμπόριο, τα μπαρ και τα εστιατόρια που έχουν πληγεί από τις αλλαγές στον τρόπο ζωής που επέφερε η πανδημία, καθώς και σε συγκεκριμένες περιοχές. Τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα κενών θέσεων εργασίας δεν κατανέμονται εξίσου μεταξύ των επαγγελμάτων και των περιφερειών, και παρά τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, πολλοί μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι μπορεί να δυσκολεύτηκαν να βρουν κατάλληλες γι’ αυτούς νέες θέσεις εργασίας στη γειτονιά τους σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας.
Οι οικονομολόγοι, οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης και οι πολιτικοί γνωρίζουν πλέον τους περισσότερους από αυτούς τους παράγοντες. Αλλά μια πτυχή των «αγνοουμένων εργαζομένων» που δεν έχει συζητηθεί, αφορά τον καταμερισμό του εργατικού δυναμικού μεταξύ υπαλλήλων και αυτοαπασχολουμένων.
Είναι εύκολο να συγχέουμε τους αριθμούς απασχόλησης (που περιλαμβάνουν και τους αυτοαπασχολούμενους) και τον αριθμό των μισθωτών (τα άτομα που εργάζονται για έναν εργοδότη). Το πρώτο είναι που βρίσκεται κάτω από τα προ πανδημιας επίπεδα. Τα δεδομένα της Επιθεώρησης Εργατικού Δυναμικού (LFS) και τα στοιχεία PAYE για τις μισθοδοσίες, δείχνουν ότι ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε πράγματι μεταξύ της αμέσως προ της πανδημίας περιόδου (Δεκέμβριος 2019-Φεβρουάριος 2020) και του Ιουνίου-Αυγούστου του τρέχοντος έτους. Τα στοιχεία της LFS, για παράδειγμα, δείχνουν μια αύξηση σχεδόν μισού εκατομμυρίου ατόμων, από 27.856.000 σε 28.330.000. Αντίθετα, την ίδια περίοδο ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων μειώθηκε, από 5.028.000 σε 4.292.000.
(Οι παρατηρητικοί αναγνώστες θα δουν ότι αυτό συνεπάγεται ένα συνολικό χάσμα απασχόλησης που μόλις ξεπερνά τα 260.000 άτομα. Ο αριθμός των 500-600.000 αγνοουμένων εργαζομένων αντανακλά το γεγονός ότι το μέγεθος και η σύνθεση του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας άλλαξε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και βασίζεται σε μια εκτίμηση του τι θα είχε συμβεί εάν είχαν διατηρηθεί τα προηγούμενα ποσοστά δραστηριότητας).
Οι αυτοαπασχολούμενοι πέρασαν μια πολύ δύσκολη περίοδο κατά τη διάρκεια του κορονοϊού. Ενώ κάποιοι μπόρεσαν να συνεχίσουν να εργάζονται από το σπίτι, ένας μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων –εκείνοι που διατηρούν μικρές καφετέριες ή κομμωτήρια, ή εκείνοι που εργάζονται συνήθως σε σπίτια άλλων ως διακοσμητές ή καθαριστές– δεν μπόρεσαν να εργαστούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Παρόλο που τους διατέθηκε μια κάποια οικονομική βοήθεια, αυτή δεν ήταν ούτε τόσο γενναιόδωρη ούτε τόσο καλά στοχευμένη όσο το πρόγραμμα αναγκαστικής άδειας για τους μισθωτούς. Πολλοί αυτοαπασχολούμενοι δεν έλαβαν καμία υποστήριξη.
Εκεί όπου οι επιχειρηματικές επαφές και οι βάσεις πελατών ατρόφησαν λόγω των μακροχρόνιων απαγορευτικών και ακατάλληλες πλέον εγκαταστάσεις έφτασαν στο όριο της ανανέωσης των μισθώσεων, πολλοί μεγαλύτερης ηλικίας αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι (και οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν συνήθως μεγαλύτερη ηλικία από τους μισθωτούς, με πολλούς απ’ αυτούς να υπερβαίνουν την ηλικία συνταξιοδότησης) θα αποφάσισαν να αποσυρθούν.
Επιπλέον, για άλλη μια φορά εκδηλώθηκε η μακροχρόνια εχθρότητα του Υπουργείου Οικονομικών προς τους αυτοαπασχολούμενους, πολλούς από τους οποίους υποπτεύεται πως φοροδιαφεύγουν. Υπήρξε μια αλλαγή στους κανόνες IR35 που στην πραγματικότητα πίεσε τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα να επαναταξινομήσουν τους υπεργολάβους ως μισθωτούς ώστε να πληρώσουν περισσότερους φόρους. Υπήρξαν απειλές από τον Rishi Sunak ότι θα αυξηθούν οι εθνικές ασφαλιστικές εισφορές για τους αυτοαπασχολούμενους. Και οι μικρές επιχειρήσεις, συχνά με μικρή εξειδίκευση στην ψηφιακή τεχνολογία, υποχρεούνται πλέον να αναφέρουν τα έσοδά τους σε πραγματικό χρόνο μέσω του προγράμματος Making Tax Digital.
Οι ρυθμίσεις έχουν κατά κανόνα δυσανάλογη επίδραση στη σημαντική εκείνη μειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων που απασχολούν με τη σειρά τους λίγους υπαλλήλους και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι κανόνες για την κοινωνική απόσταση και τις ώρες λειτουργίας έκαναν πολύ δύσκολη και ακριβή τη ζωή για τους μικρούς κατασκευαστές, τους ιδιοκτήτες παμπ και τους ιδιοκτήτες εστιατορίων. Όλα αυτά λογικά συνέβαλαν.
Η αυτοαπασχόληση είναι σημαντικό μέρος της οικονομίας. Κατά καιρούς, για παράδειγμα στην περίοδο της ανάκαμψης από την τελευταία ύφεση, έχει συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του ΑΕΠ.
Για πολλά άτομα, όπως στις γυναίκες με μικρά παιδιά, τα άτομα με αναπηρίες και ορισμένες εθνικές μειονότητες με περιορισμένη γνώση των αγγλικών, η αυτοαπασχόληση μπορεί μερικές φορές να είναι η μόνη εφικτή μορφή εργασίας, ενώ για πολλούς περισσότερους προσφέρει έναν ελκυστικό τρόπο ζωής με έναν βαθμό ανεξαρτησίας από το κράτος και από ένα όλο και πιο κομφορμιστικό, και μερικές φορές καταπιεστικό, εταιρικό περιβάλλον. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, και ιδιαίτερα νέων, συνεχίζουν να φιλοδοξούν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρησης.
Πολλοί πολιτικοί και σχολιαστές φαίνεται να υποθέτουν ότι οι προσπάθειες για την τόνωση της απασχόλησης θα πρέπει να λάβουν τη μορφή της αλλαγής του συστήματος παροχών για να ενθαρρυνθεί η μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και να ενθαρρύνουν επίσης οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση να εργάζονται περισσότερες ώρες. Άλλοι υποστηρίζουν τη χαλάρωση των κανόνων μετανάστευσης. Αλλά αυτοί θα πρέπει επίσης να εξετάσουν προσεκτικά τι μπορεί να γίνει για να μειωθούν τα αντικίνητρα στην αυτοαπασχόληση.
--
Ο Len Shackleton είναι μέλος της εκδοτικής και ερευνητικής ομάδας του Institute of Economic Affairs και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Νοεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs (IEA) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.