Όπως πολλοί οικονομολόγοι, συχνά ξεχνάμε το κανονιστικό περιεχόμενο της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή τι πρέπει να προσμετράμε ως «καλή» οικονομική ανάπτυξη. Η οικονομική ανάπτυξη δεν σημαίνει την παραγωγή μεγαλύτερου όγκου του εκάστοτε αγαθού (ή υπηρεσίας). Ούτε σημαίνει αναγκαστικά καν την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας όλων των αγαθών. Ούτε σημαίνει την παραγωγή του μεγαλύτερου όγκου αγαθών που υπολογίζεται με τη στάθμιση των ποσοτήτων που παρήχθησαν βάσει του οποιουδήποτε συνόλου τιμών. Για να έχει την όποια κανονιστική (ηθική) σημασία, για να αποτιμάται ως καλή ή μη καλή, η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται κάτι περισσότερο.
Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι, για να πούμε κάτι για το κατά πόσο καλή είναι η οικονομική ανάπτυξη, χρειαζόμαστε κάποια ηθικά κριτήρια. Η αποτίμηση κάποιας πολιτικής ή κάποιας κοινωνικής κατάστασης χρειάζεται εντέλει επίσης ηθικά κριτήρια. Αυτό είναι το δίδαγμα που θα έπρεπε να είχαν αποκομίσει οι οικονομολόγοι από σχεδόν ενάν αιώνα “νέων οικονομικών της ευημερίας” και κάποιες δεκαετίες “θεωρίας της κοινωνικής επιλογής”. (Έκανα μια επισκόπηση κάποιων πτυχών αυτής της ιδέας σε ένα άρθρο μου στο Independent Review από το 2006 με τίτλο “Social Welfare, State Intervention, and Value Judgments.” - Κοινωνική πρόνοια, κρατικη παρέμβαση και αξιολογικές κρίσεις)
Ας ορίσουμε την οικονομική ανάπτυξη ως την αύξηση της κατανάλωσης και του πλούτου. Και ας ορίσουμε τον πλούτο ως μελλοντική (προεξοφλούμενη) κατανάλωση, που θα ρέει από κεφάλαιο όπως μηχανές, εργοστάσια, κτίρια γραφείων, αυτοκίνητα ή σπίτια. Αυτό δεν είναι κάτι το πρωτότυπο. Αλλά είναι κατανάλωση κάτι που ένας φορέας πολιτικής εξουσίας θέλει τους ανθρώπους να καταναλώσουν; Αν τουλάχιστον το ηθικό μας κριτήριο είναι ατομιστικό, τότε η κατανάλωση είναι κάτι που τα ίδια τα άτομα θέλουν να καταναλώσουν. Και δεν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να μετρήσουμε τι θέλουν τα άτομα, δεδομένης της σπανιότητας και του κόστους των πραγμάτων, από το να παρατηρήσουμε τη ζήτηση που εκφράζουν στις ελεύθερες αγορές.
Αυτό υποχρεώνει τον οικονομολόγο να αναδιατυπώσει τον ορισμό του για την οικονομική ανάπτυξη, ως την αύξηση της συνολικής κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών από όλα τα άτομα, υπολογισμένη μέσω της στάθμισης των ποσοτήτων με τις τιμές που προσδιορίζονται στις ελεύθερες αγορές. (Η πρόσθεση μήλων και πορτοκαλιών είναι αδύνατη χωρίς τη στάθμιση των συντελεστών). Μαζί με την προσφορά και το κόστος, η ζήτηση στην αγορά προσδιορίζει τις σχετικές τιμές των διαφορετικών πραγμάτων δεδομένων των προτιμήσεων των ατόμων. Όταν οι τιμές προσδιορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση σε ελεύθερες αγορές, οι τιμές δίνουν κανονιστική σημασία στην αξία της συνολικής κατανάλωσης. Αυτό δεν μετρά την δυσκολη να οριστεί έννοια της συνολικής ευημερίας, αλλά είναι ο κοντινότερος δείκτης της που μπορούμε να έχουμε.
Οι συνεπαγωγές αυτής της ιδέας είναι βαθύτερες απ’ ό,τι φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση (κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που η οικονομική θεωρία είναι χρήσιμη) και μια σύντομη ανάρτηση δεν μπορεί να εξετάσει επαρκώς όλα τα σχετικά προβλήματα. Είναι όμως δύσκολο να διατυπώσουμε ή να εξετάσουμε την όποια μη αυθαίρετη εννοιολόγηση της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να αναλογιστούμε αυτό το αφετηριακό σημείο. Το “μη αυθαίρετη” σημαίνει ότι η εννοιολόγηση βασίζεται στις προτιμήσεις και τη συναίνεση όλων των ατόμων όπως όταν υιοθετούμε το ατομιστικό ηθικό κριτήριο του κλασικού φιλελευθερισμού και του ελευθεριασμού (libertarianism).
Για να δούμε το πώς αυτό βγάζει νόημα, σκεφτείτε το αντιδιαμετρικά αντίθετο: την εννοιολόγηση της οικονομικής ανάπτυξης ως αύξησης της παραγωγικής και της κατανάλωσης αγαθών που κάποιος δικτάτορας ή κάποια ομάδα ειδικών, ή κάποια εκλεγμένη αντιπροσωπεία ή κάποιος όχλος θεωρεί ότι αξίζουν περισσότερο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομική ανάπτυξη δεν έχει περισσότερη κανονιστική θεμελίωση απ’ ό,τι, για παράδειγμα, ο ρυθμός μεγέθυνσης του πλούτου της οικογένειας (και της αυλής) του Λουδοβίκου ΙΔ’. Να ένα αριθμητικό παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε την ύπαρξη μιας οικονομίας με δύο μόνο αγαθά: μήλα και πορτοκάλια. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι κάθε άτομο σε αυτή την κοινωνία προτιμά τα μήλα από τα πορτοκάλια εκτός από τα μέλη της οικογένειας και της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λουδοβίκος (ή ο πιστός του Υπουργός Οικονομικών, Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ) ορίζει ότι ένα μήλο αξίζει ένα ντενιέ (μια νομισματική μονάδα της εποχής) και ένα πορτοκάλι δύο ντενιέ. Διατάζει ότι το έτος 1, θα παραχθούν 1000 μήλα για τους υπηκόους του και 500 πορτοκάλια για την οικογένεια και την αυλή του, συνολικής “αξίας” 2000 ντενιέ ([1000 X 1] + [500 X 2]. Το έτος 2, ο βασιλιάς πετυχαίνει να αυξήσει τον όγκο των παραχθέντων πορτοκαλιών κατά 10% ενώ η παραγωγή μήλων παραμένει η ίδια, με συνολική “αξία” 2100 ντενιέ ([1000 X 1] + [550 X 2]). Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης συνεπώς είναι 5%. Στην ατομιστική μας οπτική όμως, αυτός ο αριθμός δεν έχει καμία κανονιστική αξία.
Σε μια ατομιστική, κλασικά φιλελεύθερη οπτική και σε αντίθεση με μια οπτική απόλυτης μοναρχίας ή απόλυτης πλειοψηφίας ή κάθε άλλου δικτατορικού ή κολλεκτιβιστικού συστήματος, ο ηθικός επιθυμητός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αντιστοιχεί στην ανάπτυξη των όσων τα άτομα θέλουν να καταναλώσουν σταθμισμένη με τις τιμές στον καθορισμό των οποίων που οι ίδιοι συνεισφέρουν σε ελεύθερες αγορές βάσει των δικών τους προτιμήσεων. Καθώς όλοι οι καταναλωτές προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτές τις τιμές, η τιμή ενός αγαθού αντιπροσωπεύει την οριακή αξία που κάθε καταναλωτής του προσάπτει: αυτό είναι που δίνει κανονιστική σημασία στην ανάπτυξη της παραγωγής.
Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Απριλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.