Η Ευρωπαϊκή κρίση του 2012 είχε ως επίκεντρο επιπτώσεων τον κλυδωνισμό του τραπεζικού συστήματος. Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ισλανδία και Ελλάδα βρέθηκαν να είναι οι χώρες με τα μεγαλύτερα προβλήματα. Bail In and Bail Out ήταν οι δύο βασικές στρατηγικές διάσωσης που συγκρούστηκαν ως οι άριστες μέθοδοι εξυγίανσης των προβληματικών από χρέη οικονομικών οντοτήτων (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις).
Μάλιστα, είχε εμφανιστεί και μία «ιδεολογική» διαφοροποίηση. Ο αυστηρός Ευρωπαϊκός βοράς φαινόταν να προωθεί τις αντιλήψεις των bail-ins ενώ ο «Κενσυανός» νότος έβλεπε στα bail outs πιο επιθυμητές λύσεις. Στον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό (ΗΠΑ) ως μέθοδος εκκαθάρισης των προβληματικών επιχειρήσεων (Enron) χρησιμοποιήθηκαν και οι δύο προσεγγίσεις.
Τελικά, στην Ευρωπαϊκή κρίση κυριάρχησε η άποψη του bail out με τη διοχέτευση τεράστιων ποσών στα κράτη (Ελλάδα) αλλά και στα τραπεζικά συστήματα αλλά από το 2014 τέθηκε σε ισχύ (BRRD) η οδηγία για την εφαρμογή του Bail In σε συνδυασμό με το σύστημα παρακολούθησης των συστημικών τραπεζών.
Όταν γίνεται bail in σε μία τράπεζα οι ζημιές της απώλειας των κεφαλαίων μεταφέρονται στους μετόχους, στους δανειστές της και βεβαίως τελικά (αναλόγως του μεγέθους του προβλήματος) και στους καταθέτες. Έτσι τελικά «τιμωρούνται» όσοι «άφρονες» έχουν τοποθετήσει τα χρήματά τους στην προβληματική τράπεζα για να εξυγιανθεί, στο τέλος του δρόμου, ο καπιταλισμός (δημιουργική καταστροφή). Ουσιαστικά, το διακύβευμα της διάστασης των δύο αυτών απόψεων είναι ο κοινωνικός πόνος και η καταστροφή της κοινωνικής συνοχής γιατί μαζί με τους άφρονες οι αρνητικές επιπτώσεις απλώνονται στην κοινωνία με κρίση εμπιστοσύνης και «μεταφερόμενες» (contagion) επιπτώσεις.
Στην Ελλάδα αυτές οι πραγματικές επιπτώσεις είχαν σημαντικά «αποκρυβεί» (2011 - 2015) από τους πολίτες τροφοδοτώντας τον λαϊκισμό. Έτσι ήταν ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι μία «μαγική» εναλλακτική διάσωση θα διέσωζε τις καταθέσεις και θα εξαφάνιζε τα δάνεια και την περιουσία των μετόχων μόνο, ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι θα χανόταν τουλάχιστον και το 1/3 όλων των καταθέσεων των Ελλήνων με τα υποθηκευμένα δάνεια να μένουν ως είχαν.
Σήμερα, πάντως, η λογική του bail-in, μέχρι στιγμής (τονίζουμε) δεν φαίνεται να εφαρμόζεται. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά στην κρίση της Credit Suisse όταν αυτή απορροφήθηκε από την UBS με τεράστια παρέμβαση του Ελβετικού κράτους που απεσόβησε την κρίση αν και η Ελβετία δεν ανήκει στην EU (ακόμα περιμένουμε το ελβετικό κοινοβουλευτικό πόρισμα ελέγχου). Επίσης, δεν είχε ακολουθηθεί νωρίτερα στις ΗΠΑ (Silicon Valley Bank), αν και εκεί το μοντέλο διάσωσης διαφοροποιείτο. Καθαρό bail in είχε ακολουθηθεί το 2013 στην περίπτωση της Κύπρου (2 μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες) με βαριές (Ρωσικές σε σημαντικό βαθμό) απώλειες από τους καταθέτες.
Πρακτικά, σήμερα, στην περίπτωση της Τράπεζας Αττικής και Παγκρήτιας αντιμετωπίσαμε ως κοινωνία το δίλημμα να αντιμετωπίσουμε μία σοβαρή κοινωνικοοικονομική κρίση με απώλειες καταθέσεων αρκετού ύψους, υπολογίζουμε τουλάχιστον 700 εκατ. ευρώ, όσα δηλαδή χρειάστηκε να εισέλθουν ως νέο κεφάλαιο στη διάσωση, με απώλειες στη γενικότερη εμπιστοσύνη των πολιτών και στους θεσμούς(bank run) ή να εισφέρουν οι φορολογούμενοι γύρω στα 400 εκατ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι αυτά τα κεφάλαια (400 εκατ. ευρώ) δεν είναι απώλειες αφού αυτό θα εξαρτηθεί από τη μελλοντική διοίκηση της Τράπεζας. Οι ιδιώτες συνεισέφεραν περίπου 200 εκατ. ευρώ και ήταν οι τελευταίοι πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Μάλιστα, ο κοινωνικοοικονομικός λογαριασμός της προηγούμενης διάσωσης (κούρεμα + ιδιωτικοποιήσεις – δημόσια συνεισφορά) των συστηματικών τραπεζών δεν έχει πάει άσχημα.
Ίσως μία περισσότερο αυστηρή κοινωνία θα έπρεπε να αναζητήσει ευθύνες από τους υπευθύνους (η Ισλανδία που το έπραξε το 2010 σε μεγάλη έκταση δεν ζημιώθηκε) που οδήγησαν στο συγκεκριμένο πρόβλημα, μάλιστα τώρα ενδεχομένως δεν καλύπτονται (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) από το ακαταδίωκτο των μνημονίων.
Αξίζει, όμως, να τονίσουμε ότι το κοινωνικό κόστος και το όφελος της ενέργειας της διάσωσης των δύο τραπεζών είναι προσεκτικά ζυγισμένο προς την πλευρά του κοινωνικού οφέλους και μας κάνει εντύπωση πώς ο πολιτικός λόγος ορισμένες φορές συμπαρατάσσεται με ακραίες οικονομικά συντηρητικές απόψεις (ιδίως όταν δεν υπάρχει αντιπρόταση) και συσκοτίζει το ζύγισμα αυτό.
* O Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής Οικονομικών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών