Τη σημασία της δημιουργίας του πέμπτου τραπεζικού πυλώνα αλλά και τις προοπτικές που οδήγησαν τη Thrivest Holdings να επενδύσει στις Attica Bank και Παγκρήτια Τράπεζα εξήγησε ο CEO Αλέξανδρος Εξάρχου κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, στο Fourth Thessaloniki Metropolitan Summit που πραγματοποιήθηκε σήμερα στη Θεσσαλονίκη.
Μιλώντας, ειδικότερα, για τη νέα τράπεζα, ο κ. Εξάρχου τόνισε πως «από την ημέρα που δημοσιεύθηκε η συμφωνία Thrivest – ΤΧΣ, και κατάλαβε η επενδυτική κοινότητα την ακριβή της διάσταση, έχουμε καθημερινά εκδήλωση ενδιαφέροντος από μεγάλα fund που ενδιαφέρονται μελλοντικά να επενδύσουν στη νέα τράπεζα».
«Σήμερα η νέα τράπεζα βρίσκεται σε καλύτερη οικονομική θέση γιατί είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένη, τα κεφάλαια δεν στηρίζονται καθόλου σε αναβαλλόμενο φόρο, τα κόκκινα δάνεια θα είναι χαμηλότερα του 3% και θα διαθέτει μία σημαντική γεωγραφική διασπορά σε όλη την επικράτεια», πρόσθεσε ο Αλ. Εξάρχου.
Όπως είπε, εξάλλου, «με την επερχόμενη ΑΜΚ των 750 εκατ., θα είναι σε θέση όχι μόνο να στηρίξει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αλλά και να αυξήσει ουσιωδώς τη δυνατότητα των νέων εταιρειών στην Ελλάδα να αναπτυχθούν, όπως θα αναπτύσσονταν εάν βρίσκονταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης».
«Αυτό που επετεύχθη για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο μας κάνει υπερήφανους, αλλά και δημιουργεί μία νέα τράπεζα που θα είναι ικανή να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες που δεν ήταν χρηματοδοτήσιμες από το τραπεζικό σύστημα, θα έχει σημαντικές πιθανότητες κερδοφορίας και θα δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες στον ιδιωτικό τομέα που θα συμβάλλον στην προσέλκυση επενδύσεων», σημείωσε με νόημα ο CEO της Thrivest.
Ο κ. Εξάρχου σχολίασε ότι η άσκηση διάσωσης των δύο τραπεζών, με επένδυση ύψους 330 εκατ. ευρώ, «δεν ήταν φτηνή». Πρόσθεσε όμως ότι το τελικό αποτέλεσμα δημιουργεί ένα επαρκώς κεφαλαιοποιημένο σχήμα, το οποίο δεν στηρίζεται σε αναβαλλόμενο φόρο, φέρει μη εξυπηρετούμενα δάνεια κάτω του 3%, και λόγω της συγχώνευσης μπορεί να είναι παρεμβατικό σε όλη την επικράτεια. «Θα είναι σε θέση να αυξήσει ουσιωδώς τις δυνατότητες νέων εταιρειών να αναπτυχθούν όπως θα αναπτύσσονταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης», συμπλήρωσε ο κ. Εξάρχου, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στις λεπτομέρειες του deal: «Όταν άκουσα για πρώτη φορά ότι η συμφωνία των μετόχων της Τράπεζας Αττικής θα περάσει από τη Βουλή, εξεπλάγην και δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο. Στη συνέχεια παραδέχθηκα, και σας πήρα τηλέφωνο κ. Χατζηδάκη (σ.σ. βρισκόταν επίσης στο πάνελ) και σας είπα ότι είχατε απόλυτο δίκιο.
Η συμφωνία πέρασε από τη Βουλή για να αποδειχθεί και να ακουστεί το προφανές. Θα σας πω δυο νούμερα: Τι ήταν η Παγκρήτια πριν τη συγχώνευση; Είχε 53% μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Άρα θα έπρεπε να κάνει προβλέψεις ύψους 350 εκατ. από μόνη της (...) έχοντας ήδη κεφαλαιοποιηθεί με 200 εκατ. Απαιτούσε δηλάδή για να διατηρηθεί στη ζωή στο μέγεθος στο οποίο βρίσκεται τουλάχιστον άλλα 500 εκατ. Και αυτά χωρίς να αντιμετωπίσει στην πραγματικότητα το ζήτημα των "κόκκινων" δανείων με τον Ηρακλή γιατί η υπαγωγή της απαιτούσε κεφάλαια ύψους 750 εκατ. (...) Ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε κανείς που θα έβαζε σε αυτήν την τράπεζα τέτοια ποσά (...) Άρα η Παγκρήτια δεν είχε τύχη και οδηγούνταν στο να κλείσει.
Η Τράπεζα Αττικής δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Είχε ήδη περάσει δύο αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου -η πρώτη 220 εκατ. και η δεύτερη 450 εκατ. ευρώ- και έπρεπε να κάνει προβλέψεις άλλα 300 εκατ. για να καλύψει τα "κόκκινα" δάνεια - τις προβλέψεις που απαιτούσε ο επόπτης, όχι για να μπει στον 'Ηρακλή' (...) Ήταν σαφές ότι έπρεπε να μπουν τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την ένταξη στον 'Ηρακλή'. Και ιδιωτικά κεφάλαια για να μπουν διακριτά στις δύο αυτές τράπεζες δεν υπήρχαν (...) Ήταν καλό το deal; Εμείς θα το θέλαμε πολύ καλύτερο και επιχειρήσαμε μάλιστα να διαπραγματευτούμε με το υπουργείο καλύτερους όρους. Διότι διακινδυνεύσαμε κεφάλαια πριν τον 'Ηρακλή'. Με τη συμφωνία επιτεύχθηκε μια ισορροπία η οποία προφανώς δεν μας απελπίζει, αλλά δεν είναι αυτή που επιδιώκαμε, σας το λέω ευθέως. Και τα οφέλη που έχει για την ελληνική οικονομία μας κάνει περήφανους (...) Από την ημέρα που δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία, έχουμε καθημερινά μεγάλα funds και ξένες τράπεζες που εκφράζουν ενδιαφέρον και θα δείτε ότι σε επόμενα placements η συμμετοχή τους θα σας εκπλήξει».
Για το σκεπτικό της επένδυσης
Αναλύοντας περαιτέρω το σκεπτικό της επένδυσης, ο Αλ. Εξάρχου υπογράμμισε πως «οι συνθήκες της οικονομίας έχουν μεταβληθεί στην Ελλάδα και είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε επενδύσει 330 εκατ. στον 5ο πυλώνα».
«Δεν είναι μικρό νούμερο για ιδιωτική επένδυση στην Ελλάδα συγκρίνοντας την με άλλες επενδύσεις στο τραπεζικό σύστημα, που ήταν πολύ μικρότερες», είπε.
«Εμείς βλέπαμε ότι δεν είναι δυνατόν μία οικονομία σαν την Ελλάδα, που είχε ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αναπτυσσόταν και επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ανάπτυξης, να στηριχθεί σε μόνο τέσσερις τράπεζες. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη με μόνο 4 τράπεζες. Θεωρήσαμε ότι ήταν αδύνατο μία οικονομία να στηριχθεί μόνο σε έναν τόσο μικρό αριθμό τραπεζών», συνέχισε.
Για τον «Ηρακλή 3» και τη διαπραγμάτευση
Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, τον «Ηρακλή 3», ο Αλ. Εξάρχου σημείωσε πως «έδωσε τη δυνατότητα εξυγίανσης στις δύο τράπεζες και ήταν με διαφορά ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για να γίνει αυτό».
Μάλιστα, επισήμανε ότι «διά του “Ηρακλή 3”, η εξυγίανση των δύο τραπεζών απαιτεί κεφάλαια μικρότερα από το 50% από όσα θα χρειάζονταν, προκειμένου αυτές να διατηρηθούν στη ζωή χωρίς τον “Ηρακλή”».
Τέλος, τοποθετούμενος επί της διαπραγμάτευσης που έγινε με το Δημόσιο ο Αλ. Εξάρχου είπε: «Εμείς επιχειρήσαμε να διαπραγματευθούμε με το υπουργείο για να εξασφαλίσουμε καλύτερους όρους στη βάση ενός δεδομένου: Ότι είχαμε εισέλθει στο μετοχικό κεφάλαιο πριν τον “Ηρακλή” και διακινδυνεύσαμε σημαντικά κεφάλαια. Η διαπραγμάτευση με το Ελληνικό Δημόσιο ήταν εξαιρετικά δύσκολη σε ό,τι μας αφορά, όμως επετεύχθη μία ισορροπία προς όφελος όλων των εμπλεκομένων πλευρών».